Πόσο δημοκρατική είναι τελικά η απαγόρευση του AfD;
Πόσο δημοκρατική είναι τελικά η απαγόρευση του AfD;
«Είναι το παράδοξο των δημοκρατιών: να μη γνωρίζουν πώς να αμύνονται απέναντι στους αντιδημοκράτες, να μην έχουν μεταξύ των εργαλείων τους το όπλο που εξουδετερώνει τους επίδοξους δικτάτορες», γράφει σε ανάλυσή του ο Αλεσάντρο Τρότσινο της Corriere della Sera. «Εξ ορισμού η δημοκρατία είναι ευπειθής, περιεκτική, ευέλικτη, ανθεκτική και τείνει να απορροφά τις συγκρούσεις. Οταν τραυματίζεται, έχει την ικανότητα να αναγεννιέται και να αποκαθιστά γρήγορα τη ζημιά. Αντιδρά στη φυσιολογία των παθών και στην παθολογία των υπερβολών με τη διαλεκτική των κανόνων και με την πλαστικότητα του πολιτικού διαλόγου».
Ο ιταλός αρθρογράφος κρίνει πως μια δημοκρατία «είναι δύσκολο να πεθάνει από ανάλωση, από αδράνεια, από κατάρρευση. Η θανάσιμη απειλή για τις δημοκρατίες, ο πιο θανατηφόρος ιός, είναι η αυταρχική στροφή που πραγματοποιούν εκείνοι που, ενώ είναι ενταγμένοι στο σώμα της δημοκρατίας, αποφασίζουν να εναντιωθούν στα θεμέλιά της, να επιτεθούν στην ομαλή λειτουργία της αρνούμενοι τις αρχές της. Εχθρότητα, μισαλλοδοξία, σεχταρισμός, φανατισμός: όταν μια βίαιη και ανελεύθερη μειονότητα αναπτύσσεται ανώμαλα, ως ξένο σώμα, και ολοένα κερδίζει έδαφος, η δημοκρατία δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Και όταν αντιδρά, συχνά είναι πολύ αργά».
Οσον αφορά το παρόν, αποτελεί γεγονός, εδώ και χρόνια, πως οι δημοκρατίες αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα, αν δεν παραπαίουν ακριβώς, όπως θεωρεί ο Αλεσάντρο Τρότσινο, ενώ μετά την οικονομική κρίση του 2008 τα παραδοσιακά κόμματα διαρκώς αποδυναμώνονται υπό το βάρος της παγκοσμιοποίησης, της μεταναστευτικής κρίσης και, τα τελευταία χρόνια, των πολέμων. Σε ορισμένες δημοκρατίες η κατάσταση βρίσκεται πλέον σε οριακό σημείο.
Ενδεικτική και εξαιρετικά κρίσιμη είναι η περίπτωση της Γερμανίας, όπου η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος (Verfassungsschutz) έχει συντάξει έναν φάκελο άνω των 1.000 σελίδων, του οποίου δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες, αλλά μόνο το συμπέρασμα: η Εναλλακτική για τη Γερμανίοα (AfD) είναι ένα «εξακριβωμένα ακροδεξιό» κόμμα που «αντιτίθεται στην ελεύθερη και δημοκρατική βασική τάξη» και «περιφρονεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
«Τίποτα το καινούργιο, στην πραγματικότητα» σχολιάζει ο δημοσιογράφος της Corriere, και είναι αλήθεια πως είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι το κόμμα της Αλις Βάιντελ και του Τίνο Κρουπάλα λειτουργεί στα όρια της νομιμότητας. Ο Τρότσινο αναφέρει ενδεικτικά την υπόθεση του μυστικού σχεδίου «επανεγκατάστασης», δηλαδή μαζικής απέλασης, αλλοδαπών με ή χωρίς γερμανική υπηκοότητα, που αποκαλύφθηκε από τους δημοσιογράφους του γερμανικού ιστοτόπου ερευνητικής δημοσιογραφίας Correctiv.
Ο ηγέτης του AfD στη Θουριγγία ήταν επικεφαλής μιας εξτρεμιστικής φατρίας (Der Flügel) του AfD, η οποία διαλύθηκε μεν το 2020 (αφού οι δραστηριότητες της άρχισαν να παρακολουθούνται επίσημα από τις ομοσπονδιακές αρχές), αλλά εξακολουθεί να κυριαρχεί στο κόμμα. Ο πρώην ηγέτης της, Μπιορν Χόκε, έχει καταδικαστεί δις για χρήση ναζιστικών συνθημάτων και συμβόλων.
Ομως με βάση αυτή τη νέα αξιολόγηση του AfD από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος αναμένεται πως θα αναζωπυρωθεί η συζήτηση για το ενδεχόμενο να κινηθεί διαδικασία απαγόρευσής του (αρμόδιο είναι το Ανώτατο Δικαστήριο), αν και δεν προβλέπεται αυτόματη διαδικασία, ενώ ούτε ο χαρακτηρισμός ενός κόμματος ως «εξακριβωμένα ακροδεξιού» αρκεί ως προϋπόθεση προκειμένου να τεθεί εκτός νόμου. Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω, μάλιστα, από το γεγονός ότι το AfD έρχεται πλέον πρώτο στις δημοσκοπήσεις.
«Είναι το πιο περίπλοκο δίλημμα για κάθε δημοκρατία» σχολιάζει ο Αλεσάντρο Τρότσινο. «Μπορεί να απαγορευτεί ένα κόμμα; Μπορούν να τεθούν εκτός νόμου εκατομμύρια ψηφοφόροι; Δεν έρχεται αυτό σε αντίθεση με τα ίδια τα θεμέλια των φιλελεύθερων δημοκρατιών;» διερωτάται, σημειώνοντας πως το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο αμείλικτο λαμβανομένης υπόψη της σύγχρονης γερμανικής Ιστορίας, αλλά και της Ιταλίας: ο Αδόλφος Χίτλερ και ο Μπενίτο Μουσολίνι ανήλθαν στην εξουσία καταστρατηγώντας τους κανόνες της δημοκρατίας με τεράστιες δόσεις βίας, αλλά τυπικά σεβόμενοι το κράτος δικαίου, προτού το καταλύσουν.
Ο ιταλός δημοσιογράφος επικαλείται τον αυστριακό φιλόσοφο Καρλ Πόπερ, ο οποίος εξέφρασε το παράδοξο των δημοκρατιών, διερωτώμενος αν είναι δυνατή η ανοχή των μισαλλόδοξων. Ο Πόπερ υπήρξε ο κατεξοχήν υπέρμαχος της ανοιχτής, φιλελεύθερης, συμπεριληπτικής κοινωνίας, που σέβεται τα ατομικά δικαιώματα και τις μειονότητες. Η ανοχή είναι μια θεμελιώδης κληρονομιά, μια σημαντική κατάκτηση, τις βάσεις της οποίας έθεσαν ο Τζον Λοκ και ο Βολταίρος. Υπάρχουν, όμως, όρια στην ανοχή;
Στο βιβλίο του «Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της», που εκδόθηκε το 1945, ο Πόπερ προειδοποίησε πως «η απεριόριστη ανοχή οδηγεί στην εξαφάνιση της ανοχής. Αν επεκτείνουμε την απεριόριστη ανοχή ακόμη και σε εκείνους που είναι μισαλλόδοξοι, αν δεν είμαστε πρόθυμοι να υπερασπιστούμε μια ανεκτική κοινωνία από τις επιθέσεις των μισαλλόδοξων, τότε οι ανεκτικοί θα καταστραφούν και η ανοχή μαζί τους», όπως συνέβη, με ολέθριες συνέπειες, στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η οποία δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην άνοδο του Χίτλερ. Ο Πόπερ υπογράμμιζε την ανάγκη να διατηρείται η ανοχή όσο το δυνατόν περισσότερο. Αλλά επισήμαινε επίσης ότι η δημοκρατία πρέπει να μπορεί να αντιδρά σε περίπτωση που ο εχθρός επιλέξει να δράσει «με γροθιές και πιστόλια».
Ο αμερικανός Τζον Ρολς, ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς φιλοσόφους του 20ού αιώνα, ήταν πιο επιφυλακτικός από τον Πόπερ, κρίνοντας την απαγόρευση ενός κόμματος ως πολύ επικίνδυνη για μια δημοκρατική κοινωνία. Αναγνώριζε όμως και εκείνος την ανάγκη να υπάρχει ένα κάποιο όριο, πέρα από το οποίο η μισαλλοδοξία δεν γίνεται να είναι αποδεκτή. Πόσο ψηλά, όμως, μπορεί να τεθεί αυτό το όριο;
«Η απαγόρευση ενός κόμματος από τη δημοκρατία είναι σχεδόν πάντα μια παράλογη επιλογή, επειδή κινδυνεύει να αποβεί αντιπαραγωγική. Δεν εξαλείφει τα αίτια της υποστήριξης που χαίρει, δεν εμποδίζει τη δημιουργία ενός νέου σχήματος με τις ίδιες ιδέες, αντιθέτως, ευνοεί την ανάπτυξή του, τροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο επίπλαστης θυματοποίησης και καθιστώντας τη δημοκρατία ευάλωτη στην κατηγορία του αυταρχισμού» γράφει ο Αλεσάντρο Τρότσινο.
«[Πρόκειται] για μια παράδοξη κατηγορία, δεδομένου ότι προέρχεται από εκείνους που θέλουν να καταστρέψουν τη δημοκρατία, αλλά περιορίζει την αξιοπιστία των φιλελεύθερων δημοκρατιών και ενισχύει τα επιχειρήματα των εχθρών τους» συμπληρώνει.
Μετά από τον χαρακτηρισμό του AfD ως «αποδεδειγμένα ακροδεξιάς εξτρεμιστικής οργάνωσης», ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς επιτέθηκε με προσωπική του ανάρτηση κατά των «γραφειοκρατών» της Γερμανίας, κατηγορώντας τους ότι «προσπαθούν να καταστρέψουν» το AfD και υποστηρίζοντας πως το Τείχος του Βερολίνου ξαναχτίζεται, «όχι από τους Σοβιετικούς ή από τους Ρώσους, αλλά από το γερμανικό κατεστημένο».
Οσον αφορά τους γερμανούς ψηφοφόρους, σε πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος Φρίντριχ Εμπερτ (υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης) το 30% των συμμετεχόντων δήλωσε πως δεν είναι αντίθετο σε μια δικτατορία, τουλάχιστον ένας στους πέντε έτεινε να ξεπλύνει τον εθνικοσοσιαλισμό, ενώ ελάχιστα περισσότεροι από τους μισούς καταδίκασαν τον ρατσισμό.
Τη δεκαετία του 1950 είχαν απαγορευτεί στη Γερμανία το Κομμουνιστικό Κόμμα και ένα μικρό κόμμα με ναζιστικές καταβολές. Και το 2017 το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έθεσε εκτός νόμου το NPD (Εθνικοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας) –παρότι ήταν μια σαφώς νεοναζιστική οργάνωση που επεδίωκε την κατάλυση της δημοκρατίας–, κρίνοντας πως η επιρροή του ήταν αμελητέα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούσε «συγκεκριμένη απειλή» για το δημοκρατικό καθεστώς.
Αντιθέτως, σήμερα το AfD όχι μόνον αποτελεί πραγματικό κίνδυνο, αλλά είναι και μια από τις βασικές πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας, ενώ βρίσκεται ήδη, προτού καν αναλάβει τα καθήκοντά της η νέα κυβέρνηση της χώρας, σε τροχιά πρωτιάς. Η απαγόρευσή του, όμως, θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος της δημοκρατίας, προκαλώντας αντιδράσεις και ενισχύοντας τα επιχειρήματα της Ακροδεξιάς περί αυταρχισμού της δημοκρατίας.
«Κανένας ανθρώπινος θεσμός δεν είναι ασφαλής από τους ανθρώπους. Αν η δημοκρατία δεν είναι πλέον επιθυμητή, δεν μπορεί να διατηρηθεί με τα κλομπ ή μέσω των δικαστηρίων […] Το AfD είναι ένα πρόβλημα, αυτά που λέει, αυτά που κηρύττει, αυτά που υπόσχεται είναι πρόβλημα. Αλλά το κύριο πρόβλημα είναι ότι έχει ψηφοφόρους, πολλούς, 25% σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Είναι το πρώτο κόμμα στη Γερμανία» έγραψε ο Ματία Φέλτρι, διευθυντής και αρθρογράφος της ιταλικής Huffington Post.
«Η απαγόρευση του κόμματος δεν θα εξαφανίσει τους ψηφοφόρους του, δεν θα καταργήσει ένα συναίσθημα, έναν θυμό, μια αποστροφή για τη δημοκρατία, τουλάχιστον για τη δημοκρατία όπως λειτουργεί σήμερα στην Ευρώπη. Πιθανώς το AfD να υποδαυλίζει μια αυταρχική επιθυμία. Αλλά η επιθυμία υπάρχει. Και η εξάλειψη αυτής της επιθυμίας με ένα αυταρχικό πλήγμα θα την κάνει πιο ισχυρή και ακόμη πιο θεμιτή».
Επιπλέον, η αναπάντεχη όσο και ταπεινωτική αποτυχία (το πρωί της Τρίτης) του Φρίντριχ Μέρτς, ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών και νικητή των εκλογών του περασμένου Φεβρουαρίου, να εκλεγεί καγκελάριος, εκτιμάται ότι σχεδόν σίγουρα θα ενισχύσει το AfD, καθιστώντας ταυτόχρονα το ζήτημα της απαγόρευσής του ακόμη πιο πολύπλοκο: η Αλις Βάιντελ έσπευσε να ζητήσει την παραίτηση του Μερτς και τη διεξαγωγή νέων εκλογών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
