Μαρία Σαράποβα, η τενίστρια με το μοναδικό brand name
Μαρία Σαράποβα, η τενίστρια με το μοναδικό brand name
Με το φαινόμενο –αθλητικό και όχι μόνο– που ονομάζεται Μαρία Σαράποβα ασχολούνται οι New York Times σε εκτενές αφιέρωμά τους, τονίζοντας ότι είναι η πρώτη αθλήτρια στην Ιστορία που κατόρθωσε να μετατρέψει τον εαυτό της σε brand name.
Η 38χρονη, πλέον, Ρωσίδα ολοκλήρωσε την καριέρα της στο τένις το 2020, με τις εμφανίσεις της στα γήπεδα να σχολιάζονται τόσο για αθλητικούς όσο και για «εικαστικούς» λόγους.

Η πρώτη φορά που τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας για τις ενδυματολογικές επιλογές της ήταν στο U.S. Open το 2006, όταν η «στολή» της ήταν ουσιαστικά η προσαρμογή του μικρού μαύρου φορέματος της Οντρεϊ Χέπμπορν στο «Πρόγευμα στο Τίφανι» σε στολή τένις. Μάλιστα, σημειώνουν οι NYT, ήταν η πρώτη φορά που μια αθλήτρια του τένις επέλεγε να φορέσει διαφορετικα ενδύματα στην πρωινή και στη βραδινή της εμφάνιση στο γήπεδο.
Το πέρασμά της από τους αγωνιστικούς χώρους είναι αρκετά περίπλοκο, σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα. Συχνά αποκαλούνταν «βασίλισσα του πάγου», ενώ κατέκτησε πέντε Grand Slam. Εβλεπε τις αντιπάλους της όχι ως συντρόφους στον αγώνα, αλλά ως εμπόδια προς εξάλειψη. Τραυματισμοί και μια ποινή αποκλεισμού 15 μηνών για αυτό που το Διαιτητικό Δικαστήριο του Αθλητισμού έκρινε ως ακούσιο ντόπινγκ «θόλωσαν» ακόμη περισσότερο την εικόνα της, και το 2020 αποσύρθηκε.
Ωστόσο υπήρξε και μια από τις πρώτες αθλήτριες που αντιμετώπισαν τον εαυτό τους ως «μάρκα», μια στρατηγική που την κατέστησε την υψηλότερα αμειβόμενη γυναίκα αθλήτρια σε οποιοδήποτε άθλημα για 11 συνεχόμενα χρόνια, από το 2005 έως το 2015 — παρότι βρέθηκε στο Νο 1 της παγκόσμιας κατάταξης μόλις για 21 εβδομάδες.
Υπήρξε το πρόσωπο των TAG Heuer, Tiffany, Porsche και Motorola, ενώ ήταν από τις πρώτες τενίστριες που διεκδίκησαν θέση στο τραπέζι σχεδιασμού της Nike. Εδινε το «παρών» στην πρώτη σειρά επιδείξεων μόδας πολύ πριν γίνει συνηθισμένο να βρίσκονται εκεί αθλητές.

Ανοιξε τον δρόμο για αυτό που σήμερα αποκαλούμε «ζεύξη αθλητισμού και μόδας», όπως τονίζει μιλώντας στους NYT ο Μάρτιν Λότι, επικεφαλής σχεδιασμού της Nike και μέλος της ομάδας που συνεργάστηκε μαζί της στο μικρό μαύρο φόρεμα του 2006. «Η ίδια το δημιούργησε αυτό, όχι μόνο στο τένις αλλά και σε άλλα αθλήματα». Ηταν φίλη της Αννα Γουίντουρ (της πρώην διευθύντριας της Vouge), παραβρέθηκε στο Met Gala περισσότερες από μία φορές και ανακοίνωσε την αποχώρησή της μέσα από τη Vogue.
Κι όμως, σε μια εποχή που πολλοί αθλητές ακολουθούν το μοντέλο καριέρας που εκείνη καθιέρωσε, χρησιμοποιώντας τη μόδα για να δώσουν ώθηση στη δεύτερη φάση της επαγγελματικής τους ζωής, η Σαράποβα αλλάζει παιχνίδι.
Δεν είναι απλώς «το πρόσωπο» της Moncler• είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της. Στην τηλεόραση δεν εμφανίστηκε ως διαγωνιζόμενη, αλλά ως κριτής στο Shark Tank. Τον Ιανουάριο, αντί να πάει στο Australian Open, πήγε στο World Economic Forum στο Νταβός. Μιλάει ανοιχτά για τις γυναίκες και την ηγεσία. Και το φθινόπωρο μπαίνει στον χώρο των podcasts με το Pretty Tough, μια νέα εκπομπή της Vox Media όπου θα συνομιλεί με ισχυρές γυναίκες κάθε τομέα για τις εμπειρίες τους — και για το πώς χαρακτηρισμοί όπως «επιθετική», «αιχμηρή» και «ωμή», που συχνά χρησιμοποιούνται επικριτικά απέναντι στις γυναίκες, μπορούν στην πραγματικότητα να είναι πλεονέκτημα.
«Σκέφτομαι διαρκώς γυναίκες που έχουν γίνει ηγέτιδες, αλλά για κάποιο λόγο προσπαθούν να κρύψουν τα επιτεύγματά τους», τονίζει στους NYT και προσθέτει «έχουν πάρει σημαντικές αποφάσεις, έχουν δουλέψει σκληρά, κι όμως νιώθουν ότι πρέπει να απολογηθούν γι’ αυτή την ηγεσία. Εγώ προέρχομαι από τελείως διαφορετική οπτική». Για εκείνη, η μόδα δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός• ήταν μέσο.
Οταν η Σαράποβα αποσύρθηκε, θα της ήταν εύκολο να βασιστεί απλώς στην εικόνα του περίφημου μικρού μαύρου φορέματος. Εξάλλου, σχεδόν κάθε φορά που ξεκινά η περίοδος των Grand Slam, εμφανίζεται καινούργιος λογαριασμός θαυμαστών της στα κοινωνικά δίκτυα που αναπαράγει όλα τα φορέματα τένις που είχε φορέσει στη διάρκεια της καριέρας της. Υπήρχε ο συνδυασμός λευκού σακακιού και σορτς που φόρεσε στο Wimbledon το 2008• το φόρεμα σε στιλ κίτρινο ηλιόλουστο sundress στο Roland Garros το 2011• το κόκκινο φόρεμα με τον ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης σχεδιασμένο με κρυστάλλους στο U.S. Open το 2007.
Η προσοχή στα ρούχα της οφειλόταν εν μέρει στο ιδιαίτερο ύφος των φορεμάτων, που έμοιαζαν περισσότερο με ενδυμασίες για απογευματινό τσάι παρά για τένις, και εν μέρει στο γεγονός ότι ήταν από τις πρώτες αθλήτριες της Nike που απέκτησαν δικές τους, ξεχωριστές εμφανίσεις, σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα. Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς σήμερα, όταν οι αποκαλύψεις νέων εμφανίσεων έχουν γίνει βασικό κομμάτι της στρατηγικής κάθε τουρνουά, αλλά κάποτε κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο.

«Η Nike είχε τόσους πολλούς αθλητές που πολλές φορές κατέληγες να φοράς το ίδιο φόρεμα ή τον ίδιο συνδυασμό φούστας και μπλούζας με την αντίπαλό σου», τόνισε στους New York Times. Αυτό της συνέβη στο Γουίμπλεντον το 2006. «Ενα συνειδητό κομμάτι μέσα μου, μου είπε: “Αν τα πάω καλά και γίνω πρωταθλήτρια, θα ήθελα αυτό να μη συμβεί ποτέ ξανά”». Η διαφορά είναι ότι δεν το είπε στον εαυτό της• το είπε στη Nike.
Η Σαράποβα θεωρεί εκείνο το περιστατικό ως την πρώτη της εμπειρία σε αίθουσα συμβουλίου. Συνηθιζόταν να κάθεται στις διαπραγματεύσεις για τα συμβόλαιά της επειδή ο πατέρας της τής είχε πει ότι «αν και μπορεί να μην είσαι εξοικειωμένη με όλους τους όρους, αυτό θα καθορίσει την οικονομική σου πορεία για τα επόμενα 10 χρόνια».
Η αρχιτεκτονική είναι ένα από τα χόμπι της Σαράποβα. (Προτού θελήσει να γίνει τενίστρια, ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας.) Συμμετείχε λοιπόν στον σχεδιασμό του σπιτιού της. Η μετάβαση από το να είσαι εξαιρετικά καλή σε κάτι στο να ρισκάρεις να μην είσαι εξίσου καλή σε κάτι άλλο είναι περίπλοκη, συνέχισε την εξομολόγησή της στους New York Times.

«Το μόνο πράγμα που κτίζεις ως αθλήτρια είναι πολλή αυτοπεποίθηση, και η αυτοπεποίθηση πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε εγωισμό. Και τότε γίνεται πολύ δύσκολο να κάνεις ερωτήσεις και να αναγνωρίσεις ότι δεν είσαι ειδικός. Αλλά ποτέ δεν μπορείς να χάσεις από τα μάτια σου το γεγονός ότι κάτι στο οποίο είσαι εξαιρετική κάποια στιγμή θα τελειώσει, και καμιά φορά αυτό σημαίνει αποτυχία σε άλλα πράγματα προκειμένου να ανακαλύψεις τι άλλο σε παθιάζει», τονίζει.
Μια σύντομη ενασχόληση με τον σχεδιασμό συλλογής για την Cole Haan το 2009 της το δίδαξε αυτό. Οταν το είπε στη Γουίντουρ, εκείνη σήκωσε το φρύδι και της απάντησε ότι θα έπρεπε να είναι πολύ σίγουρη, γιατί «έχεις μόνο μία ευκαιρία».
«Ο κόσμος αμφισβήτησε το αν είχα την αρμοδιότητα να στραφώ έτσι στον σχεδιασμό», λέει η Σαράποβα. «Είχα μόνο μία πλατφόρμα, που ήταν το τένις, και δεν ήταν σαφές αν οι άνθρωποι πίστευαν πως μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο. Αλλά μια μικρή ανταγωνιστική φωνή μέσα μου έλεγε: “Ε, λοιπόν, θα σας δείξω”. Μου αρέσει να πιέζομαι. Αν δεν νιώθεις ότι κάτι διακυβεύεται, τότε γιατί να δουλεύεις;».
Οταν η Σαράποβα ήταν πρέσβειρα της Tiffany είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι, ο οποίος της έμαθε κάτι για την προοπτική. Θυμάται ότι μιλούσαν για μια συνεργασία κοσμημάτων που είχε κάνει εκείνος με την εταιρεία. «Μου είπε: “Ξέρεις εκείνη τη συλλογή Tiffany που έκανα; Λένε ότι είναι καρδιές, αλλά εγώ τις κοιτάζω και σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι… οπίσθια”».
Η ίδια είχε λανσάρει την καραμέλα Sugarpova το 2012, αλλά έκλεισε την εταιρεία το 2021. Εκτοτε επικεντρώνεται κυρίως στο να είναι επενδύτρια και στρατηγική σύμβουλος σε εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων, ιδιαίτερα στον χώρο της ευεξίας. Αυτή τη στιγμή διαθέτει ένα χαρτοφυλάκιο περίπου 11 εταιρειών, μεταξύ των οποίων η Cofertility, μια εταιρεία ανταλλαγής ωαρίων, η Therabody, που κατασκευάζει τα εργαλεία μασάζ Theragun, και η Supergoop, μια σειρά περιποίησης δέρματος με αντηλιακά προϊόντα.

Από όλες τις δραστηριότητες που ακολούθησε μετά το τένις, η πιο τρομακτική για εκείνη ήταν η συμμετοχή της στο διοικητικό συμβούλιο της Moncler. «Ημουν πραγματικά διστακτική να αναλάβω αυτόν τον ρόλο», είπε – και όχι επειδή η Moncler είναι μάρκα χειμερινών σπορ. «Φοβήθηκα πολύ. Κάθεσαι σε μια αίθουσα και διαχειρίζεσαι σε πραγματικό χρόνο μια εταιρεία δισεκατομμυρίων. Στις συνεδριάσεις υπάρχουν μικρόφωνα και διερμηνείς, και για να μιλήσεις πρέπει να πατήσεις κουμπί. Δεν είναι απλώς: “Α, έχω μια ιδέα, ας πω την άποψή μου”», λέει στους NYT.
Ωστόσο ο Ρέμο Ρουφίνι, διευθύνων σύμβουλος της Moncler, την ήθελε στο συμβούλιο ακριβώς επειδή, όπως είχε πει, «ο κόσμος της πολυτέλειας ήταν για πολλά χρόνια αρκετά εσωστρεφής». Θεωρούσε ότι θα μπορούσε να φέρει την προοπτική κάποιου που κατανοεί την αθλητική κουλτούρα συνολικά και δεν φοβάται να μιλήσει ανοιχτά.
Αυτό, το να μιλάει δημόσια, ίσως αποδειχτεί τώρα το πιο σημαντικό. Ηταν και ο λόγος που βρέθηκε στο Νταβός, όπου μίλησε για τη γυναικεία ηγεσία στο CNBC και στην IBM. «Ηταν σαν speed dating για επιχειρήσεις με κοστούμια και γραβάτες», σημειώνει.

Αυτό την ενέπνευσε και για το ένδυμα που ζήτησε από τη φίλη της Γκαμπριέλα Χερστ να σχεδιάσει για την επίσημη τελετή του Tennis Hall of Fame: ένα λευκό μεταξωτό φόρεμα με ασορτί κάπα, σαν υπερηρωίδα. Το φόρεμα, όπως είπε η Χερστ, αντανακλούσε το μήνυμα που ήθελε να περάσει η Σαράποβα στον λόγο της – ότι η υπερδύναμή της είναι να ακούγεται. Η ίδια πιστεύει ακράδαντα ότι έχει έρθει η ώρα να αναγνωριστεί ότι τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να γίνει μια γυναίκα αθλήτρια του Hall of Fame είναι σχεδόν τα ίδια με εκείνα που χρειάζονται για να γίνει επιτυχημένη διευθύνουσα σύμβουλος.
«Υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον αθλητισμό και την επιχειρηματικότητα. Από τη φύση του ανταγωνισμού μιας βιομηχανίας μέχρι την ανάγκη να επενδύεις χρόνο και πολλά χρήματα σε ένα έργο που πιστεύεις, χωρίς να βλέπεις απόδοση για μεγάλο διάστημα. Η προσπάθεια που απαιτείται για να φτάσει μια γυναίκα αθλήτρια σε επαγγελματικό επίπεδο και να αγωνίζεται μπροστά σε εκατομμύρια θεατές για εκατομμύρια δολάρια είναι τεράστια — και δεν λέγονται αρκετά γι’ αυτό», επισημαίνει στους New York Times.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
