1597
O Ελβις της πρώτης νιότης, στην Γκρέισλαντ, το καταφύγιό του όπου ξέφευγε από την καθημερινότητα της επαγγελματικής «αλλοτρίωσης» | Photo by Michael Ochs Archives/Getty Images

Ελβις Πρίσλεϊ: Ο «βασιλιάς» που ήθελε να είναι ελεύθερος

Protagon Team Protagon Team 16 Αυγούστου 2025, 09:45
O Ελβις της πρώτης νιότης, στην Γκρέισλαντ, το καταφύγιό του όπου ξέφευγε από την καθημερινότητα της επαγγελματικής «αλλοτρίωσης»
|Photo by Michael Ochs Archives/Getty Images

Ελβις Πρίσλεϊ: Ο «βασιλιάς» που ήθελε να είναι ελεύθερος

Protagon Team Protagon Team 16 Αυγούστου 2025, 09:45

Το 1943, σε ηλικία οκτώ ετών, κέρδισε το πρώτο χαρτζιλίκι του –δηλαδή, πέντε δολάρια– τραγουδώντας σε έναν διαγωνισμό του Τιούπελο στο Μισισίπι, όπου είχε γεννηθεί. Στα 13 του, οι γονείς του, Βέρνον Πρίσλεϊ και Γκλάντις Λαβ Σμιθ, μετακόμισαν στο Μέμφις του Τενεσί. Αυτή θα γινόταν η συναισθηματική του πατρίδα, επειδή θα έμενε μια για πάντα συνδεδεμένη με τη μουσική. Εκείνο τον καιρό πολλοί νέοι διασκέδαζαν ηχογραφώντας τραγούδια σε 45άρια, οπότε πέρασε κι εκείνος από τα στούντιο της Sun Records για να ετοιμάσει ένα δισκάκι ως δώρο προς τη μητέρα του έναντι 3,25 δολαρίων.

Ο ιδιοκτήτης και παραγωγός, Σαμ Φίλιπς, αντιλήφθηκε τη δυναμική του από τα… αποδυτήρια: ήταν ένας λευκός που τραγουδούσε σαν μαύρος. Που κουβαλούσε στο αίμα του τα γκόσπελ (τα οποία, παρεμπιπτόντως, άκουγε κατά τον εκκλησιασμό της παιδικής ηλικίας).

Ενα χρόνο αργότερα, και αφού είχε υπογράψει στη Sun Records, ηχογράφησε το πρώτο του σινγκλάκι, το «That’s allright, Mama», μαζί με το «Blue moon of Kentucky» στη δεύτερη πλευρά. Το τραγούδι άρχισε να ακούγεται στους τοπικούς σταθμούς και μέσα σε έξι μήνες πουλήθηκαν 20.000 αντίτυπα. Σύντομα ακολούθησαν οι ζωντανές εμφανίσεις του σε διάφορες πόλεις και το κοινό είχε ήδη αρχίσει να χτίζει τον μύθο του νέου «πρίγκιπα».

Ο Ελβις Πρίσλεϊ στο στούντιο, με την κιθάρα του κα την απίστευτη φωνή του, το 1956 (Bettmann/Getty Images)

Η σημαντική καμπή στη διαδρομή του έρχεται όταν αποφασίζει να ηχογραφήσει με τον Σαμ Φίλιπς το τραγούδι του Τζούνιορ Πάρκερ, «Mystery train». Αυτό αρκούσε για να γιγαντώσει τη φήμη του.

Ο «στρατηγός»-μάνατζερ

Είναι η στιγμή που μπαίνει επίσης στη σκηνή της ζωής του ένα πρόσωπο που πολλοί χαρακτήρισαν «μοιραίο»: ο Τομ Πάρκερ, ένας μάνατζερ υπαίθριων εκθέσεων και καλλιτεχνών της κάντρι, ο οποίος ανέλαβε τον έλεγχο της καριέρας του, μένοντας έκτοτε γνωστός ως «στρατηγός». Από το σημείο εκείνο κι έπειτα, οι δισκογραφικές επιλογές του, οι τηλεοπτικές του εμφανίσεις και το «αμπαλάρισμα» προς το κοινό είχαν όλα την υπογραφή του Πάρκερ. Ακόμη και εις βάρος μιας προσωπικής επιθυμίας του Πρίσλεϊ να δραπετεύσει από την εικόνα του «βασιλιά» και να πειραματιστεί. Μια νέα βιογραφία, πάντως, που μόλις κυκλοφόρησε, παρουσιάζει τον χρυσοχέρη –και τζογαδόρο- μάνατζερ όχι και με τόσο μελανά χρώματα.

Αρκετοί μύθοι γύρω από τον Πάρκερ δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως γράφει ο Πίτερ Γκουράλνικ στο «The colonel and the king» (Little, Brown and Company). Για παράδειγμα, η κοινή πεποίθηση ότι απαγόρευσε στον Έλβις να ταξιδεύει στο εξωτερικό ώστε να μην αποκαλυφθεί η παράνομη είσοδός του στις ΗΠΑ δεν τεκμηριώνεται. Αντίθετα, το βιβλίο αποκαλύπτει ότι οι βασικοί λόγοι ήταν οι εθισμοί του Πρίσλεϊ στα φάρμακα και η συνήθειά του να μεταφέρει όπλα. Ήταν γνωστό, εξάλλου, ότι ο μάνατζερ δούλευε μέχρι και 18 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα. Παράλληλα, ο ίδιος έλεγε μονότονα ότι οι καλλιτεχνικές αποφάσεις και η επιλογή τραγουδιών ανήκαν αποκλειστικά στον «βασιλιά» («Μπορούσε πάντα να πει “θέλω ή δεν θέλω να το κάνω”. Του δείχναμε πάντα το υλικό»). Φαίνεται, λοιπόν, πως αυτό που χαρακτηρίζει τη σχέση τους ήταν η αλληλεξάρτηση.

Χάρη στη διαπραγμάτευση του Πάρκερ, πάντως, η Sun Records έλαβε το μεγάλο ποσό των 35.000 δολαρίων για τη μεταγραφή του Έλβις στην RCA. Έτσι, στις 10 Ιανουαρίου 1956 ηχογράφησε το πρώτο τραγούδι για τη νέα μεγάλη εταιρεία. Ήταν το «Heartbreak Hotel», το οποίο περιείχε την ιστορία ενός αυτόχειρα. Θεωρήθηκε ότι ποτέ μέχρι τότε δεν είχε εμφανιστεί ανάλογο τραγούδι. Διόλου τυχαία και χάρη στη δραματική ερμηνεία του Πρίσλεϊ, ο οποίος ως γνωστό κινούνταν με τεράστια άνεση στις μεσαίες οκτάβες, το κομμάτι έφτασε τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς στο Νο 1 του καταλόγου επιτυχιών του billboard, όπου παρέμεινε για οκτώ εβδομάδες.

Ταινίες, πολλές ταινίες

Ακολούθησε η περίοδος των συνολικά 31 κινηματογραφικών ταινιών, κατά την οποία ο Πρίσλεϊ ένιωθε ασφυξία. Yστερα από τη θητεία του στον Στρατό –στο Φρίντμπεργκ της Δυτ. Γερμανίας ως επί το πλείστον– ξεκινάει τα γυρίσματα με πρώτη ταινία το «Αγάπα με τρυφερά» (1956). Με τη «Γαλάζια Χαβάη» (1961) οι παραγωγοί και οι αίθουσες ανακαλύπτουν φλέβα χρυσού. Η συνταγή πρέπει να επαναλαμβάνεται: αυτό θέλει το κοινό.

Με εξαιρέσεις, όμως, σαν το «Βίβα Λας Βέγκας» ή το «Bossanova baby», τα κινηματογραφικά τραγούδια δεν βοηθούσαν τη δισκογραφική του εξέλιξη. Η αναπαραγωγή της περσόνας του με φόντο όμορφες παραλίες ή πίστες κέντρων διασκέδασης («Ξεφάντωμα στο Μεξικό», 1963) και παρτενέρ όμορφες γυναίκες επέφερε κόπωση στον ίδιο.

«Οι ταινίες έκαναν κακό στην εικόνα του ως καινοτόμου μουσικού» θα παραδεχθεί αργότερα ο σπουδαίος τραγουδοποιός Τομ Πέτι.

Από τα «Βασανισμένα κορμιά» («Kid Galahad», 1962) του Φιλ Κάρλσον, όπου υποδύεται τον μποξέρ (United Artists)

Μόνο στις «Νύχτες του Λας Βέγκας» (1964) ένιωθε πως είχε αποκτήσει συμπρωταγωνίστρια: την Αν Μάργκρετ. Κι αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Τομ Πάρκερ, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ «Elvis Presley: the searcher» (2018), ο οποίος κατά τ’ άλλα διαπραγματευόταν συνεχώς συμβόλαια με διαφορετικές εταιρείες.

Όταν πάντως o«βασιλιάς» ήθελε να ξεφύγει από όλη αυτή την καθημερινότητα της επαγγελματικής «αλλοτρίωσης» το καταφύγιό του ήταν η Γκρέισλαντ. Η έπαυλη που είχε αγοράσει αρχικά για τους γονείς του και κατέληξε ένα μέρος που του θύμιζε την πολυαγαπημένη του ηρωίδα: τη μητέρα του. Όταν κατέφευγε εκεί επέστρεφε στην ασφάλεια της παιδικής ηλικίας. Και στη μουσική με την οποία μεγάλωσε: τα γκόσπελ. Σε όλη του τη ζωή κυνηγούσε αυτή τη μουσική, η οποία τον συνέδεε με το συναίσθημα. Μετά το φιλμ «Ερωτική εκστρατεία» (1960), για παράδειγμα, γράφει ολόκληρο δίσκο για γκόσπελ με τραγούδια των προσωπικών ηρώων του: Blackwood Brothers, Golden Gate, Statesmen Quartet. Ένας φόρος τιμής στις ρίζες του και μάλιστα στην καλύτερη φάση της φωνής του. Με τον δίσκο αυτό, όπως και άλλους που ακολούθησαν ήθελε να δείξει στους θαυμαστές του ότι αποζητούσε την ελευθερία των καλλιτεχνικών επιλογών.

Στιγμιότυπο από το «Jailhouse Rock» του 1957 (Photo by Screen Archives/Getty Images)

Η Πρισίλα Πρίσλεϊ, με την οποία έμειναν παντρεμένοι από το 1967 έως το 1972 φέρνοντας στον κόσμο τη Λίζα Μαρί (1968 – 2023), λέει στο ίδιο ντοκιμαντέρ ότι ο σύζυγός της γνώριζε πως χάνει δύναμη με τις ταινίες όπου απλώς «το αγόρι κυνηγάει το κορίτσι». Ήθελε να εξελίσσεται, αλλά εγκλωβιζόταν στους περιορισμούς των συμβολαίων.

Το χειρότερο αίσθημα ήταν πως ο ίδιος είχε ξεκινήσει την επανάσταση του ροκ ‘ν’ ρολ, αλλά από ένα σημείο κι έπειτα έβλεπε το τρένο της να περνά. Σε αυτό επέβαιναν πλέον οι Beatles (με τους οποίους θα συναντηθεί μία φορά το 1965 στην έπαυλή του κατά τη δεύτερη αμερικανική περιοδεία τους), ο Μπομπ Ντίλαν, οι Rolling Stones και οι Beach boys, ενώ εκείνος έμενε μέσα στη φούσκα του Χόλιγουντ. Ήταν μόνος του και δεν υπήρχε κανείς ισάξιός του για να ζητήσει τη συμβουλή του. Ελάχιστοι άνθρωποι, άλλωστε, εισέρχονταν στο προσωπικό του σύμπαν.

Κάποια στιγμή χάνει οποιοδήποτε ενδιαφέρον για τη δισκογραφία, καθώς θεωρεί ότι η μουσική που ηχογραφεί δεν είναι ειλικρινής. Μέχρι που ακούει την Οντέτα να τραγουδάει τα τραγούδια του Ντίλαν, την εικόνα του οποίου λάτρευε (όχι τη φωνή του). Τα βράδια που μένει μόνος στο δωμάτιο μουσικής της Γκρέισλαντ, όταν όλοι κοιμούνται, παίζει μουσική και ειδικά το «Precious Lord».

Ο Ελβις στη θρυλική επανεμφάνισή του, Δεκέμβριο του 1968, στο πλατό του NBC (Photo by: Gary Null/NBCU Photo Bank/NBCUniversal via Getty Images via Getty Images)

Το 1966, λοιπόν, θέλει να επανέλθει και τότε αποφασίζει να βγάλει -και πάλι- γκόσπελ δίσκο με μείξη rock ‘n’ rol. Η πραγματική αποκάλυψη, ωστόσο, γίνεται με την τηλεοπτική εμφάνισή του στο NBC στις 3 Δεκεμβρίου 1968. Παρόλο που την τελευταία στιγμή διστάζει, ο σκηνοθέτης Στιβ Μπάιντερ τον παρακινεί να βγει στη σκηνή. Και αυτό που παρουσιάζει –χαλαρός και ντυμένος στα μαύρα δερμάτινα– αποδεικνύει το υλικό απ’ το οποίο είναι φτιαγμένοι οι κορυφαίοι σταρ. Το ίδιο συμβαίνει και στη ζωντανή εμφάνισή του στο Λας Βέγκας το 1969, ενώ το 1973 δίνει συναυλία στη Χαβάη ως ο πρώτος καλλιτέχνης η εμφάνιση του οποίου μεταδίδεται σε όλο τον κόσμο.

Η αντίστροφη μέτρηση

Υστερα από επτά χρόνια μακριά από τα τσαρτς, το τραγούδι «Suspicious minds» φτάνει στο Νο1 του αμερικανικού billboard την 1η Νοεμβρίου 1969 και σηματοδοτεί μία επαναφορά στη μουσική του καριέρα (μαζί με το σινγκλ «In the ghetto»). Εως το 1971 θα κυριαρχήσει στις πωλήσεις δίσκων -οι οποίες συνολικά αποτιμώνται πλέον στα 500 εκατομμύρια αντίτυπα. Η αντίστροφη μέτρηση θα ξεκινήσει μετά το διαζύγιο του, το 1972, και τη συνταγογράφηση βαρβιτουρικών, γεγονός που οδηγεί σε μια καρικατούρα του εαυτού του. Το βράδυ της Κυριακής, στις 26 Ιουνίου 1977, έδωσε την τελευταία του συναυλία στην Ιντιανάπολη –την 55η για εκείνη τη χρονιά. Παρά την κλονισμένη υγεία η παρουσία του και μόνο εξακολουθούσε να είναι αρκετή για να ξεπουλήσει σε όλη τη χώρα. Η δε ερμηνεία του στο «Are you lonesome tonight» πέρασε στην Ιστορία, μαζί με τις φωνές του πλήθους που σχεδόν σκέπασαν τα φωνητικά του.

Ιούνιος 1977, μια από τις τελευταίες του συναυλίες. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα άφηνε τον μάταιο τούτο κόσμο που τόσο ο ίδιος άλλαξε (Bettmann/Getty Images)

Πενήντα έξι ημέρες αργότερα γράφεται ο επίλογος. Το βράδυ της Τρίτης, 16 Αυγούστου 1977, ήταν προγραμματισμένο να πάει στο Μέμφις για την έναρξη μιας ακόμη περιοδείας. Εκείνο το απόγευμα, η σύντροφός του, Τζίντζερ Αλντεν, τον βρήκε αναίσθητο στο πάτωμα ενός μπάνιου. Οι προσπάθειες να τον συνεφέρουν απέτυχαν και ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε στις 3.30 το απόγευμα. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στην Γκρέισλαντ στις 18 Αυγούστου. Περίπου 80.000 άνθρωποι παρατάχθηκαν εν πομπή προς το νεκροταφείο Forest Hill, όπου ετάφη δίπλα στη μητέρα του.

Ο μύθος που ξεκινούσε μόλις είχε βρει το αξίωμά του στα λόγια του Τζον Λένον, ο οποίος ήθελε να δείξει πόσο επηρεάστηκαν οι επόμενες γενιές από τον άνθρωπο που ήθελε να ανακαλύπτει συνεχώς τη μουσική: «πριν από τον Ελβις δεν υπήρχε τίποτα».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...