918
|

Η κόκκινη Μήδεια

Avatar Νίκη Κόλλια 30 Ιουλίου 2013, 00:53

Η κόκκινη Μήδεια

Avatar Νίκη Κόλλια 30 Ιουλίου 2013, 00:53

Οι σπουδαιότερες παραστάσεις της παιδικής μου ζωής ήταν δικές του: Ιφιγένεια εν Ταύροις, Ελένη, Μήδεια. Όλες του Σπύρου Ευαγγελάτου με το Αμφι-Θέατρο και τη Λήδα Τασοπούλου να πρωταγωνιστεί. Όταν την πρωτοείδα, βγαλμένη από τη γη της τραγωδίας, μεθυστική και μυστηριώδη, να εμφανίζεται στη σκηνή, να κινεί σα γλάρος τα χέρια και μετά άπιαστη να τρέχει με ξέπλεκα μαλλιά, πίστεψα (για πολλά χρόνια, μπορεί και ακόμη) πως οι ηρωίδες του Ευριπίδη είχαν όλες τη δική της μορφή: γήινες, απτές και κατανοητές και ξαφνικά απόκοσμες σα γυάλινες και ύστερα μαγεμένες σε έκσταση, ένα φοβερό μάγμα θερμότητας και μυστηριώδους πάθους, ύλης και πνεύματος, αχαλίνωτες και ελεύθερες να ρέουν προς έναν άλλο κόσμο. 

Μήδεια, Ιούλιος 2013. Δώδεκα χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη Μήδεια του Αμφι-Θεάτρου, το θεατράκι της Αρχαίας Ήλιδας γέμισε από νωρίς με κόσμο. Κάτι καλοκαίρια πριν την αποκατάσταση του αρχαιολογικού χώρου και την κατασκευή αυτού του νέου ξύλινου θεάτρου πλάι στα νερά του Πηνειού, στρωνόμασταν στις πλαγιές του χωμάτινου κοίλου και εκεί, ανάμεσα στα απομεινάρια του αρχαίου θεάτρου και τα ξερά χορτάρια, πάνω σε μαξιλάρια και κουρελούδες, απολαμβάναμε σχεδόν ξαπλωμένοι τις παραστάσεις του φεστιβάλ.

Απόψε, δίχως ένα αστέρι στον ουρανό, με μοναδικό ήχο τα μακρινά γαβγίσματα σκυλιών, τις καλαμιές και τα τζιτζίκια του αρχαιολογικού χώρου, τα φώτα σβήνουν, τα κινητά κλείνουν, το τοπίο μεταμορφώνεται και η παράσταση ξεκινά.

Πάνω σε δύο μεταλλικά γκρι πλατύσκαλα που οδηγούν στον ίδιο γκρι κύβο του ήλιου, με αποτυπωμένη πάνω στο γυαλί του τη μορφή ενός αναγεννησιακού μωρού μπλεγμένου στα πόδια μεγάλων ανθρώπων (σα τμήμα σκηνής σαρκοφάγου), δημιούργημα του Γιώργου Πάτσα, ξεκινά η ιστορία της φετινής Μήδειας. Με αντρική διανομή και τη χρήση μάσκας, που αφήνει ακάλυπτο το μισό κάτω μέρος του προσώπου των ηθοποιών και σε κάνει να παρατηρείς σχεδόν λαίμαργα (και σε απόσταση αναπνοής) στόματα, μάτια, συσπάσεις και κινήσεις, το κείμενο του Ευριπίδη στην έξοχη μετάφραση του Γεωργουσόπουλου, αρθρώνεται λέξη-λέξη σαν οδηγός, σα να διδάσκεται στους θεατές την ώρα του παιξίματος.

Στο τέλος της τραγωδίας ο Ιάσονας θα ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της γυναίκας του μονάχα ως πράξη ενός «αλάστορος», ενός δαίμονα, δηλαδή, που δημιουργήθηκε από χυμένο αίμα που δεν έχει εξαγνισθεί, μα η διδασκαλία του Σπύρου Ευαγγελάτου θα κατορθώσει να αναδείξει άλλες αναγώσεις του έργου, νοήματα πέρα από το ερωτικό υπόβαθρο του κυρίαρχου ζεύγους. Οι άνδρες και οι γυναίκες του Ευριπίδη αντιμετωπίζονται στην παράσταση του Ευαγγελάτου γυμνοί, πέρα από φύλα, ως άνθρωποι που τους βαραίνει το μυστήριο του κακού, όχι ως ένα φοβερό ξένο που προσβάλλει το λογικό τους απ’ έξω, αλλά ως ένα μέρος του ίδιου τους του εαυτού, σαν κάτι οικείο και πλήρες, χαρακτηριστικό της ίδιας της φύσης του ανθρώπου. Κι ανάμεσα στον στατικό χορό και τις χρυσές σβούρες ενός άλλου κόσμου, δύο διαφορετικά πολιτισμικά ήθη θα συγκρουσθούν, η Δύση με την Ανατολή, ο λόγος με το ένστικτο, η φύση με την απληστία και τα πάθη. 

Πάνω σε αυτή τη διδασκαλία για την ανθρώπινη φύση, τα λάθη και τα δεινά της, ο Κιμούλης έχτισε λέξη προς λέξη τη δική του Μήδεια. Μορφή αδικημένη και απομονωμένη σε ξένη και εχθρική πόλη, η Μήδειά του συνθέτει στη αρχή ένα πορτραίτο σχεδόν υπερανθρώπινο που αντιτίθεται έντονα με τα πρόσωπα του σπιτιού και του παθητικού χορού. Μα καθώς ωριμάζει μέσα της κλιμακωτά η απόφαση να σκοτώσει ως και τα παιδιά της -το σπέρμα του άπληστου άνδρα- η Μήδεια του Κιμούλη γίνεται και η ίδια όλο και πιο ανθρώπινη, ακόμη κι αν η τρυφερότητα και τα συναισθήματά της προορίζονται να ηττηθούν και ας πολεμάει στο τέλος μονάχα τον εαυτό της.

Διάβασα με προσοχή πολλές κριτικές της παράστασης και θέλω να σταθώ με σεβασμό στο σχόλιο του κυρίου Αλέξη Καραγεωργίου σε πρόσφατο άρθρο του Γιάννη Παπαδημητρίου για την παράσταση .
Με τίτλο «Μήδεια εν κύβω» ο κύριος Καραγεωργίου γράφει -συμπυκνώνοντας άψογα κατά τη γνώμη μου την ουσία της παράστασης- μεταξύ άλλων, ότι «Το πιο σημαντικό στοιχείο της παράστασης είναι ότι ο εγκεφαλικός κ. Κιμούλης έδρασε καταλυτικά, ώστε να παραχθεί μέσα από μια μαγματική διεργασία -συνεργασία βασαλτικού χρώματος, γκρίζας ασαφούς λογικής, το πολυεδρικής έμπνευσης κρυσταλλο-μεταλλικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα αλά Hans Haacke και cube architecture, που συμπυκνώνει κατά τον καλύτερο τρόπο τις απόψεις όλων των συντελεστών-παραγόντων μιας τέτοιας προσέγγισης για την τραγωδία της ετερότητας που είναι η κόκκινη από το αίμα Μήδεια, που ξεκινάει στον Πλατωνικό Φίληβο, πατάει στον Νεοπλαστικισμό του Mondrian, τις αφαιρέσεις του Malevich και στα κλειδιά, ευκλείδεια και μη των Γεωργουσόπουλου/Ευαγγελάτου…». 

Με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη οι σκέψεις του. Η κόκκινη από το αίμα Μήδεια του Κιμούλη, πλάσμα του μυαλού, εγκεφαλική και σκεπτόμενη, ξένη σε άξενο αγρό, δύσκολη να αφομοιωθεί από τα αλλότρια και αφιλόξενα ήθη, τιμωρεί την απληστία του κυνικού απάνθρωπου ανθρώπου της. Διαβάζοντας το σημείωμα του Γιώργου Κιμούλη στο πρόγραμμα της παράστασης, πιστεύω πως κατόρθωσε να παίξει ακριβώς όσα γράφει. Πως «[η Μήδεια] είναι η ίδια η Φύση που ενδύθηκε το προσωπείο ενός ανθρώπου και κάποια στιγμή το προσωπείο έπεσε γιατί αυτός που βρισκόταν απέναντί της δεν τη σεβάστηκε […] πίστεψε ότι από κατασκευαστής έγινε δημιουργός. Θεοποίησε το εαυτό του…». Στο τέλος της παράστασης άνθρωποι όρθιοι τον χειροκροτούσαν για ώρα και εκείνος χαιρόταν με μια χαρά κατάδική του, θα τολμούσα να πω μοναχική.

Όλα θα ήταν καλά με την παράσταση, αν κατά τη διάρκειά της δεν έφερνα συνεχώς στο μυαλό μου τη μορφή της Μήδειας της Λήδας Τασοπούλου, να επιστρέφει στην ηλιακή της καταγωγή, στη µυστήρια Ανατολή, στην απελπισία και τη μοναξιά, άγρια, ελεύθερη, ανυπότακτη. Άδικο για το παίξιμο του Κιμούλη μια τέτοια αθέλητη σύγκριση, μα πιο άδικο για εκείνη που χάθηκε νωρίς και δεν θα ξανάρθει ποτέ πια, όσες Μήδειες και αν περάσουν.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News