Πιρς Μπρόσναν: «Το δικό μου τοπίο ήταν οι Pink Floyd – Ημουν χίπης»
Πιρς Μπρόσναν: «Το δικό μου τοπίο ήταν οι Pink Floyd – Ημουν χίπης»
Υποδύθηκε τον πέμπτο στη σειρά Τζέιμς Μποντ, τον Σαμ Κάρμαϊκλ, έναν από τους τρεις πιθανούς μπαμπάδες της κόρης της Ντόνα (Μέριλ Στριπ) στην πολύ επιτυχημένη «Mamma Mia!» (2008) της Φιλίντα Λόιντ, και τον μαφιόζο Κόνραντ Χάριγκαν στο «Mobland», την επιτυχημένη σειρά του Γκάι Ρίτσι, που προβάλλεται στο CosmoteTV. Και τώρα Πιρς Μπρόσναν είναι ο Ρον, ένας από τους τέσσερις συνταξιούχους στο «The Thursday Murder Club» του Κρις Κολόμπους, οι οποίοι διασκεδάζουν λύνοντας παλιές ανεξιχνίαστες υποθέσεις δολοφονιών. Τα πράγματα όμως σοβαρεύουν όταν εμφανίζονται νέα πτώματα…
Ο 72χρονος Μπρόσναν, ο οποίος μεγάλωσε στην ιρλανδική πόλη Νέιβαν και σήμερα μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στα σπίτια του στη Χαβάη ή το Μαλιμπού, βρέθηκε στο Λονδίνο για την πρεμιέρα της νέας ταινίας του, που άρχισε ήδη να προβάλλεται στο Netflix και στην οποία συμπρωταγωνιστεί με την Ελεν Μίρεν, τη Σίλια Ιμρε και τον Μπεν Κίνγκσλεϊ.
Και στο πλαίσιο της προώθησής της, μίλησε με τον Ράιαν Γκίλμπι της εφημερίδας The Guardian. Η συνέντευξη έγινε μάλιστα, ενώ περπατούσαν οι δυο τους στην περιοχή του βόρειου Λονδίνου όπου ο ιρλανδικής καταγωγής ηθοποιός έκανε τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα.
Πράκτορας και αρχιμαφιόζος
«Θυμάσαι εκείνη τη σκηνή στο “Mobland”, που έχω το πόδι μου στο λαιμό ενός τύπου και ο Τομ Χάρντι πυροβολεί τους πάντες;», ρωτάει ο Μπρόσναν, αναφερόμενος στη νέα σειρά στην οποία αυτός και η Ελεν Μίρεν παίζουν τους αρχηγούς μιας μαφιόζικης οικογένειας στο Λονδίνο. «Τη γυρίσαμε ακριβώς εδώ», λέει δείχνοντας την είσοδο μιας ψαραγοράς, σε ένα έρημο δρομάκι. Μια γυναίκα με άσπρες γαλότσες πλένει με τη μάνικα. Ο ηθοποιός την χαιρετάει, εκείνη σταματάει για λίγο να ρίχνει νερά και του χαμογελάει, αλλά είναι προφανές ότι δεν τον αναγνωρίζει.
Η πρώτη τους στάση έγινε σε λίγο στο Camden Arts Projects, τη διατηρητέα πρώην εκκλησία των Μεθοδιστών, που κάποτε ήταν η έδρα του Drama Centre London. Σήμερα είναι ένας χώρος εκθέσεων και προβολών, αλλά ο Μπρόσναν βρίσκει μέσα την ίδια σκηνή, όπου πέρασε με επιτυχία από οντισιόν πάνω από μισό αιώνα πριν. Ανεβαίνει επάνω με μεγάλα βήματα και κοιτάζει γύρω του την απέραντη λευκή αίθουσα, ατενίζοντας ψηλά τα άδεια μπαλκόνια σαν να οραματίζεται τα φαντάσματα του παλιού κοινού. «Το να έρθω εδώ με έκανε αυτό που είμαι», λέει.
Τα άσπρα μαλλιά του είναι χτενισμένα προς τα πίσω, είναι κομψός και μαυρισμένος. Το 1973, ωστόσο, τη χρονιά της οντισιόν, η εμφάνισή του ήταν πολύ διαφορετική, με μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους, γένια και σκουλαρίκι. Οταν έφτασε στο Drama Centre, είχε ήδη αρκετά χρόνια εμπειρίας στο πειραματικό θέατρο, στο Ovalhouse, τώρα Brixton House, στο Κένινγκτον. Εκείνη η περίοδος στo περιθώριο επηρέασε την τωρινή ερμηνεία του «κόκκινου» Ρον, του πρώην συνδικαλιστή στο «Thursday Murder Club». «Αναγνώρισα τον Ρον λόγω των ημερών μου στο θέατρο δρόμου και την προπαγάνδα. Θεατρικές ομάδες που έπαιζαν έξω από το εργοστάσιο της Ford, όλα αυτά τα πράγματα», λέει στον Guardian.
Tου έλειπε, ωστόσο, η επίσημη εκπαίδευση. Αρχικά, έκανε οντισιόν για μια άλλη δραματική σχολή, τη Webber Douglas: «Ημουν τόσο νευρικός που έπεσα από τη σκηνή. Ετσι, όταν έφτασα στο Drama Centre, σκέφτηκα: “Πρόσεχε, Μπρόσναν”», θυμάται. Οπλισμένος με έναν μονόλογο από τον «Μάκβεθ», εντυπωσίασε τον συνιδρυτή της σχολής υποκριτικής, Κρίστοφερ Φέτς, ο οποίος έγινε δάσκαλός και μέντοράς του. Ο Φέτς, ο οποίος πέθανε πέρυσι σε ηλικία 94 ετών, είπε κάποτε ότι ήταν «σοκαριστικό» το γεγονός ότι ο Μπρόσναν άφησε το θέατρο για τον κινηματογράφο. Επιπλέον, θεωρούσε ότι ο Τζέιμς Μποντ ήταν «κάπως κατώτερος» από το ταλέντο του Μπρόσναν.
Ο ηθοποιός παραδέχεται το πρώτο σημείο. «Ο Κρίστοφερ ήθελε να παίζω σε άγνωστα θεατρικά έργα του 19ου αιώνα, αλλά το δικό μου όνειρο ήταν πάντα ο κινηματογράφος», λέει. Ο Ντάνιελ Κρεγκ, ο διάδοχος του Μπρόσναν ως 007, επέστρεψε στο θέατρο. «Εντυπωσιάστηκα που ο Ντάνιελ είχε το θάρρος να επιστρέψει εκεί έξω. Σκέφτηκα, “Γιατί δεν το έκανα εγώ;” Πρέπει να το θέλεις πραγματικά, κι εγώ δεν το ήθελα», παραδέχεται.
Είχε δίκιο ο Φετς που θεωρούσε τον Μποντ κατώτερό του; «Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους του Κρίστοφερ. Αλλά ευχαριστώ τον Θεό για τον Μποντ. Μου έδωσε μακροζωία. Μου έδωσε τον κόσμο από πολλές απόψεις», απαντάει.
Ο Μπρόσναν έπαιξε τον Μποντ τέσσερις φορές, ξεκινώντας με την εντυπωσιακή «Επιχείρηση χρυσά μάτια» (1995). Δύο χρόνια αργότερα εμφανίστηκε στο «Αύριο δεν πεθαίνει ποτέ» (1997), ακολούθησε «Ο κόσμος δεν είναι αρκετός» (1999) και τελευταία του ταινία ως 007 ήταν το «Πέθανε μια άλλη μέρα» (2002).
Στο μεταξύ αντιμετώπισε μια μοναδική πρόκληση: ήταν ο πρώτος ηθοποιός που κλήθηκε να λογοδοτήσει για τις σοβινιστικές αμαρτίες των προηγούμενων Μποντ. Στη δική του ενσάρκωση έπρεπε να διατηρήσει τον ηρωισμό του χαρακτήρα και ταυτόχρονα να καταπιεί την περηφάνιά του.
Ο Μποντ είχε εμφανιστεί στη ζωή του Μπρόσναν πριν τον υποδυθεί, θυμάται. Τον Σεπτέμβριο του 1964 πήγε με τον πατριό του στο σινεμά ABC του Πούτνεϊ στον νοτιοδυτικό Λονδίνο για να δουν τον «Χρυσοδάκτυλο». Τον προηγούμενο μήνα, ο 11χρονος Μπρόσναν είχε επανενωθεί με τη μητέρα του, αφού μέχρι τότε ζούσε με συγγενείς στην Ιρλανδία, ενώ εκείνη ολοκλήρωνε την εκπαίδευσή της στη νοσηλευτική στο Λονδίνο. «Αργότερα ανακάλυψα ότι ο Ιαν Φλέμινγκ πέθανε τον Αύγουστο, τον ίδιο μήνα που ήρθα εδώ», θυμάται.
Η βοήθεια του μεγάλου αμερικανού θεατρικού συγγραφέα
Η επόμενη στάση του δημοσιογράφου του Guardian και του Πιρς Μπρόσναν ήταν στο Roundhouse, χώρο ζωντανής μουσικής και πρώην θέατρο όπου τον Ιούνιο του 1977, ο ηθοποιός πρωταγωνίστησε στην βρετανική πρεμιέρα της παράστασης «The Red Devil Battery Sign» («Το Σημάδι του Κόκκινου Διαβόλου») του Τενεσί Ουίλιαμς. Ο θεατρικός συγγραφέας προώθησε προσωπικά τον Πιρς Μπρόσναν, που αρχικά ήταν αναπληρωματικός, «Την πρώτη βραδιά, μου έστειλε ένα τηλεγράφημα: “Ευχαριστώ τον Θεό για σένα, αγαπητό μου αγόρι. Με αγάπη, Τενεσί Ουτίλιαμς”». Πρέπει να το έκανε ως αποζημίωση για το όνομά του που είχε γραφτεί λάθος στις αφίσες ως «Πιρς Μπρόσμαν», του λέει ο Ράιαν Γκίλμπι και ο ιρλανδικής καταγωγής ηθοποιός απαντά με ένα πικρό γέλιο.
«Θυμάμαι ότι ένα βράδυ μετά το τέλος της παράστασης έπεσα πάνω στον Τενεσί», λέει ο Μπρόσναν καθώς περιπλανιούνται με τον Γκίλμπι στο φουαγιέ. «Δεν μπορούσε να βρει την έξοδο του θεάτρου, οπότε με κράτησε από το μπράτσο και τον συνόδεψα μέχρι τον οδηγό του». Ο Ουίλιαμς πέθανε έξι χρόνια αργότερα, στα 71 του. «Του άρεσε το ποτό. Πήγαινες στο σπίτι του το βράδυ και όλοι τον θαύμαζαν ενώ μας διασκέδαζε με τις λυρικές ιστορίες του», λέει και μετά από μια μικρή παύση προσθέτει: «Δεν θυμάμαι καμία από αυτές γιατί κι εγώ έπινα».
Το «Σημάδι του Κόκκινου Διαβόλου» ανέβηκε ακριβώς μια εβδομάδα μετά την κυκλοφορία του «God Save the Queen», του δεύτερου single των Sex Pistols. «Το πανκ δεν ήταν το στοιχείο μου», λέει. «Μέρος του δικού μου τοπίου μάθησης και μεταμόρφωσης ήταν οι Pink Floyd. Ημουν χίπης», αποκαλύπτει. Ο Μπρόσναν φοράει στον λαιμό του μια σειρά από χάντρες που μπορεί να είναι ή να μην είναι εκείνες που του έδωσε ένας μοναχός πριν από 15 χρόνια κατά τη διάρκεια μιας άσχημης αναταραχής μέσα σε ένα ιδιωτικό αεροπλάνο.
Για να ολοκληρωθεί η συνέντευξη, κατευθύνονται σε ένα καφέ στο κοντινό Πριμρόουζ Χιλ. Κάθονται σε ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο.
Οταν ο Μπρόσναν «μαχαίρωσε» τον Πολ Φρίμαν
Η συζήτηση στρέφεται και πάλι στο «The Thursday Murder Club». Ο Κρις Κολόμπους τον είχε σκηνοθετήσει και στις ταινίες «Κυρία Νταπφάιρ» (1993) και «Ο Πέρσι Τζάκσον και οι Ολύμπιοι: Η κλοπή της Αστραπής» (2010), αλλά ο Μπρόσναν δεν είναι ακόμα σίγουρος γιατί τον σκέφτηκε για τον ρόλο του Ρον. «Ο Κρις είπε απλώς: “Αφησε γενειάδα”. Και το έκανα», λέει.
Ωστόσο, ο Κολόμπους δεν είναι ο μόνος από το κινηματογραφικό παρελθόν του Μπρόσναν στη νέα ταινία. Δεκαετίες πριν από το «MobLand», αυτός και η Μίρεν εμφανίστηκαν στο «Βρώμικο Σαββατοκύριακο» («The Long Good Friday», 1980), αν και δεν μοιράστηκαν καμία σκηνή. Ο Μπρόσναν και ο Πολ Φρίμαν, όμως, που υποδύεται τον κτηνίατρο η γυναίκα του οποίου πεθαίνει στο «Thursday Murder Club», έχουν «προηγούμενα» -όπως θα έλεγαν ηθοποιοί του Ηστ Εντ-, σε εκείνο το γκανγκστερικό θρίλερ του Τζον Μακένζι. «Ηταν η πρώτη μου ταινία», αναστενάζει ο Μπρόσναν, «Δεν μου έδωσαν σενάριο. Ο ατζέντης μου είπε: “Πήγαινε στο Λιούισαμ Μπαθ και πάρε μαζί σου το μαγιό σου”. Και εκεί ήταν ο Πολ».
Και τώρα το «Thursday Murder Club» τους φέρνει για πρώτη φορά από τότε που ο Μπρόσναν είχε το θράσος να μαχαιρώσει τον Φρίμαν μέχρι θανάτου μέσα στην πισίνα. Επίσης, ο Μπρόσναν φοράει πάλι το μαγιό του, αλλά αυτή τη φορά για ένα μάθημα αεροβικής στο νερό με την μουσική υπόκρουση του «Disco Inferno» (1976) των Trammps. «Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι στο “Βρώμικο Σαββατοκύριακο” δίνω μια από τις καλύτερες ερμηνείες μου», λέει σκεφτικός. Μήπως επειδή δεν έχει καθόλου ατάκες; «Ακριβώς! Μην μου δίνεις ατάκες. Απλά πες μου: κοίτα αριστερά την κάμερα, κοίτα την κάμερα δεξιά». Και μελαγχολεί. «Ναι. Αυτός είμαι εγώ. Ο μελαγχολικός Μπρόσναν».
Ισως οι πιο έξυπνες κινήσεις του Μπρόσναν κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Μποντ ήταν οι συνετές επιλογές του με τις ταινίες του 007. Το κεφάλι του κόπηκε στην κωμωδία «Ο Αρειανοί επιτίθενται» (« Mars Attacks!», 1996) και φίλησε τη Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, η οποία είχε το δικό της κολλημένο σε ένα τσιουάουα… Στη συνέχεια, έδειξε τα οπίσθιά του στη Ρενέ Ρούσο και εκείνη τον περιέλουσε με σαμπάνια, στην «Υπόθεση Τόμας Κράουν» (1999) -το έξυπνο και κομψό ριμέικ της ταινίας του Νόρμαν Τζούισον του 1968-, και ήταν χαρούμενα αναξιόπιστος ως διεφθαρμένος πράκτορας της MI6 στον «Ράφτη του Παναμά» του 2001.
Ο αείμνηστος κριτικός του βρετανικού Observer, Φίλιπ Φρεντς, θεωρούσε τον Μπρόσναν «καλύτερο στην άξεστη, βρώμικη γοητεία παρά στην εκλεπτυσμένη συμπεριφορά». Αυτό σήμαινε ότι είχε λιγότερα «βάρη» να ξεφορτωθεί μετά το «Πέθανε μια άλλη μέρα». Ο κόσμος ήξερε ήδη ότι ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό σμόκιν που περπατούσε. Πολύ έξυπνο, κύριε Μποντ.
Στην πραγματικότητα, αυτή είναι μια από τις συμβουλές του Πιρς Μπρόσναν για όποιον αναλάβει να παίξει τον ρόλο στο μελλον. «Είναι απαραίτητο να είσαι δημιουργικός εκτός του Μποντ», παρατηρεί. Κάποια άλλη συμβουλή; «Βρες έναν καλό δικηγόρο», τονίζει.
Ο εκλεκτικισμός του συνεχίστηκε, είτε αυτό σημαίνει να βάφει τα νύχια των ποδιών του ως ξεπεσμένος εκτελεστής στη μαύρη κωμωδία «The Matador» (2005), είτε να τραγουδάει με όλη του τη δύναμη στο «Mamma Mia!» (2008) ή να επιστρέφει στις μυστικές υπηρεσίες, ως αφεντικό πλέον και όχι σαν απλός στρατιώτης, στο πνευματώδες θρίλερ του Στίβεν Σόντερμπεργκ «Σκιές στο σκοτάδι» («Black Bag», 2025) στο οποίο «γάβγιζε» στον Μάικλ Φασμπέντερ και είχε έντονη χημεία με την Κέιτ Μπλάνσετ.
Μιλώντας για αυτό, λέει στον Γκίλμπι, «δεν ήταν εκπληκτική η Μπλάνσετ στην πρόσφατη παραγωγή του “Γλάρου” στο Μπάρμπικαν;». Και προσθέτει: «Εμεινα έκθαμβος! Ο φίλος, που ήταν μαζί μου, είπε: “Πρέπει να πας να τη συγχαρείς. Θα ξέρει ότι είσαι εδώ”. Έτσι μπήκαμε στην ουρά. Αλλά υπήρχε ασφάλεια, δεν άφηναν κανέναν να περάσει. Ο τύπος στην πόρτα ρώτησε “Είσαι στη λίστα;” Ο φίλος μου του είπε: “Είναι ο Πιρς Μπρόσναν!” Υπήρχαν τουρίστες που με φωτογράφιζαν. “Συγγνώμη, φίλε. Δεν είσαι στη λίστα. Δεν μπορείς να μπεις”. Ο φίλος μου άρχισε να αγανακτεί. Είπα: “Φεύγουμε”. Αντ’ αυτού έστειλα στην Κέιτ ένα σημείωμα. Κι εκείνη καταντράπηκε».
Οι φύλακες ασφαλείας και οι ιχθυοπώλες μπορεί να μην τον αναγνωρίζουν, γράφει τέλος ο δημοσιογράφος του Guardian. Αλλά μόλις ο ηθοποιός έφυγε βιαστικά για το επόμενο ραντεβού του, μια οικογένεια αμερικανών τουριστών φωνάζει με θαυμασμό στον Ράιαν Γκίλμπι, καθώς πλήρωνε τον λογαριασμό: «Ο Πιρς Μπρόσναν ήταν; Ουάου!». Απόδειξη ότι το αστέρι του δεν έχει σβήσει, γράφει ο Γκίλμπι. Μακάρι να ήταν εκεί για να το απολαύσει…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
