Η Wall Street Journal για την Google και την αμεροληψία των ακαδημαϊκών ερευνών/ Το Pew Research για τον διαδικτυακό εκφοβισμό/ Οι New York Times για την επικράτηση των Ιρανών έναντι των Αμερικανών στο Ιράκ/ Και το BBC…
  • The Wall Street Journal

    Η Google στο εδώλιο/ Εξαγοράζει συνειδήσεις;

    Εκατομμύρια δολάρια για τη χρηματοδότηση επιστημόνων και λοιπών ειδικών. Ενδεχομένως να προκαλεί εντύπωση αλλά στη προκειμένη περίπτωση είναι, σίγουρα, αληθινό. Ο ξεκάθαρος στόχος της Google ήταν να επηρεάσει την κοινή γνώμη αλλά και τους αμερικανούς και ευρωπαίους νομοθέτες, προς όφελός της, φυσικά, υποστηρίζει το Campaign for Accountability (CfA) που εδρεύει στις ΗΠΑ. Την περίοδο 2005-2017, όπως αποκαλύπτει ένα, πραγματικά, εντυπωσιακό ρεπορτάζ στο διεθνή Τύπο –τόσο στην Wall Street Journal όσο και στον Guardian– ο διαδικτυακός (και όχι μόνο) κολοσσός πρόσφερε αφειδώς έναν πακτωλό χρημάτων σε πλειάδα ακαδημαϊκών που εργάζονται σε μερικά από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου – στο Στάνφορντ, το Μπέρκλεϊ, το Χάρβαρντ, το ΜΙΤ, την Οξφόρδη, το Εδιμβούργο και την Οικονομική Σχολή του Βερολίνου. Ο στόχος; Να καταλήξουν, μέσω των όποιων ερευνών και μελετών τους σε συμπεράσματα ευνοϊκότατα για τα συμφέροντα της καλιφορνέζικης πολυεθνικής όσον αφορά τους κανόνες κατά της πειρατείας και την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία. Τουλάχιστον οι μισοί, από τους κάθε άλλο παρά αμερόληπτους ακαδημαϊκούς, πληρώθηκαν απευθείας από την Google ενώ οι υπόλοιποι ανταμείφθηκαν για την προσφορά τους μέσω ερευνητικών ομάδων ή ιδρυμάτων που χαίρουν της στήριξης της «Big G». Οι ευγενικές χορηγίες –από 5.000 έως 400.000 δολάρια– δεν κοινοποιήθηκαν στο 66% των περιπτώσεων και η WSJ επικαλείται πρώην εργαζόμενο της εταιρείας σύμφωνα με τον οποίο, στην πράξη, η Google ετοίμαζε μια λίστα με ερευνητικά προγράμματα, έχοντας ήδη καθορίσει ήδη «τίτλους εργασίας και προϋπολογισμό», και αναζητώντας, στη συνέχεια, τους ειδικούς διατεθειμένους να επιβεβαιώσουν όλα όσα αποφάσισαν πως πρέπει να ισχύουν οι επιτελείς της Mountain View. Ο Ντάνιελ Στίβενς, εκτελεστικός διευθυντής της CfA, δεν μασάει τα λόγια του: «Η Google χρησιμοποιεί τον τεράστιο πλούτο της και την ισχύ που διαθέτει για να επηρεάζει πολιτικούς κάθε επιπέδου». 

    Η κατηγορία προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Λέσλι Μίλερ, υπεύθυνου δημόσιας πολιτικής της Google, o οποίος έσπευσε να υπογραμμίσει ότι «η στήριξή μας προς τις βασικές αρχές ενός Διαδικτύου ανοιχτού προς όλους είναι αποδεκτές από πληθώρα ακαδημαϊκών και ιδρυμάτων που έχουν μια μακρά ιστορία όσον αφορά την έρευνα, τα διπλώματα ευρεσιτεχνιών και την ελευθερία του λόγου. Αποτελεί ειρωνεία το ότι η CFA κάνει λόγο για διαφάνεια ενώ είναι μια ομάδα που δεν αποκαλύπτει τους χρηματοδότες της. Μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Oracle η οποία διεξάγει μια ξεκάθαρα τεκμηριωμένη εκστρατεία άσκησης παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης εναντίον μας». «H Google αντιδρά στις επικρίσεις, πάντα με τον ίδιο τρόπο. Αλλά στην πραγματικότητα συμμετέχει στο ίδιο πρωτάθλημα με τους γίγαντες του πετρελαίου και του καπνού», απάντησε η CFA.

    Η φιγούρα ενός διαβάτη διακρίνεται ενώ περνάει μπροστά από τα γραφεία της Google στο Κέιμπριτζ της Μασσαχουσέτης. Φωτογραφία: REUTERS/ BrianSnyder
  • Pew Research

    Διαδικτυακές προσβολές/ Ποιοι πληγώνονται περισσότερο;

    Το 41% των Αμερικανών έχει υποστεί παρενοχλήσεις στο Διαδίκτυο αλλά φαίνεται πως ο συναισθηματικός αντίκτυπος γίνεται αισθητός με τρόπο διαφορετικό από τους άνδρες και τις γυναίκες. Μέσω έρευνας που πραγματοποίησε το Pew Reserach Center εξετάζοντας διάφορες μορφές διαδικτυακής παρενόχλησης όπως οι προσβολές, η εξύβριση και οι απειλές, αποκαλύφτηκε πως το 35% των γυναικών που βρέθηκαν αντιμέτωπες με ανάλογα περιστατικά  χαρακτήρισαν την όλη εμπειρία «πολύ» ή «ιδιαίτερα» ενοχλητική. Μεταξύ των ανδρών, ωστόσο, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 16%. Η έρευνα ανέδειξε επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά την ερμηνεία του εν λόγω ζητήματος ως πρόβλημα που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Το 70% των γυναικών εκλαμβάνει το διαδικτυακό bullying ως ένα ιδιαίτερο σοβαρό θέμα ενώ οι άνδρες εμφανίζονται περισσότερο ανεκτικοί με το 54% να θεωρεί πως πρόκειται περί προβλήματος που αφορά τη δημόσια σφαίρα. Την ίδια ώρα, το 63% των γυναικών δήλωσε πως επιθυμεί να αισθάνεται ασφάλεια όταν βρίσκεται στο Διαδίκτυο με τους άνδρες να δίνουν περισσότερη έμφαση στην δυνατότητα να επικοινωνούν ελεύθερα (56% έναντι 36% των γυναικών) δίχως τους όποιους ελέγχους και περιορισμούς.

    Σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων υπάρχουν και όσον αφορά την πρόληψη και την αντιμετώπιση των διαδικτυακών παρενοχλήσεων. Εάν αποτελεί γεγονός ότι οι γυναίκες επαφίενται περισσότερο στον νόμο (36% έναντι 24%), οι άνδρες βασίζονται στις όποιες κοινωνικές πολιτικές αλλά και στα μέσα που προσφέρονται από τις ίδιες τις εταιρείες παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών (39% έναντι 31%). Οι γυναίκες περισσότερο από τους άνδρες (46% έναντι 39%) πιστεύουν επίσης πως οι δυνάμεις επιβολής του νόμου δεν αντιμετωπίζουν σοβαρά τα περιστατικά διαδικτυακής παρενόχλησης. Αλλά η κατάσταση αντιστρέφεται όταν πρόκειται περί προσβολών καθώς είναι οι άνδρες αυτοί που αισθάνονται περισσότερο θιγμένοι (30% έναντι 23%). Οι άνδρες δέχονται επίσης σε μεγαλύτερο ποσοστό απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητάς τους (12% έναντι 8%). Αναμενόμενα, οι γυναίκες δέχονται σε μεγαλύτερο ποσοστό παρενοχλήσεις σεξουαλικής φύσης: το 21% των γυναικών ηλικίας από 18 έως 29 ετών δήλωσε πως υπέστη κάποια μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης έναντι 9% μεταξύ των νεαρών ανδρών. Τέλος, το 53% των γυναικών αποκάλυψε πως έλαβε εικόνες σεξουαλικού περιεχομένου με το ποσοστό στους άνδρες να περιορίζεται στο 37%.

    Τα δύο φύλα διαφέρουν σημαντικά και όσον αφορά το διαδικτυακό bullying. Φωτογραφία: Tumblr
  • New York Times

    To Ιράν κυριαρχεί πλέον στο Ιράκ χάρη στους... Αμερικανούς

    Σχεδόν σε όλα τα super market του Ιράκ τα ράφια είναι γεμάτα με προϊόντα –γάλα, γιαούρτια, κοτόπουλα– από το Ιράν. Όπως και σχεδόν όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί προβάλλουν εκπομπές και προγράμματα φιλικά προς τη χώρα των Αγιατολάδων. Ανεγείρεται ένα νέο κτίριο; Κατά πάσα πιθανότητα τα υλικά θα προέρχονται επίσης από το Ιράν. Και όταν οι νεαροί Ιρακινοί καταφεύγουν στα ναρκωτικά, τα παράνομα χάπια που καταναλώνουν είναι και αυτά ιρανικής προέλευσης. Και όλα αυτά –αναφέρουν σ’ ένα εκτενές ρεπορτάζ οι New York Times–  δεν περιγράφουν ούτε στο μισό την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη χειμαζόμενη από τους διαρκείς πολέμους και την ισλαμιστική τρομοκρατία χώρα. Ανά την ιρακινή επικράτεια, υποστηριζόμενες από το Ιράν πολιτοφυλακές κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να ανοίξουν έναν διάδρομο για τη μεταφορά όπλων αλλά και ανδρών σε προσκείμενες στην Τεχεράνη δυνάμεις που επιχειρούν στο Λίβανο και τη Συρία. Και στα κέντρα εξουσίας της Βαγδάτης, ακόμα και οι πιο ανώτεροι πολιτικοί βρίσκονται στις όποιες θέσεις κατέχουν με τις ευλογίες της ιρανικής ηγεσίας. Και σύμφωνα με την νεοϋορκέζικη εφημερίδα την ευθύνη γι’ αυτήν τη νέα τάξη πραγμάτων στο Ιράκ τη φέρουν σχεδόν αποκλειστικά οι Αμερικανοί.

    Όταν οι ΗΠΑ εισέβαλαν στη χώρα πριν από 14 χρόνια με στόχο την απομάκρυνση του Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία, θεώρησαν πως το Ιράκ θα μπορούσε να αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο για τη δημιουργία μιας δημοκρατικής και φιλικής προς τη Δύση Μέσης Ανατολής. Για τον σκοπό αυτό έχασαν τη ζωή τους 4.500 Αμερικανοί ενώ δαπανήθηκαν περισσότερα από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Οι Ιρανοί, ωστόσο, έτοιμοι πάντα να υπερασπιστούν με κάθε θυσία τα συμφέροντά τους, διέκριναν μια ευκαιρία να μετατρέψουν τον πρώην θανάσιμο εχθρό τους σ’ένα εξαρτημένο κράτος το οποίο θα αποτελούσε το εφαλτήριο για την επέκταση της ιρανικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή. Σ’αυτό το πλαίσιο, επισημαίνει ο συντάκτης του ρεπορτάζ, ο μεγάλος κερδισμένος είναι το Ιράν ενώ αυτοί που έχασαν παταγωδώς, μάλιστα, είναι οι Αμερικανοί.

    Γιατί; Επειδή την ώρα που οι αμερικανικές δυνάμεις στη χώρα είχαν την προσοχή τους στραμμένη στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους και την ανακατάληψη της Μοσούλης, οι Ιρανοί παρέμειναν προσηλωμένοι στον κύριο στόχο τους: να απαλείψουν οριστικά το ενδεχόμενο να απειλήσουν ξανά στρατιωτικά την πατρίδα τους οι Ιρακινοί αλλά και επεκτείνουν την ακτίνα δράσης της Τεχεράνης έως τη Μεσόγειο. Η κυβέρνησης Τραμπ δήλωσε πως θα παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στο Ιράκ με στόχο τον περιορισμό της ιρανικής επιρροής αλλά μάλλον είναι ήδη πολύ αργά. «Το Ιράν δεν θα μείνει άπραγο. Διαθέτουν πολλά μέσα. Ειλικρινά, οι Αμερικανοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα», ανέφερε χαρακτηριστικά ανώτερος ιρακινός πολιτικός που διατηρεί καλές σχέσεις τόσο με τους Αμερικανούς όσο και με τους Ιρανούς.

     Μαχητές πολιτοφυλακής που επιχειρεί με τη στήριξη των Ιρανών στα σύνορα του Ιράκ με τη Συρία.Φωτογραφία: The New York Times 

     

  • BBC

    Πανιπάτ/ Η πρωτεύουσα όλων των ρεταλιών (όλου του κόσμου)

    Τα φθαρμένα που μπορούν, ωστόσο, να φορεθούν, συνήθως προσφέρονται μέσω των όποιων αρμόδιων οργανώσεων στους ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη ή  φιγουράρουν στις βιτρίνες των vintage καταστημάτων. Που καταλήγουν, όμως, τα ρούχα που κανένας δεν θέλει ή δεν μπορεί να φορέσει, πόσο μάλλον ν’αγοράσει; Στην Πανιπάτ, είναι η απάντηση, την αποκαλούμενη «Πρωτεύουσα των Ρεταλιών» όλου του κόσμου στον βορρά της Ινδίας. Κάθε μέρα –προσδιορίζει το BBC– «η πόλη της ομόσπονδης πολιτείας Χαρυάνα δέχεται εκατοντάδες τόνους χρησιμοποιημένων ρούχων από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ». Όλοι όσοι δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα μιλούν για ρούχα «ακρωτηριασμένα». Η Ινδία είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες εισαγωγές μεταχειρισμένων ρούχων στον κόσμο ενώ ακολουθεί η Ρωσία και το Πακιστάν. «Εισάγονται σε δύο διαφορετικές κατηγορίες: τα ακρωτηριασμένα και εκείνα που μπορούν ακόμα να φορεθούν. Όσον αφορά αυτήν την δεύτερη κατηγορία και με στόχο την προστασία των εγχώριων παραγωγών, οι εισαγωγείς χρειάζονται μια άδεια από το κράτος. Πρέπει να εγγυηθούν ότι δεν θα επαναπροωθήσουν τον ρουχισμό στη χώρα προς αποφυγή του ανταγωνισμού», εξηγεί το BBC.

    Τα ενδύματα χωρίζονται σε στοίβες ανάλογα με το χρώμα. Στην συνέχεια «μια μηχανή αναμειγνύει τα λινά, τα μεταξωτά, τα βαμβακερά και κάθε είδους συνθετικά υφάσματα όπως το πολυέστερ δημιουργώντας ένα ενιαίο νήμα» που χρησιμοποιείται για τη ραφή κουβερτών, κυρίως, που μοιράζονται κατά τη διάρκεια φυσικών καταστροφών όπως τσουνάμι, κυκλώνες και σεισμοί ή πωλούνται σε χαμηλές τιμές στους φτωχότερους. Τελικός προορισμός τους είναι, συνήθως, η Αφρική. Tο κόστος εισαγωγής των κλωστοϋφαντουργικών απορριμάτων είναι χαμηλό αλλά η εξαγωγή τους προϋποθέτει την επιβολή δασμών ενώ υπάρχει πάντα και ένα κόστος, παρότι χαμηλό, εργασίας, αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων.

    Ινδοί εργάτες επιδεικνύουν ένα από τα δημιουργήματά τους. Φωτογραφία: BBC

     




text
  • Ενοχη για τον θάνατο της Τζωρτζίνας η Πισπιρίγκου. Βρέχει χρόνια σήμερα


    29 Μαρτίου 2024, 11:54