Το μπλοκάκι του Μητσοτάκη και τα τρένα
Το μπλοκάκι του Μητσοτάκη και τα τρένα
Οσο φανερώνεται καθημερινώς ότι η κυβέρνηση δεν θα απεμπλακεί εύκολα από την υπόθεση των Τεμπών και τις παρενέργειές της, έρχονται στην επιφάνεια δείγματα αβελτηρίας και αδράνειας, τα οποία θα ανέμενε κανείς να έχουν –τουλάχιστον– περιοριστεί.
Στο επίμαχο πεδίο των Μεταφορών και ειδικότερα του σιδηρόδρομου, είναι εξαιρετικά αδύναμος ο κυβερνητικός απολογισμός για τα όσα έχουν γίνει τη διετία μετά το δυστύχημα. Ακόμη και η απάντηση στην από 16 Δεκεμβρίου ερώτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για το κατά πόσον η Ελλάδα συμμορφώνεται με τις ευρωπαϊκές οδηγίες για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, έχει αφεθεί για την τελευταία στιγμή. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη στήλη «Στίγμα» των Νέων, η δίμηνη προθεσμία για την ελληνική απάντηση εκπνέει στις 16 του μηνός, ημέρα Κυριακή, συνεπώς, ουσιαστικά, την ερχόμενη Παρασκευή. Θα ανέμενε κανείς ότι, δεδομένου και του δυστυχήματος των Τεμπών, η κυβέρνηση και ειδικότερα το αρμόδιο υπουργείο και ο Χρήστος Σταϊκούρας θα ήταν έτοιμοι να δώσουν νωρίτερα τις σχετικές απαντήσεις.
Αυτό που αναδεικνύεται είναι ότι τα Τέμπη, αντί να επιδράσουν αφυπνιστικά από την πρώτη στιγμή, έριξαν την κυβέρνηση στην αδράνεια και σε έναν λήθαργο. Αυτός έγινε βαθύτερος λόγω του εκλογικού περιπάτου του ’23, όμως σήμερα δεν υπάρχει πλέον καμία δικαιολογία για τίποτε. Οσο και αν στο στόχαστρο μπορεί να βρίσκονται ο Κ. Αχ. Καραμανλής ή ο Χρ. Σταϊκούρας, οι δικές τους ευθύνες ή αβελτηρίες «χτυπάνε» πλέον ψηλά και μόνο από ψηλά, δηλαδή από το Μαξίμου, μπορεί να δοθεί λύση.
Αφού ο Μητσοτάκης μνημόνευσε το περιβόητο «μπλοκάκι» στον επικήδειο που εκφώνησε για τον Κώστα Σημίτη, έχει έρθει η ώρα να αρχίσει να σημειώνει στο δικό του. Και είναι αναγκαίο, έως και επείγον, να διαμορφωθεί η συναίσθηση και η αντίληψη στο Μαξίμου ότι αυτό που λένε «καθημερινότητα», δηλαδή, τα τρένα, οι δρόμοι, τα λεωφορεία, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, οι δημόσιες υπηρεσίες (περιττό να μιλήσουμε για την ακρίβεια) και οτιδήποτε κάνει δύσκολη τη ζωή των πολιτών, έχουν πολλαπλάσιο συντελεστή βαρύτητας από τον ρυθμό ανάπτυξης ή τις αγορές εξοπλιστικών συστημάτων. Στοιχειώδες, αλλά φαίνεται ότι δεν έχει αξιολογηθεί σωστά.
Παρεμπιπτόντως, φαίνεται ότι, όταν υπάρχει η αναγκαία ευαισθητοποίηση, κάποια πράγματα μπορούν να λειτουργήσουν. Ενδεικτική είναι η προληπτική κινητοποίηση και ο αξιοπρόσεκτος συντονισμός στην περίπτωση της σεισμικής έξαρσης στις Κυκλάδες. Προφανώς και δεν μπορεί μία κυβέρνηση να αποτρέψει έναν σεισμό. Τις εξετάσεις της όμως τις δίνει στην προηγούμενη και στην επόμενη φάση διαχείρισης.
Οπως έχει διαμορφωθεί η πολιτική συνθήκη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί και δεν πρόκειται να απαλλαγεί από το πολιτικό βάρος των Τεμπών. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να ανανεώσει το ποντάρισμά του στην επιχειρηματολογία ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του εξακολουθούν να είναι καλύτεροι διαχειριστές σε πολλά πεδία, ξεκινώντας από την «καθημερινότητα», όπου δεν τα πάνε και πολύ καλά, και καταλήγοντας στη γεωπολιτική αστάθεια όπου, όσο και αν ορισμένοι έχουν τις επιφυλάξεις τους ή γκρινιάζουν, δύσκολα εντοπίζεται κάποιος επαρκέστερος.
Με άλλα λόγια, ο Πρωθυπουργός έχει αυτή τη στιγμή μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή. Παρακολουθώντας προσεκτικά και τους «καλοθελητές» εντός της κυβέρνησης, που μπορεί και να επενδύουν πολιτικά στη φθορά με το βλέμμα στραμμένο στην «επόμενη ημέρα», διαθέτει μία δυνατότητα: να επαναφέρει στη μνήμη του όσα έλεγε το 2023, να πάρει το μπλοκάκι και να αρχίσει το «κυνήγι» των υπουργών και όλων όσοι είναι επιφορτισμένοι με την υλοποίηση αποφάσεων και σχεδίων. Ενα από αυτά ήταν και η σύγκρουση με το βαθύ κράτος, αλλά ακόμη και αν μία τέτοια προσδοκία βάζει τον πήχη πολύ ψηλά, θα μπορούσε κάποιος τουλάχιστον να το προσπαθήσει (αν θέλει· αν δεν θέλει, καλύτερα να μην το λέει καν).
Τι απομένει λοιπόν; Μια ανασύνταξη με περιεχόμενο και στόχο.
Λιγότερη σημασία θα έχει ένας ανασχηματισμός, ο οποίος άλλωστε θα οδηγήσει σε νέες καθυστερήσεις και αδράνεια πολλούς τομείς της κυβερνητικής δραστηριότητας. Και αν δεν το έχουν καταλάβει ορισμένοι, η κλεψύδρα έχει αρχίσει να αδειάζει. Για να έχεις ορατά αποτελέσματα σε διάστημα διετίας (έως τις εκλογές, δηλαδή), θα έπρεπε να έχεις ξεκινήσει «χθες».
Αυτό που προέχει λοιπόν για την κυβέρνηση δεν είναι να απολογηθεί για τα Τέμπη ή να αποποιηθεί ευθύνες. Τίποτε δεν θα «σβήσει» το δυστύχημα και άλλωστε σχεδόν κανείς δεν μιλάει πλέον για αυτό καθαυτό, αλλά για το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας και τις ανακολουθίες των δηλώσεων.
Η κυβέρνηση κινδυνεύει να περιέλθει σε μια κατάσταση όπου θα μιλάει και δεν θα την ακούει κανείς. Για να μη συμβεί αυτό, έχει μόνο μία διέξοδο: την πράξη και την αποτελεσματικότητα, ξεκινώντας από τα τρένα. Ο ΟΣΕ άλλωστε είναι «βαθύ κράτος» και υπό αυτήν την έννοια, πεδίον δόξης λαμπρόν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
