1165
| REUTERS/CreativeProtagon

Τι φέρνει ο Μπλίνκεν σε Αθήνα και Αγκυρα

Πιέρρος Ι. Τζανετάκος Πιέρρος Ι. Τζανετάκος 19 Φεβρουαρίου 2023, 09:45

Τι φέρνει ο Μπλίνκεν σε Αθήνα και Αγκυρα

Πιέρρος Ι. Τζανετάκος Πιέρρος Ι. Τζανετάκος 19 Φεβρουαρίου 2023, 09:45

Αν δεν είχε μεσολαβήσει ο φονικός σεισμός, το ταξίδι του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών σε Αγκυρα και Αθήνα θα γινόταν υπό παντελώς διαφορετικές συνθήκες και με έναν προεξάρχοντα στόχο: Να εκμηδενιστεί ο κίνδυνος ενός θερμού ελληνο-τουρκικού επεισοδίου, όχι μόνο εν μέσω της διπλής και παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, αλλά και την περίοδο μετά τις εκλογές.

Οι Αμερικανοί φοβούνταν, δικαίως, ότι και στις δύο πλευρές του Αιγαίου υπήρχε κίνδυνος αστάθειας, με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οσον αφορά την Ελλάδα, η ανησυχία περιοριζόταν στο μεταβατικό διάστημα ανάμεσα στις σχεδόν προεξοφλημένες δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Για την Τουρκία, δε, όχι μόνο κανείς δεν ήταν σε θέση να εγγυηθεί τον νικητή των εκλογών, αλλά ουδείς γνώριζε τι μέλλει γενέσθαι, είτε αν επανεκλεγόταν ο Ερντογάν, είτε αν επέρχετο πολιτική αλλαγή. Θα εξελίσσονταν όλα ομαλά και αναίμακτα;

Με δεδομένο ότι έως τις 6 Φεβρουαρίου η Αθήνα αναζητούσε κάθε πιθανό τρόπο ώστε ν’ αποκλιμακωθεί η κατάσταση στο Αιγαίο, ενώ η Αγκυρα επιζητούσε οποιαδήποτε αφορμή για να καλλιεργήσει ακόμα πιο βαθιά το αναθεωρητικό της αφήγημα, οι προσπάθειες της Ουάσινγκτον, και δια της επίσκεψης Μπλίνκεν, θα επικεντρώνονταν κατά πολύ μεγάλο ποσοστό στον κατευνασμό του Ερντογάν. Πράγμα δύσκολο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο αντιαμερικανισμός είχε καταστεί κορωνίδα της προεδρικής προεκλογικής ρητορικής. Σε σημείο τέτοιο που ο υπουργός Εσωτερικών, Σουλεϊμάν Σοϊλού, έφτασε να κατηγορεί ευθέως τις Ηνωμένες Πολιτείες για το πραξικόπημα του 2016, απαιτώντας από τον αμερικανό πρέσβη να μαζέψει τα «βρώμικα χέρια του» από την Τουρκία.

Και ύστερα ήρθε η καταστροφή, που ανέτρεψε, έστω προς ώρας, τα δεδομένα. Οι Αμερικανοί, όμως, δεν φημίζονται για την ευαισθησία τους. Προφανώς, έσπευσαν να βοηθήσουν την Τουρκία ν’ αντιμετωπίσει το πρώτο κύμα της ανυπολόγιστης ανθρωπιστικής κρίσης. Οπως, άλλωστε, έκανε και η Ελλάδα, αλλά και εν συνόλω ο Δυτικός κόσμος. Οι κρίσεις, όμως, ανεξαρτήτως φύσεως, υποκρύπτουν ευκαιρίες. Και η αμερικανική διπλωματία δεν πρόκειται ν’ αφήσει ανεκμετάλλευτες αυτές τις ευκαιρίες.

Είναι γεγονός ότι από το 2016 και μετά οι Τούρκοι παραστράτησαν από το Δυτικό μονοπάτι. Κυρίως λόγω των συμφερόντων τους σε Συρία και Λιβύη –συμφερόντων που σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από τις διαθέσεις της Μόσχας–, αλλά και εξαιτίας των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία, ο Ερντογάν ήρθε πολύ κοντά με τον Πούτιν.

Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτά. Καθότι η Τουρκία ανέκαθεν θέλει να διαδραματίζει έναν ρόλο περιφερειακής ηγετικής χώρας, η οποία δεν ανήκει εξ ολοκλήρου πουθενά, επέλεξε για ακόμα μια φορά να τηρήσει τη στάση του «επιτήδειου ουδέτερου», αυτή τη φορά στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Αγόρασε S-400, έμεινε εκτός προγράμματος των αμερικανικών F-35, λειτούργησε ως παρακαμπτήρια οδός των διεθνών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, και πάνω απ’ όλα επιμένει να εμποδίζει την πολυπόθητη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, θεωρώντας ότι η Σουηδία υποθάλπει τρομοκράτες που επιβουλεύονται την ακεραιότητα και την ασφάλεια της επικράτειάς της. Διόλου άσχημα, θα κάγχαζε κάποιος ειρωνικά, για τη χώρα με τις δεύτερες ισχυρότερες χερσαίες δυνάμεις στο ΝΑΤΟ.

Η συγκυρία, όμως, τα έφερε έτσι και η Τουρκία βρίσκεται πλέον με την πλάτη στον τοίχο. Το πολιτικό μέλλον του Ερντογάν κρίνεται από τον τρόπο διαχείρισης της ανθρωπιστικής κρίσης κι από τον βαθμό που οι πολίτες, σεισμόπληκτοι και μη, θα εμπνευστούν στο άκουσμα του δαιδαλώδους προγράμματος ανοικοδόμησης, τόσο των πόλεων που επλήγησαν, όσο και εν συνόλω της δοκιμαζόμενης τουρκικής οικονομίας. Στη μεγάλη εικόνα, όμως, όλα αυτά εξαρτώνται από την οικονομική βοήθεια που θα λάβει η Αγκυρα, σε μεσοπρόθεσμο μάλιστα διάστημα. Μια βοήθεια δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, την οποία υπό τις υπάρχουσες συνθήκες μόνο η Δύση, με πρωταγωνίστριες τις ΗΠΑ, είναι σε θέση να παρέχει.

Ο Μπλίνκεν στην Τουρκία αναμένεται καταρχήν να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις των Τούρκων. Ευκόλως εννοούμενο ότι θα κάνει και τις πρώτες νύξεις περί της απαιτούμενης βοήθειας και των αμερικανικών προθέσεων. Αλλά και θα απαιτήσει την αλλαγή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, τουλάχιστον στα σημεία όπου απαιτείται άμεση αλλαγή κατεύθυνσης.

Αν δεν ήταν στη μέση ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι Αμερικανοί ίσως και να μην έκαναν τόσο πολλά για να φέρουν την Τουρκία εγγύτερα στη Δύση. Εστω κι αν μιλάμε για ένα σχετικά μικρό διάστημα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, έχει γίνει και στο παρελθόν – στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η Ουάσινγκτον, έχοντας παρέμβει πολλές φορές υπέρ της Ελλάδας στο Κυπριακό, επέτρεψε στην Αγκυρα να ερωτοτροπήσει με τους Σοβιετικούς του Μπρέζνιεφ.

Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ακόμα κι αν οι Αμερικανοί ξέρουν ότι οι ρωσοτουρκικές σχέσεις δεν πρόκειται να εκμηδενιστούν εν μία νυκτί, θέλουν να εξασφαλίσουν ότι, τουλάχιστον στις στρατηγικές επιλογές τους, δεν θα έχουν την Τουρκία απέναντί τους. Τώρα δεν κρίνεται απλώς το πότε και πώς θα τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αυτό που κρίνεται πάνω απ’ όλα είναι το πώς θα διαμορφωθεί η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων τις επόμενες δεκαετίες. Και σε αυτή την ισορροπία η Ουάσινγκτον θέλει τη Σουηδία και τη Φινλανδία να έχουν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, εξ ου και θα πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση, πάση δυνάμει, την Αγκυρα.

Ομως, δεν αναμένονται άμεσες υποχωρήσεις από την πλευρά του Ερντογάν, ειδικά τώρα που δοκιμάζεται στο εσωτερικό. Παρά το γεγονός αυτό, τώρα πρέπει να τεθούν οι βάσεις για να ξεκινήσει εν καιρώ η υποχώρηση. Να μπουν τα θεμέλια της πορείας σύγκλισης της Τουρκίας με τη Δύση. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, στερούμενος περιέργως της συνηθισμένης διπλωματικής αβρότητάς του έναντι της Αγκυρας, κάλεσε ευθέως τον Τσαβούσογλου, δέκα μέρες μετά τον σεισμό, να προχωρήσει πάραυτα τη διαδικασία άρσεως των τουρκικών αντιρρήσεων. Εως το καλοκαίρι και τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, τα πράγματα, άνευ απροόπτου, θα έχουν μπει στις ράγες.

Οσον αφορά την Ελλάδα, η κατάσταση είναι σαφώς πιο ξεκάθαρη. Η χώρα αποτελεί αναπόσπαστο και ισχυροποιημένο μέρος της Δυτικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο – μια περιοχή που μπαίνει και πάλι στο επίκεντρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ουάσινγκτον χαράσσει στην ευρύτερη περιοχή δεύτερη γραμμή άμυνας κατά του ρωσικού επεκτατισμού, με την Αλεξανδρούπολη και τη Σούδα ν’ αποτελούν κόμβους αυτής της στρατηγικής.

Το ταξίδι του Μπλίνκεν υποκρύπτει ευκαιρίες για την Αθήνα. Είναι η ώρα να ζητηθεί περισσότερη και πιο ευκρινής αμερικανική στήριξη όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κυλήσουν ξανά στον επικίνδυνο κατήφορο του τουρκικού αναθεωρητισμού. Είναι η ώρα να προωθηθούν έτι περαιτέρω τα ενεργειακά εγχειρήματα στα οποία συμμετέχει η Ελλάδα, με στόχο την απεξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια. Είναι η ώρα να θωρακιστούν περισσότερο τα συνεργατικά σχήματα στην Ανατολική Μεσόγειο, τα οποία εκτός από πυλώνες σταθερότητας, αποτελούν και υποδείγματα διαμόρφωσης των σχέσεων καλής γειτονίας, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ και Ελλάδα – Κύπρος – Αίγυπτος έχουν δείξει εδώ και καιρό τον δρόμο της νομιμότητας, σε αντίθεση με την Τουρκία, η οποία δεν αποδέχεται κανένα παραγόμενο αποτέλεσμα των πολυμερών συνεργασιών στην ευρύτερη περιοχή.

Και είναι η ώρα να ασκηθεί προς τη Λιβύη ακόμα μεγαλύτερη πίεση. Με αιχμή του δόρατος τις έρευνες στα νοτιοανατολικά της Κρήτης, Ουάσινγκτον και Αθήνα πρέπει να δώσουν στην Τρίπολη να αντιληφθεί ότι η καλύτερη επιλογή για την ίδια είναι η διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών Ελλάδας – Λιβύης, σύμφωνα με τα όσα ορίζει η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ετσι, θα ακυρωθεί εν τοις πράγμασι το παράνομο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, που συνεχίζει να είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Ελλάδα και Τουρκία δύσκολα θα φτάσουν σε μια άμεση, μακροχρόνια πορεία συνεννόησης. Η Αθήνα, όμως, μπορεί να κάνει έμμεσα αλλά σοβαρά βήματα ενίσχυσης της διπλωματικής ισχύος της στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...