Πώς να φαίνεσαι πλούσιος
Πώς να φαίνεσαι πλούσιος
Στις αρχές του 2000, μια Πόρσε Καγιέν προσγειώθηκε στη μικροαστική γειτονιά μου, ανάμεσα στις μονοκατοικίες και τις διπλοκατοικίες των μικρασιατών προσφύγων, οι οποίες σταδιακά έδιναν τη θέση τους στην πολυκατοικία της αντιπαροχής. Ολοι κοιτούσαν με δέος το θεόρατο αμάξι, που είχε και φιμέ τζάμια, και παραφυλούσαν στα μπαλκόνια να τσακώσουν τον ιδιοκτήτη. Μα, ποιος είναι ο λεφτάς που ήρθε στα μέρη μας; αναρωτιόνταν οι κυρίες στο μανάβικο.
Η γειτονιά δεν θα αργούσε πολύ να μάθει ότι ο λεφτάς ήταν ο μεροκαματιάρης γιος των τάδε, ένας υδραυλικός που κάποτε παρακαλούσε σε ταβέρνα να του κάνουν σκόντο γιατί δεν είχε να πληρώσει τον λογαριασμό. Η συγκεκριμένη ιστορία πήγαινε από στόμα σε στόμα, σε κάθε πηγαδάκι που συζητούσε το θέμα για το πώς αυτός ο τύπος έσκασε στη γειτονιά με τέτοιο αμάξι. Το οποίο πάρκαρε έξω από το ημιυπόγειο σπίτι του και βγαίνοντας από αυτό μεταφερόταν ξανά στον ταπεινό του χωροχρόνο, με τα φθηνά έπιπλα και το φαΐ της μάνας για μεσημεριανό. Μέσα στο αμάξι, όμως, και μακριά από τη γειτονιά που γνώριζε, μπορούσε να τους κάνει όλους να τον βλέπουν σαν απόγονο εφοπλιστικής οικογένειας.
Τότε, με ένα δάνειο μπορούσες να πηδήξεις κοινωνικά στρώματα, όχι επί της ουσίας βεβαίως, αλλά στο μάτι. Αν υπήρχαν τότε κοινωνικά δίκτυα, το εύρος αυτού του ματιού θα ήταν αχανές και ο αντίκτυπος του ψευδοπλούτου σου τεράστιος, όπως συμβαίνει σήμερα. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι τώρα δύσκολα θα αγοράσεις αμαξάρα αν δεν δύνασαι να πληρώσεις μια ταβέρνα, όπως ο γείτονας και τόσοι άλλοι εκείνα τα χρόνια που τα δάνεια πήγαιναν σύννεφο, αλλά μπορείς να νοικιάσεις ένα όχημα πολλών βαλαντίων ή έστω να βγάλεις φωτογραφία δίπλα σε ένα τέτοιο και να την αναρτήσεις για να ταΐσεις το κοινό σου με επίφαση πολυτέλειας.
Σήμερα ο πλούτος είναι κοστούμι που μπορείς να φορέσεις, όπως ένας ηθοποιός που παίζει τον άπληστο χρηματιστή στην ταινία «Ο λύκος της Wall Street». Στα κοινωνικά δίκτυα υπάρχει ολόκληρο trend για το πώς θα φαίνεσαι πλούσιος χωρίς να είσαι. Χωρίς να πάρεις δάνεια, χωρίς καν να δώσεις περισσότερα από όσα έχεις. Μια ατελείωτη λίστα με συμβουλές για το πώς θα φανείς ως κάποιος που «τα έχει», ενώ το μπάτζετ σου, εκείνο το μικροσκοπικό, αντέχει μόνο ρούχα από φτηνές αλυσίδες και μαγαζιά στοκ.
Φόρα ένα πουκάμισο, ρίξε ένα πουλόβερ στους ώμους, πάρε και παπούτσια ιστιοπλόου, όπως κάποιος που πάει στη μαρίνα να βρει το σκάφος του, και είσαι έτοιμος να ρίξεις την εικόνα σου στον μεγάλο ιστό, σαν μια πλουμιστή αράχνη που αναζητά θύματα, εκατοντάδες μάτια για να χάψουν την υποτιθέμενη χλιδή της.
Για τις γυναίκες, δε, αυτή η συμβουλευτική αισθητικής ανωτερότητας χτυπάει κόκκινο. Ρούχα των πέντε ευρώ συνδυάζονται για να φτιάξουν μια εικόνα προνομιακής οικονομικά ύπαρξης, μιας τύπισσας που «το φυσάει». Κουκλάκια Labubu κρέμονται από τσάντες που αναγράφουν πάνω τους οίκους υψηλής ραπτικής, το πιθανότερο από κάποιο χέρι στο Μπαγκλαντές που πληρώνεται δύο ευρώ τη μέρα για να φτιάχνει απομιμήσεις που θα ολοκληρώσουν το λουκ όλων αυτών των κατ’ επίφαση άνετων του πλανήτη.
Είναι πολλοί. Είναι περισσότεροι από παλιά, γιατί πλέον η μυθοπλασία τους με το επίπλαστο σκηνικό της μπορεί να στριμωχτεί στο κάδρο ενός φακού κινητού, σε μια εικόνα στο Instagram και σε ένα σκηνοθετημένο βίντεο στο TikTok. Μια ξαπλώστρα στην ακριβή παραλία που κατάφεραν να νοικιάσουν με οικονομίες δύο μηνών και ένα μεταμοντέρνο κατάλυμα με γκρι τσιμεντοκονία και μίνιμαλ διακόσμηση θα δώσει στο κοινό την εντύπωση ότι κάνουν ονειρεμένες διακοπές, ενώ ένα γκουρμέ γεύμα σε ακριβό εστιατόριο, όπου βρέθηκαν αγοράζοντας κουπόνια προσφορών, θα τους πείσει όλους ότι τα Σαββατοκύριακά τους τα περνάνε σαν γόνοι αριστοκρατών.
Οι σύγχρονοι υποκριτές του πλούτου λυσσάνε να πείσουν ότι ο τραπεζικός τους λογαριασμός έχει πολλά μηδενικά, πίνοντας τον καφέ τους στα ακριβά στέκια της Βουκουρεστίου. Κοντοστέκονται μπροστά στις βιτρίνες των πανάκριβων καταστημάτων με ύφος «μπορώ να πάρω ό, τι θέλω από εδώ μέσα», και πολλές φορές περνάνε το κατώφλι και χαζεύουν τα ρούχα στην κρεμάστρα για να πείσουν περισσότερο. Μοιάζουν πλήρως αφοσιωμένοι στην ερμηνεία τους, χαμένοι μέσα της και απόλυτα ταυτισμένοι με τον ρόλο, σαν να τον παίζουν με τη μέθοδο Στανισλάβσκι.
Αν ανοίξεις το πορτοφόλι τους βλέπεις πενταροδεκάρες και μια κάρτα τραπέζης που δεν έχει ούτε για το σουπερμάρκετ. Αλλά αυτοί ρουφούν με ικανοποίηση ό,τι η ψευδαίσθηση «του φαίνεσθαι πλούσιος» τους δίνει. Εχουν μάθει να ικανοποιούνται με την απόδοσή τους, σαν ήρωες ενός έργου που εκτυλίσσεται μέσω μιας εικόνας που δεν έχει βάθος για να προδώσει την πλαστότητα της, αλλά παραδόξως έχει τεράστιο κοινό, που αρέσκεται να τη χαζεύει και να πιστεύει ότι είναι αληθινή.
Μπορεί και να μην το πιστεύει, αλλά ποιος νοιάζεται; Ετσι κι αλλιώς όλοι προσποιούνται κάτι σήμερα μέσω της εικόνας και της ανάρτησης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
