Σαββόπουλος στη δισκοθήκη
Σαββόπουλος στη δισκοθήκη
Δεν θυμάμαι σε ποια ηλικία ανακάλυψα τον Διονύση Σαββόπουλο στη δισκοθήκη που επιμελώς έχτιζε η μητέρα μου. Θυμάμαι όμως το συναίσθημα από το άκουσμα του ήχου. Κυρίως, του στίχου. Μια προέφηβη της δεκαετίας του ’90, που στην αυλή του σχολείου ξεπατίκωνε χορευτικά από τα βιντεοκλίπ των New Kids On The Block, βρέθηκε να ακούει το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» σχεδόν εμμονικά και να αποστηθίζει τους στίχους.
Στη δισκοθήκη του σπιτιού υπήρχε όλη η δισκογραφία του Σαββόπουλου. Για τους γονείς μου, τη γενιά του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης, ήταν αυτονόητο να ακούν μια μουσική που μιλούσε για την εποχή τους. Για εμένα, όμως, ήταν το πρώτο άγγιγμα του λόγου μέσα από τη μουσική.
Στην αρχή, δεν καταλάβαινα πολλά. Μου άρεσαν ο ρυθμός, οι εναλλαγές, η ιδιαίτερη φωνή αυτού του τραγουδοποιού που έμοιαζε άλλοτε να τραγουδά κι άλλοτε να αφηγείται. Σταδιακά άρχισα να ακούω τους στίχους, να προσέχω πώς μπλέκει την ποίηση με την κοινωνική παρατήρηση, πώς καταφέρνει να σχολιάζει χωρίς διδακτισμό και να συγκινεί χωρίς να μελοδραματίζει. Ηταν μια αποκάλυψη για μένα, ότι η μουσική δεν είναι μόνο ήχος, είναι σκέψη, θέση και πράξη.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν επιδραστικός με έναν τρόπο που θα τον ζήλευε σήμερα και ο πιο πετυχημένος influencer. Δεν είναι τόσο η μελωδία, αλλά κυρίως το πνεύμα της. Τα τραγούδια του κουβαλούν κόσμους και ιστορίες. Κατάφερε να φτιάξει το δικό του σύμπαν και να τοποθετεί εκεί μέσα με χάρη φαινομενικά αταίριαστα στοιχεία: το ροκ με το ρεμπέτικο, τον Μπόμπ Ντίλαν με τον Θεοδωράκη, την παράδοση με τη σύγχρονη πόλη. Για το παιδί που τον έβρισκε στη δισκοθήκη των γονιών του, αυτό ήταν ένα μάθημα ελευθερίας.
Δεν ήμουν η μόνη που ο Σαββόπουλος επέδρασε πάνω μου με έναν πρωτόλειο τρόπο. Η δισκοθήκη του μέσου Ελληνα είχε μια θέση για αυτόν, ένας δίσκος του υπήρχε τότε σχεδόν σε κάθε σπίτι. Η γενιά μου τον έμαθε όπως μαθαίνεις, αβίαστα, μια μητρική γλώσσα μουσικής από τους γονείς σου.
Η επιρροή αυτή δεν ήταν μόνο μουσική, ήταν βαθιά υπαρξιακή. Μέσα από τα τραγούδια του Σαββόπουλου καταλάβαινες ότι η τέχνη είναι τρόπος να κατανοείς τον κόσμο, και τον εαυτό σου μέσα σε αυτόν. Οτι μπορείς να είσαι ταυτόχρονα ειρωνικός και ευαίσθητος, κοινωνικά ανήσυχος και λυρικός. Οτι η ελληνικότητα δεν είναι κάτι μουσειακό, αλλά κάτι ζωντανό, που αλλάζει μαζί με εμάς.
Αλλαξε με τα χρόνια και μαζί της άλλαξαν και οι κώδικες επιρροής των καλλιτεχνών. Τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου μπήκαν στην εθνική playlist ως κλασικά ακούσματα που ταιριάζουν σε κάθε περίσταση, από γάμο μέχρι μουσικό ριάλιτι, ενώ ο δημιουργός τους έχασε το μυθικό του ανάστημα, όπως όλα τα πρόσωπα στην εποχή του cancel και της ακατάσχετης πληροφορίας.
Αλλά εκεί που είσαι έτοιμος να πεις ότι όλα έχουν γίνει ίσωμα, έρχεται ο μικρός σου γιος και σου λέει να ξαναβάλεις αυτό το τραγούδι που άκουγες. Ποιο; Τη «Συννεφούλα». Την ακούει αποσβολωμένος, σαν να μην πιστεύει ότι αυτό είναι μουσική, αλλά βλέπεις τις κόρες των ματιών του να διαστέλλονται. Πιθανότατα δεν θα το ακούσει ποτέ με τους συνομηλίκους του, θα προτιμήσει τους τράπερ, αλλά εσύ ξέρεις ότι θα θυμάται και μια «Συννεφούλα», που κάποιος της ζήτησε να γυρίσει γιατί δεν αντέχει άλλο να ’ναι μοναχός.
Να που ο παραμυθάς Νιόνιος έκανε και τον προέφηβο του 2025 να σταθεί και να ακούσει. Τον έκανε κάτι να αισθανθεί, κάτι να στοχαστεί. Καταπληκτικό μου φάνηκε, σχεδόν απίστευτο. Μετά θα επιστρέψει στη μουσική της εποχής του, αλλά μια «Συννεφούλα» θα υπάρχει μέσα του.
Αυτή είναι η μαγεία της μουσικής κληρονομιάς, αυτή είναι η δύναμη καλλιτεχνών όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος. Είναι δεσμοί που ωριμάζουν μαζί μας. Ενας καθρέφτης στον οποίο επανερχόμαστε για να μας δούμε, ένας τρόπος να φτιάξουμε τη δική μας φωνή, έχοντας πρώτα ακούσει τη φωνή εκείνων. Στη μακρά playlist της Ιστορίας, ο Νιόνιος θα έχει πάντα μια θέση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
