Μπομπούρ, το πρωτοποριακό κτίριο που σκανδάλισε το Παρίσι
Μπομπούρ, το πρωτοποριακό κτίριο που σκανδάλισε το Παρίσι
«Ηθελα παθιασμένα να αποκτήσει το Παρίσι ένα πολιτιστικό κέντρο, όπως προσπάθησαν να δημιουργήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες με άνιση επιτυχία μέχρι στιγμής, το οποίο θα ήταν ταυτόχρονα μουσείο και κέντρο δημιουργίας όπου οι εικαστικές τέχνες θα συνδυάζονταν με τη μουσική, το σινεμά, τα βιβλία, την οπτικοακουστική έρευνα κ.λπ. Το μουσείο θα ήταν σύγχρονης τέχνης, αφού έχουμε το Λούβρο. H δημιουργία, φυσικά, θα ήταν σύγχρονη και διαρκώς εξελισσόμενη. Η βιβλιοθήκη θα προσέλκυε χιλιάδες αναγνώστες, οι οποίοι ταυτόχρονα θα έρχονταν σε επαφή με τις τέχνες», είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Monde τον Οκτώβριο του 1972 ο γάλλος Ζορζ Πομπιντού περιγράφοντας το όραμά του για το Μπομπούρ.
Πράγματι, το Μπομπούρ, επισήμως Centre Georges Pompidou, το τεράστιο πολιτιστικό κέντρο που κτίστηκε στην περιοχή Μπομπούρ, στις παρυφές της ιστορικής συνοικίας Μαρέ, εγκαινιάστηκε το 1977 και έγινε ορόσημο της πόλης, ξεχωρίζοντας χάρη στον αντισυμβατικό σχεδιασμό του «από μέσα προς τα έξω».
Το ερχόμενο καλοκαίρι, και καθώς πλησιάζουν 50 χρόνια από τα εγκαίνιά του, το δημοφιλές πολιτιστικό Κέντρο θα κλείσει για μια ριζική ανακαίνιση που θα διαρκέσει τουλάχιστον πέντε χρόνια, καθώς θα γίνουν αλλαγές σύμφωνες προς τις τρέχουσες απαιτήσεις όσον αφορά την υγεία, την ασφάλεια και την ενεργειακή απόδοση του κτιρίου.
Το γαλλικό αρχιτεκτονικό γραφείο Moreau Kusunoki Architects, το μεξικανικό Frida Escobedo Studio και οι γάλλοι μηχανικοί AIA Life Designers θα αναλάβουν τις εργασίες στο εξαώροφο κτίριο που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο μοντέρνας τέχνης της Ευρώπης, γράφει στο BBC ο Ντομινίκ Λουτσένς. Σημειώνει ότι θα προστεθεί ωφέλιμος χώρος, θα αφαιρεθεί ο αμίαντος από όλες τις προσόψεις, θα βελτιωθεί η πυρασφάλεια και η προσβασιμότητα για άτομα με μειωμένη κινητικότητα και θα βελτιστοποιηθεί η ενεργειακή του απόδοση.

Στο μέτρο του δυνατού, δε, το Μπομπούρ θα διατηρηθεί όπως ήταν αρχικά. Το αντίθετο θα μπορούσε να θεωρηθεί πολιτιστική ιεροσυλία. Η ταυτότητά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους δημιουργούς του, τον Ρέντσο Πιάνο και τον αείμνηστο Ρίτσαρντ Ρότζερς. Το 1970 οι δύο αρχιτέκτονες ίδρυσαν το γραφείο Rogers + Piano και υπέβαλαν ένα σχέδιο σε διαγωνισμό που προκηρύχθηκε το 1971 από τον Ζορζ Πομπιντού, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος της Γαλλίας από το 1968 μέχρι τον θάνατό του, το 1974.
Επικεφαλής της κριτικής επιτροπής ήταν ο Ζαν Προυβέ, μεταλλουργός και αυτοδίδακτος αρχιτέκτονας, ενώ συμμετείχαν διάσημοι αρχιτέκτονες, όπως ο Φίλιπ Τζόνσον και ο Οσκαρ Νιμάγιερ. Το σχέδιο των Πιάνο και Ρότζερς επιλέχθηκε μεταξύ 681 συμμετοχών.
Το αποτέλεσμα αιφνιδίασε τους τότε ακόμη άγνωστους τριαντάρηδες «με κουρέματα των Beatles» λέει στο BBC ο 87χρονος Ρέντσο Πιάνο. «Δεν πιστεύαμε ότι θα κερδίζαμε, συμμετείχαμε στον διαγωνισμό μόνο για την ευχαρίστηση» θυμάται. «Ποτέ δεν είχαμε σκοπό να δημιουργήσουμε ένα επαναστατικό κτίριο. Η ιδέα μας ήταν ένα μουσείο που θα ενέπνεε την περιέργεια, δεν θα φόβιζε τους ανθρώπους και θα άνοιγε τον πολιτισμό στους πάντες».
Εκείνη η ανεμελιά τους μπορεί να δίνει μια εξήγηση για την απεριόριστη τόλμη, τη φαντασμαγορία και την αστεία ποιότητα του κτιρίου. Τα δομικά στοιχεία και οι υπηρεσίες τοποθετήθηκαν στις προσόψεις, επιτρέποντας τη μεγιστοποίηση των εσωτερικών ανοιχτών χώρων, και χάρη στη φουτουριστική δομή του χαρακτηρίστηκε ως το πρώτο «μέσα-έξω» κτίριο στον κόσμο.
Ο εξωτερικός σκελετός από σωλήνες και σωληνώσεις που θυμίζουν περισκόπια ήταν παιχνιδιάρικα κωδικοποιημένος με χρώματα: μπλε για τον κλιματισμό, κίτρινο για την ηλεκτρική ενέργεια, πράσινο για το νερό και κόκκινο για την κυκλοφορία των πεζών. Οι επισκέπτες ανέβαιναν με κυλιόμενες σκάλες –κλεισμένες μέσα σε διαφανείς κυλίνδρους που προσέφεραν πανοραμική θέα– οι οποίες είχαν σχεδιαστεί ειδικά για να ενισχύσουν τη σύνδεση του μουσείου με την πόλη.
«Η ιδέα μας ήταν το κτίριο να καταλαμβάνει μόνο το μισό μέρος, επιτρέποντας την ύπαρξη ένα φιλόξενου υπαίθριου χώρου, μια πλατεία, όπου θα μπορούσαν να συναντιούνται οι άνθρωποι» λέει ο Ρέντσο Πιάνο, στα έργα του οποίου περιλαμβάνονται η Ακαδημία Επιστημών της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο (ανακατασκευάστηκε το 2008), το Shard (2012) στο Λονδίνο και το πρόσφατα ολοκληρωμένο Paddington Square, κτίριο μικτής χρήσης και δημόσια πλατεία.
Στην Ελλάδα το όνομά του είναι συνδεδεμένο με το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και τα τρία νοσοκομεία σε Θεσσαλονίκη, Σπάρτη και Κομοτηνή που σχεδίασε. «Το δόγμα μας ήταν “ένα μέρος για όλους τους ανθρώπους, φτωχούς και πλούσιους, νέους και ηλικιωμένους”» αναφέρει ο διάσημος ιταλός αρχιτέκτονας στο BBC.

Η διαφάνεια, η προσβασιμότητα και η παρακείμενη πλατεία του Κέντρου Πομπιντού ταίριαζαν, εξάλλου, και με τις νέες ιδέες για τον εκδημοκρατισμό του πολιτισμού. «Η δημοτικότητα του θεάτρου του δρόμου και των συναυλιών σε δημόσιους χώρους αυξανόταν εκείνη την εποχή» σημειώνει ο Πιάνο.
Στο εσωτερικό του κτιρίου οι επισκέπτες είχαν πρόσβαση στη Bibliothèque Publique d’Information –η πρώτη δωρεάν δημόσια βιβλιοθήκη του Παρισιού–, στο Musée National d’Art Moderne και στο Institut de Recherche et Coordination Acoustique/Musique (IRCAM), που είναι αφιερωμένο στην έρευνα της μουσικής και του ήχου.
Η νίκη των Πιάνο και Ρότζερς προκάλεσε έκπληξη και οργή μόλις ανακοινώθηκε σε συνέντευξη Τύπου: «Η αίθουσα ήταν κατάμεστη» θυμάται ο Πιάνο. «Ο Ρίτσαρντ και εγώ στεκόμασταν στη μέση της αίθουσας και μας αποδοκίμαζαν. Νιώθαμε ενθουσιασμό και ταυτόχρονα απαίσια» λέει στο BBC. «Κάποιοι φώναζαν: “Γιατί σχεδιάσατε κάτι τόσο φρικτό; Γιατί καταστρέφετε το ιστορικό κέντρο του Παρισιού;”».
Αν και εξεπλάγη που κέρδισε τον διαγωνισμό, ο Ρέντσο Πιάνο μεγάλωσε νιώθοντας ότι η αρχιτεκτονική ήταν το πεπρωμένο του: σε ηλικία 18 ετών είπε στον πατέρα του ότι ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας. Ωστόσο στη συζήτηση ο τρόπος του είναι ταπεινός, όχι δικαιωματικός.
Γεννημένος σε οικογένεια οικοδόμων στη Γένοβα, του άρεσε να βλέπει τη δουλειά του πατέρα του να παίρνει μορφή. Και ίσως αυτή η παιδική εμπειρία τον έκανε να νιώθει ότι η αρχιτεκτονική είναι ανοιχτή σε όλες τις δυνατότητες. «Το κτίσιμο είναι μια όμορφη χειρονομία» είπε κάποτε στους Financial Times. «Είναι το αντίθετο της καταστροφής… ειδικά όταν δημιουργείς κτίρια που είναι σημαντικά για τη ζωή της πόλης».
Το 1981 ο ιταλός αρχιτέκτονας ίδρυσε το Renzo Piano Building Workshop (RPBW), με γραφεία στη Γένοβα και στο Παρίσι, το οποίο σήμερα διοικείται από 11 εταίρους (στο πνεύμα της συλλογικότητας). Και το 1998 κέρδισε το βραβείο Πρίτσκερ, που θεωρείται το αντίστοιχο Νομπέλ της Αρχιτεκτονικής.
Μια στιγμή αλλαγής
Το κτίριο που θα φιλοξενούσε το νέο Musée Nationale d’Art Moderne (παλαιότερα στεγαζόταν στο Palais de Tokyo, στο αριστοκρατικό 16ο διαμέρισμα του Παρισιού) επιλέχθηκε να κτιστεί στο Plateau Beaubourg, μια ερημική τοποθεσία που μέχρι τότε ήταν χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, «ένα μέρος που περίμενε να συμβεί κάτι».
Ο Πιάνο αναγνωρίζει ότι το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της Γαλλίας εκείνη την εποχή εξακολουθούσε να είναι επαναστατικό μετά τα ταραχώδη γεγονότα του Μάη του 1968, ευνοώντας τη δημιουργία ενός κτιρίου τόσο ανατρεπτικού όσο το Μπομπούρ, που ήταν εμπνευσμένο εν μέρει από την υπερ-ποπ αρχιτεκτονική της λονδρέζικης πειραματικής κολεκτίβας Archigram: «Στη Βρετανία η κοινωνία επαναστατούσε με τη [σχεδιάστρια] Μαίρη Κουάντ και τους Beatles. Το ίδιο συνέβαινε και στο Παρίσι» λέει ο Πιάνο στη συνέντευξή του BBC.

«Η ιδέα ότι η Γαλλία θα έπρεπε να έχει ένα “Maison de la Culture”, που θα συγκεντρώνει την τέχνη, τον κινηματογράφο, τη μουσική και τη λογοτεχνία στις πόλεις, επινοήθηκε για πρώτη φορά από τον Αντρέ Μαλρό [μυθιστοριογράφος, θεωρητικός της τέχνης και πρώτος υπουργός Πολιτιστικών Υποθέσεων της Γαλλίας]. Ο Πομπιντού ήταν επίσης πολύ υποστηρικτικός. Πιστεύω πραγματικά ότι οι μεγάλες αλλαγές στην αρχιτεκτονική είναι δυνατές μόνο αν έχεις έναν καλό πελάτη. Η σύζυγος του Ζορζ, η Κλοντ, ήταν επίσης μια εξαιρετική κυρία» θυμάται.
Ο Ζορζ Πομπιντού, όπως και η Κλοντ, ήταν παθιασμένος με τη σύγχρονη τέχνη και το design. Το 1972, μάλιστα, κάλεσαν τον Πιέρ Πολέν, έναν σχεδιαστή γνωστό για τα διαστημικά έπιπλά του, να δημιουργήσει νέους εσωτερικούς χώρους για το ιδιωτικό διαμέρισμά τους στο Ανάκτορο των Ηλυσίων, την επίσημη κατοικία του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Αρχικά οι αντιδράσεις για το Κέντρο Πομπιντού, το οποίο συχνά παρομοιάζεται με διαστημόπλοιο εξωγήινων, υπήρξαν ιδιαίτερα αρνητικές. «Οι ταξιτζήδες μου έλεγαν “Regardez!” (Κοιτάξτε!) και ξεκινούσαν ένα παραλήρημα εναντίον του κτιρίου. Με τόση εχθρότητα έπρεπε να κρατάω χαμηλό προφίλ μεταξύ αγνώστων» λέει ο Πιάνο.
Το κτίριο, που πολλοί παρομοίαζαν χλευαστικά και με «διυλιστήριο πετρελαίου», έγινε στόχος αμέτρητων μηνύσεων. «Μας έκαναν αγωγές πολύ συχνά. Μια φορά με το επιχείρημα ότι ο Προυβέ δεν ήταν διπλωματούχος αρχιτέκτονας» θυμάται. Αρχικά, ο γαλλικός Τύπος επίσης κατακεραύνωνε το κτίριο. «Το Παρίσι έχει το δικό του τέρας, όπως αυτό στο Λοχ Νες» είχε χλευάσει η εφημερίδα Le Figaro.

«Μια μέρα ο Ρίτσαρντ και εγώ ήμασταν έξω από το κτίριο, που ήταν ακόμα ημιτελές. Είδαμε μια γυναίκα να παλεύει με μια ομπρέλα που είχε γυρίσει ανάποδα από τον αέρα και ο Ρίτσαρντ έσπευσε να τη βοηθήσει να τη φτιάξει. Οταν της ανέφερε πως ήταν ένας από τους αρχιτέκτονες του κτιρίου, εκείνη προσποιήθηκε χαριτολογώντας ότι τον χτυπούσε με την ομπρέλα, σαν να ήθελε να υπονοήσει ότι ήταν άτακτος κατεργάρης».
Ωστόσο, μετά τα εγκαίνια, το 1977, οι Παριζιάνοι άρχισαν σταδιακά να εκτιμούν το μουσείο. Σήμερα, δε, είναι ένα από τα πιο δημοφιλή δημόσια ιδρύματα του Παρισιού, τρίτο πίσω από το Λούβρο και το Μουσείο Ορσέ ως προς τον αριθμό επισκεπτών.
Εμπνέει επίσης τους αρχιτέκτονες. «Το Κέντρο Πομπιντού, ριζοσπαστικό κατά την ολοκλήρωσή του, συνεχίζει έκτοτε να επηρεάζει τον σχεδιασμό των δημόσιων κτιρίων» λέει στο BBC ο Χιού Μπρότον, ιδρυτής του γραφείου Hugh Broughton Architects με έδρα το Λονδίνο. «Είναι ένα εκπληκτικά γενναίο, γενναιόδωρο κτίριο, του οποίου ο μεγάλος δημόσιος χώρος προάγει τη συνάθροιση, το θέατρο του δρόμου και την υψηλότερης ποιότητας παρακολούθηση ανθρώπων.
»Η βασική του ιδέα στηρίζεται στις μεσαιωνικές αρχές της κατασκευής κάστρων και τη συνδυάζει με μια προσέγγιση Arts and Crafts, που αξιοποιεί την κατασκευή ως αισθητικό μέσο. Το αποτέλεσμα είναι ένα κτίριο δυναμικό, φιλόξενο, ισότιμο, διαφανές, με φοβερή θέα, δηλαδή έχει όλα τα καλά χαρακτηριστικά της μεγάλης αρχιτεκτονικής. Αλλαξε τον τρόπο με τον οποίο μια ολόκληρη γενιά αρχιτεκτόνων σκέφτεται για τα κτίρια, τοποθετώντας στο επίκεντρο τους χρήστες τους» παρατηρεί ο βρετανός αρχιτέκτονας.
Ο Ρέντσο Πιάνο, γράφει, τέλος, στο BBC ο Ντομινίκ Λουτσένς, είναι επίσης γνωστός για την αξιοποίηση του φωτός στα έργα του, με αποτέλεσμα αιθέριο, όπως συμβαίνει με το γυάλινο Shard, το οποίο σε ορισμένες συνθήκες φωτισμού μπορεί να φαίνεται ότι εξαφανίζεται. Ο κριτικός αρχιτεκτονικής Νικολάι Ουρούσοφ έχει πει για το έργο του Πιάνο συνολικά: «Η γαλήνη των καλύτερων κτιρίων του Ρέντσο Πιάνο μπορεί να σε κάνει σχεδόν να πιστέψεις ότι ζούμε σε έναν πολιτισμένο κόσμο».
Για τον ίδιο τον Πιάνο, ποια είναι η κύρια αρχιτεκτονική κληρονομιά του Κέντρου Πομπιντού; «Το κτίριο είναι απόδειξη ότι ο πολιτισμός δεν υποφέρει όταν είναι πιο δημόσιος. Είναι ένα μέρος όπου, κατά κύριο λόγο, συγκεντρώνονται άνθρωποι. Συγκεντρώνει τέχνη, ζωή και πολιτισμό, όχι πολιτισμό με κεφαλαίο Π, αλλά με μικρό. Οταν άνοιξε, έφερε τον πολιτισμό σε όλους και έκανε την πόλη καλύτερο μέρος για αυτόν».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
