Πόσο αντέχει το ευρωπαϊκό «τείχος» ενάντια στη μετανάστευση;
Πόσο αντέχει το ευρωπαϊκό «τείχος» ενάντια στη μετανάστευση;
Η παράτυπη μετανάστευση προς την Ευρώπη έχει μειωθεί θεαματικά, ανατρέποντας την εντύπωση ότι τα ευρωπαϊκά σύνορα βρίσκονται υπό ανεξέλεγκτη πίεση. Οι αφίξεις έχουν μειωθεί περισσότερο από 50% την τελευταία διετία, όχι επειδή βελτιώθηκαν οι συνθήκες στις χώρες προέλευσης, αλλά χάρη σε μια σκληρή στρατηγική αποτροπής που μεταφέρει τα «τείχη» της ΕΕ πολύ πέρα από τα δικά της εδάφη. Η πολιτική αυτή, βασισμένη σε συμφωνίες με αυταρχικά καθεστώτα και σε νέα τεχνολογικά μέσα επιτήρησης, έχει φέρει αποτελέσματα, αλλά εγείρει σοβαρά ηθικά διλήμματα και ερωτήματα για το μέλλον.
«Η Ευρώπη έχει σοβαρό πρόβλημα. Παράνομοι μετανάστες εισβάλλουν κατά χιλιάδες», δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ στις 23 Σεπτεμβρίου, από το βήμα του ΟΗΕ. Αν ακούσει κανείς και άλλους πολιτικούς, θα σχηματίσει την εντύπωση ότι η παράτυπη μετανάστευση προς την Ευρώπη είναι ένα ασταμάτητο κύμα που απειλεί να κατακλύσει την ήπειρο.
Κι όμως, όπως αποκαλύπτει ο Economist, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Στους πρώτους οκτώ μήνες του τρέχοντος έτους, περίπου 112.000 άνθρωποι εισήλθαν παράνομα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αριθμός μειωμένος κατά 21% σε σχέση με πέρυσι. Σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023, η πτώση φτάνει το εντυπωσιακό 52%. Τότε, 231.000 άτομα είχαν καταφέρει να φτάσουν είτε στις ακτές της Ευρώπης, είτε να περάσουν τα χερσαία σύνορά της.
Οι αιτίες που ωθούν ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους δεν έχουν εκλείψει. Στο Αφγανιστάν και την Ερυθραία συνεχίζουν να επικρατούν καταπιεστικά καθεστώτα· στο Σουδάν και στη ζώνη του Σαχέλ μαίνονται εμφύλιοι και ένοπλες εξεγέρσεις· ενώ χώρες όπως το Μπανγκλαντές και η Αίγυπτος εξακολουθούν να πλήττονται από φτώχεια, σπρώχνοντας πολλούς νέους να αναζητήσουν δουλειά στην Ευρώπη.
Η πτώση των ροών, εξηγεί ο Economist, δεν οφείλεται σε αλλαγή των «παραγόντων ώθησης», αλλά στη νέα στρατηγική της ΕΕ. Η Ενωση εφαρμόζει σκληρές μεθόδους αποτροπής μακριά από τις δικές της ακτές, πειραματιζόμενη με πολιτικές που συχνά προκαλούν ανησυχία για τις συνέπειές τους.
Τα τελευταία χρόνια, οι περισσότεροι παράτυποι μετανάστες φτάνουν διά θαλάσσης, ακολουθώντας τρεις βασικές διαδρομές:
- Κεντρική Μεσόγειος: από την Τυνησία και τη Λιβύη προς την Ιταλία, την Ελλάδα και τη Μάλτα.
- Ανατολική Μεσόγειος: από την Τουρκία προς την Κύπρο και την Ελλάδα, είτε διά θαλάσσης είτε διά ξηράς.
- Δυτική Αφρική: από χώρες όπως η Μαυριτανία και το Μαρόκο προς τα Κανάρια νησιά, ισπανικό έδαφος στον Ατλαντικό.
Η λεγόμενη «προσφυγική κρίση» της Ευρώπης ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 2010, με τον εμφύλιο στη Συρία να δημιουργεί το μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 2015 περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι έφτασαν στην Ευρώπη. Τότε η ΕΕ πόνταρε στη στρατηγική της αποτροπής: δυσκολεύοντας το πέρασμα, θα απέτρεπε κι άλλους από το να επιχειρήσουν το ταξίδι. Επί χρόνια, η τακτική αυτή φαινόταν να αποτυγχάνει.
Η πανδημία οδήγησε σε μείωση των αφίξεων, αλλά αμέσως μετά οι παράτυπες αφίξεις αυξάνονταν ξανά κάθε χρόνο, φτάνοντας το 2023 στις 380.000. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2024, ενώ παραδοσιακά οι καλές καιρικές συνθήκες οδηγούσαν σε έξαρση των ροών, η εικόνα ήταν διαφορετική: η αποτροπή λειτούργησε.
Αόρατα τείχη
Η ΕΕ, γράφει ο Economist, ουσιαστικά έχει στήσει ένα «αόρατο τείχος» μακριά από τα δικά της σύνορα, ώστε οι μετανάστες να αναχαιτίζονται πριν καν πατήσουν ευρωπαϊκό έδαφος και ζητήσουν άσυλο. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ενός πλέγματος συμφωνιών με χώρες διέλευσης, στις οποίες δίνονται γενναία πακέτα βοήθειας και επενδύσεων. Η Αίγυπτος έλαβε υποσχέσεις για 7,4 δισ. ευρώ, η Τυνησία για ένα δισ. ευρώ, ενώ ταυτόχρονα η ΕΕ και τα κράτη-μέλη χρηματοδοτούν και εκπαιδεύουν λιμενικούς, συνοριοφύλακες και αστυνομικές δυνάμεις.
Οι πρώτες τέτοιες συμφωνίες είχαν γίνει ήδη το 2015 με την Τουρκία και το 2017 με τη Λιβύη, αλλά η αποτελεσματικότητά τους ήταν περιορισμένη: έκλειναν κάποιες οδούς, αλλά οι ροές μετατοπίζονταν αλλού. Οσο, όμως, τα συμφωνημένα μέτρα απλώνονται σε όλο και περισσότερες χώρες της Βόρειας και Δυτικής Αφρικής, τόσο δυσκολότερο γίνεται να βρεθούν παρακαμπτήριες διαδρομές. Ετσι, μετά τη συμφωνία ΕΕ – Τυνησίας, οι διελεύσεις από την κεντρική Μεσόγειο μειώθηκαν κατά 58%. Αντίστοιχα, η συμφωνία με τη Μαυριτανία μείωσε τις ροές προς τα Κανάρια κατά 52%.
Το δεύτερο σκέλος της ευρωπαϊκής στρατηγικής, σύμφωνα με τον Economist, είναι η ενίσχυση της επιτήρησης. Οι αφρικανικές ακτές είναι απέραντες και αραιοκατοικημένες, γεγονός που δυσκολεύει τον έλεγχό τους. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, αυτό αλλάζει. Ο οργανισμός Frontex χρησιμοποιεί drones για να παρακολουθεί τα ύδατα της Λιβύης και της Τυνησίας, ενημερώνοντας άμεσα τις τοπικές αρχές για την πορεία σκαφών με μετανάστες. Μόνο την τριετία 2021-2024, οι τοποθεσίες σκαφών κοινοποιήθηκαν στις λιβυκές αρχές πάνω από 2.000 φορές.
Το κόστος της επιτυχίας
Ομως η «επιτυχία» αυτή συνοδεύεται από σοβαρές καταγγελίες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι λιμενικές δυνάμεις της Λιβύης είναι παραστρατιωτικές ομάδες, που κατηγορούνται για κακοποιήσεις, βιασμούς και δουλεία. Η Μάλτα έχει κατηγορηθεί ότι συνεργάζεται με επικίνδυνες λιβυκές ομάδες οι οποίες αναλαμβάνουν να απωθούν βάρκες από τα χωρικά της ύδατα. Στην Τυνησία, οι Αρχές εγκαταλείπουν μετανάστες στην έρημο κοντά στα σύνορα με την Αλγερία· στη Μαυριτανία, χιλιάδες άνθρωποι απωθούνται προς το Μάλι και τη Σενεγάλη.
Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποστηρίζουν ότι η σκληρότητα είναι δομικό στοιχείο αυτής της πολιτικής, αφού στηρίζεται σε αυταρχικά καθεστώτα τα οποία χρησιμοποιούν βίαιες μεθόδους για να αποτρέψουν τη διέλευση. Η ΜΚΟ SOS Méditerranée καταγγέλλει «διοικητική παρενόχληση» που δυσκολεύει τις αποστολές διάσωσης. Τον Αύγουστο, λιβυκό περιπολικό πυροβόλησε εναντίον πλοίου διάσωσης της οργάνωσης.
Ταυτόχρονα, η Μεσόγειος παραμένει μια θανάσιμη διαδρομή: μόνο φέτος, τουλάχιστον 456 άνθρωποι πνίγηκαν στην κεντρική διαδρομή και πάνω από 420 αγνοούνται, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Economist. Ειδικοί προειδοποιούν ότι όσο κλείνουν οι συντομότερες διαδρομές, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος να επιχειρούνται πιο μακρινές και επικίνδυνες, όπως από τη Σενεγάλη ή τη Γκάμπια.
Παρά τις επιτυχίες, γράφει ο Economist, το ερώτημα είναι αν η τάση αυτή μπορεί να συνεχιστεί. Η πίεση της μετανάστευσης αναμένεται να αυξηθεί λόγω πληθυσμιακής έκρηξης, κλιματικής αλλαγής και ανασφάλειας στην Υποσαχάρια Αφρική. Παράλληλα, η ΕΕ εξαρτάται από την καλή θέληση τρίτων χωρών· η Τουρκία και το Μαρόκο έχουν ήδη χρησιμοποιήσει την «απειλή» του ανοίγματος των ροών ως διαπραγματευτικό όπλο για περισσότερη χρηματοδότηση ή για να κάμψουν την ευρωπαϊκή κριτική στην εξωτερική τους πολιτική.
Για αυτόν τον λόγο, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιχειρούν να κάνουν τις χώρες τους λιγότερο ελκυστικές για τους μετανάστες: η Ιταλία επιχείρησε να μεταφέρει τις διαδικασίες ασύλου στην Αλβανία (αν και το Δικαστήριο της ΕΕ το απέρριψε), ενώ η χώρα μας πρόσφατα ψήφισε νέο πλαίσιο που προβλέπει φυλάκιση για όσους μένουν παράνομα μετά την απόρριψη της αίτησης ασύλου.
Ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να επενδύσει περισσότερο στην αντιμετώπιση των αιτιών της μετανάστευσης: τη φτώχεια, τις συγκρούσεις, την ανασφάλεια. Ομως, μετά τις αποτυχημένες επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Λιβύη, η Δύση δεν δείχνει διάθεση για ειρηνευτικές αποστολές. Επιπλέον, ιστορικά, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου σε φτωχές χώρες οδηγεί αρχικά σε αύξηση της μετανάστευσης, καθώς περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να πληρώσουν τους διακινητές.
Παρά τις αντιφάσεις και τα ηθικά διλήμματα, καταλήγει ο Εconomist, η ΕΕ απέδειξε πλέον ότι η σκληρή αποτροπή μπορεί να μειώσει τις παράτυπες αφίξεις. Το «τζίνι» έχει βγει από το μπουκάλι και δύσκολα θα ξαναμπεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
