Η «χρυσή εποχή» του Διονύση Σαββόπουλου
Η «χρυσή εποχή» του Διονύση Σαββόπουλου
Τι θα γινόταν αν βάζαμε ένα απροειδοποίητο τεστ με θέμα: ποιος είναι ο ήχος του Σαββόπουλου με τον οποίο ξεκινάει η δεκαετία του 1970; Ακόμη και αν δεν πέσουν όλοι μέσα, και ένα μόνο τραγούδι από τον «Μπάλλο» του 1971 να τους έρθει –ο «Παλιάτσος κι ο ληστής», για παράδειγμα, ή το «Κιλελέρ» ή το «Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα»- θα είναι ολόσωστοι.
Κι αυτό επειδή ο θρυλικός δίσκος κυκλοφορεί στις 30 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς εγκαινιάζοντας μία δεκαετία που κατά τεκμήριο θεωρείται «χρυσή» μέσα στην εργογραφία του. Και είναι ακριβώς αυτή την εποχή που αναδεικνύει το αριστουργηματικό από πολλές απόψεις φιλμ του 1975 «Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος» του Λάκη Παπαστάθη, το οποίο θεωρείτο χαμένο για χρόνια, προβλήθηκε ήδη στο Μουσείο Μπενάκη και πλέον έχει ανεβεί στο ERTflix.
Το trailer της ταινίας (YouTube/ΕΡΤ):
Ο 32χρονος τότε Παπαστάθης συναντά τον 31χρονο Σαββόπουλο, ο οποίος συμπληρώνει μία δεκαετία στη μουσική. Το «γιορτάζει», λοιπόν, με το άλμπουμ «Δέκα χρόνια κομμάτια», ερμηνεύοντας σε νέες εκτελέσεις ορισμένα από τα τραγούδια που τον είχαν καθιερώσει στον χώρο. Κι αξίζει να τα θυμάται κανείς καθώς δείχνουν πόσο έχουν αντέξει μέσα στον χρόνο: «Οι δεκαπέντε (Αμνηστεία ’64)», «Η παράγκα», «Το θηρίο», «Σωματική ανάγκη», «Μια θάλασσα μικρή», «Στη συγκέντρωση (της Ε.Φ.Ε.Ε.)», «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας» (με τη φιλική συμμετοχή της Δόμνας Σαμίου, σε στίχους Ντίνου Χριστιανόπουλου), «Η δοκιμή», «Σημείωμα», «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», «Θεία Μάνου», «Σύρμα», «Ολαρία ολαρά», «Σαν τον Καραγκιόζη», «Επέτειος». Φυσικά, η μεγάλη στιγμή του άλμπουμ είναι η ερμηνεία της Σωτηρίας Μπέλλου στο «Ζεϊμπέκικο» («Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια»), το οποίο είχε πρωτοτραγουδήσει ο ίδιος Σαββόπουλος το 1972 στο «Βρώμικο ψωμί».

Από εκείνη τη συνάντηση προέρχεται και η ατάκα της ρεμπέτισσας «Αχ, ρε Διονύση, μ’ έκανες και τραγούδησα ποπ», την οποία ακούμε και ξανακούμε χάρη ακριβώς στην καταγραφή του Λάκη Παπαστάθη. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι επίσης το 1975 (τον Σεπτέμβριο, συγκεκριμένα) κυκλοφορούν σε 45άρι δύο εξαιρετικά κομμάτια: ο «Καθρέφτης» του Μπαγιαντέρα και ο «Πολιτευτής», που θα γίνει γνωστότερος από την επανεκτέλεσή του στη «Ρεζέρβα» το 1979. («Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία/ και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία;/ τώρα κοκορεύεσαι επάνω στον εξώστη/ και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη/ Στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί/ θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή»).

Το «Ζεϊμπέκικο», λοιπόν, πρωτακούγεται στο άλμπουμ «Το βρώμικο ψωμί» του 1972, το οποίο για πολλούς θεωρείται το ωριμότερο στιχουργικά, μέχρι εκείνη την περίοδο, έργο του τραγουδοποιού. Ξεχωρίζουν το «Αγγελος εξάγγελος», δηλαδή το τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν «The wicked messenger» σε διευρυμένη διασκευή, η 12λεπτη «Μαύρη θάλασσα», το «Ελσα σε φοβάμαι» και το «Δημοσθένους λέξις». Το τελευταίο κομμάτι αφιερώνεται στην ταινία στον Στέλιο Καζαντζίδη (φαίνεται καθαρά η καρτέλα με την αφιέρωση στον τραγουδιστή «που ζήτησε μια ταπεινή θέση στο πάθος») και αυτό τη μαρτυρία του Σαββόπουλου ότι το τραγούδι προοριζόταν για τον Καζαντζίδη: «Ήθελα πολύ να πει το τραγούδι μου “Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή”. Τον γνώρισα, βρεθήκαμε στο Μεγάλο Πεύκο. Κι έγινε ολόκληρη ιστορία για να καταλήξουμε…Ενώ το συζητήσαμε, το δοκιμάσαμε, το ετοιμάσαμε σε πρόβα με την κιθάρα… μαγειρεύτηκε πολύ για να παρθεί η απόφαση. Τελικά με διάφορες προφάσεις δεν ήρθε στο ραντεβού. Μέσα μου το περίμενα, ήξερα ότι δεν θα το πει ο Στέλιος, δεν ήθελε, το φοβόταν το τραγούδι, τα λόγια του» (από το αφιέρωμα της «Οδού Πανός», σε επιμέλεια του Θωμά Κοροβίνη).

Το ίδιο το «Ζεϊμπέκικο» είναι «πρώτα ένας θρήνος, όπου ο τραγουδοποιός αυτοβιογραφείται πενθώντας το κενό που καθρεφτίζουν τα τραγούδια του, καθώς αρνούνται ν’ ανοιχθούν στην ελευθερία, ανίκανα να μεταγγίσουν στους ακροατές τους τις βαθύτερες αρχές της, αφού δεν τις ζουν ούτε τα ίδια. Γι’ αυτό και νιώθει πως δεν τραγουδά “σωστά”, πως τα τραγούδια του είναι “βρώμικο ψωμί”», σημειώνει ο Δημήτρης Καράμπελας στην ωραία μελέτη του «Διονύσης Σαββόπουλος» («Μεταίχμιο», β’ έκδοση αναθεωρημένη, 2025).
Η «Μαύρη θάλασσα», πάλι, είναι «σαν τα Βαλκάνια…: ένας τόπος που δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς τα μυστήριά του», όπως γράφει ο Δ. Σαββόπουλος στο αυτοβιογραφικό «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδ. Πατάκης, 2025). «Ενας θίασος εμφανίζεται πάλι και ανακαλεί μνήμες, ονόματα και σύμβολα, μόνο που δεν ξέρει τι να κάνει μ’ αυτά. Επαναλαμβάνει σαν ρεφρέν: Δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό». Και είναι από τις ευτυχείς στιγμές στην ταινία του Λάκη Παπαστάθη ότι καταγράφεται ο Δ. Σαββόπουλος την ώρα που περφορμάρει με αυτό το ρεφρέν κοιτάζοντας τους θεατές.

Το 1976 γράφει τη μουσική για το «Happy day» του Παντελή Βούλγαρη, απ’ όπου θα ξεχωρίσει η ερμηνεία ενός άλλου «παλαιού», του Μιχάλη Μενιδιάτη στον «Λαϊκό τραγουδιστή» («Ομως τούτη η θητεία δεν σταματάει πουθενά»). Στον δίσκο εκείνο «έρχεται αντιμέτωπος με το βαθύτερο τραύμα της μεταπολεμικής Ελλάδας: τη Μακρόνησο – το φάσμα των διωγμών και της εξορίας, που τα πρώιμα πολιτικά του τραγούδια απωθούσαν με τη νεανική τους πίστη στη δημοκρατική αποκατάσταση («Αμνηστία ’64», «Ήλιε αρχηγέ»), όπως επισημαίνει και πάλι ο Δ. Καράμπελας.

Μεγάλος σταθμός θα είναι και ο δίσκος της επόμενης χρονιάς από ένα πεδίο διαφορετικό που άφησε εποχή: «Αχαρνής, ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» είναι η δική του ανάγνωση στο έργο του αρχαίου κωμωδιογράφου, η οποία τελικά απέκτησε οντότητα μέσα στον χρόνο και μπορεί να σταθεί από μόνη της χωρίς να χρειάζεται θεατρικό ανέβασμα. Συνεργάτες του εκεί ορισμένοι από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς της εποχής: Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Νίκος Ζιώγαλας, Ηλίας Λιούγκος, Βαγγέλης Ξύδης, Μανώλης Ρασούλης, Κώστας Γεωργίου.

Με τον Ρασούλη και τον Παπάζογλου, όπως και τον Νίκο Ξυδάκη, θα ξανασυναντηθεί σε ένα χρόνο, αυτή τη φορά από ένα άλλο «μετερίζι»: εκείνο του παραγωγού. Διότι αυτός είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από το άλμπουμ «Η εκδίκηση της γυφτιάς» του 1978, στο οποίο πιστεύει πολύ όσο οι άνθρωποι των εταιρειών κάνουν πίσω (για την ιστορία, στον δίσκο συμμετέχουν οι Σοφία Διαμαντή και Δημήτρης Κοντογιάννης). Και πιθανότατα χάρη στη δική του επιμονή ο Αλέκος Πατσιφάς της LYRA δέχεται να κυκλοφορήσει το άλμπουμ, το οποίο ηχογραφήθηκε στο στούντιο «Αγροτικό» του Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη. Και η δεκαετία θα κλείσει με τη «Ρεζέρβα», απ’ όπου προέρχονται επίσης ορισμένα από τα διαχρονικά τραγούδια του: «Για την Κύπρο», «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» (με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη), «Τι έπαιξα στο Λαύριο», «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο», «Άσπα» κ.ά.

Η εποχή που καταγράφεται στο «Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος» είναι φυσικά η Μεταπολίτευση στα πρώτα της βήματα. Ο τραγουδοποιός εκφράζει, όπως πάντα, την προσωπική του ανάγκη κρατώντας αποστάσεις από τα τραγούδια που γεμίζουν στάδια, αλλά τώρα πια και για όποιο κόμμα πιστεύει ότι εκφράζει την Αριστερά. «Στη Μεταπολίτευση, που όλοι πήγαιναν και γράφονταν στα κόμματα, σαν μόδα, η δική μας φουρνιά, τριαντάρηδες πια και τριανταπεντάρηδες, απουσίασε» γράφει στο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα». «Οι μικροί ινστρούχτορες, βέβαια, επανήλθαν στα μέσα και στα έξω. Εμάς δεν μας έπαιρνε πια. Πολλή κομματίλα, το βλέπαμε. Όσο για την Αριστερά, είχε γίνει πια κυρίαρχη στά πανεπιστήμια, στις μπουάτ, στα ΜΜΕ, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, στο θέατρο, στις δισκογραφικές εταιρείες, σε αυτό που λέμε “χώρο των ιδεών”, στα διαφημιστικά γραφεία… Λάβαμε αποστάσεις οι φίλοι κι εγώ. Και σιγά σιγά υποχωρήσαμε στους τελευταίους προμαχώνες της ζωής, που είναι η δουλειά και το σπίτι. Αλλά ποτέ δεν εφησυχάσαμε».
INFO: O Διονύσης Σαββόπουλος θα εμφανιστεί στο Rockwave Festival το Σάββατο 14 Ιουνίου στο Terra Vibe στην Αθήνα και το Σάββατο 21 Ιουνίου στο Terra Republic στη Θεσσαλονίκη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
