1000
|

Η έξωση

Avatar Νίκη Κόλλια 28 Δεκεμβρίου 2012, 06:51

Η έξωση

Avatar Νίκη Κόλλια 28 Δεκεμβρίου 2012, 06:51

Όταν του άνοιξε η πιο μικρή, εκείνος άρχισε να διαβάζει ένα ατελείωτο κατεβατό, χωρίς το παιδί να καταλαβαίνει. Τα ελληνικά της ήταν λιγοστά και οι λέξεις του γρήγορες, δύσκολες και μεγάλες. Του χαμογελούσε ωστόσο μέχρι εκείνος να τελειώσει με όλα τα χαρτιά του. Ύστερα η μικρή φώναξε το μεγαλύτερο αδερφό της, που μόλις είχε ξυπνήσει. Στο μέσα δωμάτιο η μητέρα τους κοιμόταν ακόμη. Τα χάπια την πιάνουν πια το ξημέρωμα και με δυσκολία σηκώνεται αργά το μεσημέρι σέρνοντας πόδια και χέρια ως την κουζίνα.

Στο Όνομα του Ελληνικού Λαού και κατόπιν σχετικής εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου του ιδιοκτήτη η οικογένεια έπρεπε αμέσως να αδειάσει το σπίτι. Το αγόρι, δεκάξι στα δεκαεφτά, ψέλλισε ένα χλωμό, τρεμάμενο ναι και φώναξε στη μικρή που χόρευε αμέριμνη δίπλα του, να ξυπνήσει τη μάνα τους. «Δυνάμει της διάταξης του ΚΠολΔ 9…» έλεγε σε ήρεμο τόνο ο δικαστικός επιμελητής, όταν η μητέρα των παιδιών εμφανίσθηκε μπροστά του με το νυχτικό, χωρίς παντόφλες και με τα δυο άλλα παιδιά της κρυμμένα από πίσω της. Ο επιμελητής τους έδειχνε για ώρα ένα χαρτί, αυτοί άρχισαν να φωνάζουν έντονα στη γλώσσα τους, εκείνος δεν καταλάβαινε λέξη, αυτοί είχαν ήδη καταλάβει όχι τις λέξεις του, μονάχα το νόημα των χαρτιών του. Τα παιδιά μπήκαν τρέχοντας στα δωμάτια και άρχισαν να μαζεύουν ό,τι μπορούσαν. Εκείνη φόρεσε το παλτό της πάνω απ’ το νυχτικό και ξυπόλητη σαν υπνωτισμένη βγήκε από το σπίτι. Στα μισά της σκάλας λύθηκε σε κλάματα. Πρώτα αθόρυβα και ύστερα με ουρλιαχτά. Τραβούσε τα μαλλιά, τα ρούχα της, το δέρμα και με τις δυο παλάμες της χτυπούσε τους τοίχους και τα κάγκελα του σπιτιού, φτύνοντας ακατανόητες ξένες λέξεις στη δική της γλώσσα.

Γρήγορα οι γείτονες άκουσαν τις φωνές, τα κλάματα και τα χτυπήματά της και άνοιξαν τις πόρτες τους ανήσυχοι να δουν τι τρέχει πρωί-πρωί. Ως τότε δεν ήξεραν ούτε το όνομά της. Κάποιοι μάλιστα δεν την είχαν δει ποτέ. «Οι Πολωνοί του πρώτου» έτσι τους φώναζαν, όταν ήθελαν να κάνουν παράπονα και πολλά βράδια τους ενοχλούσαν τα παιδιά που έτρεχαν πάνω-κάτω σαν τρελά στη σκάλα. Η πιο μεγάλη γειτόνισσα του τρίτου γονάτισε δίπλα στη μητέρα, άνοιξε τα χέρια και δίχως δεύτερη σκέψη την πήρε αγκαλιά. «Χρονιάρες μέρες να τους πετάξει στο δρόμο. Με τέσσερα παιδιά και αυτή άρρωστη» έλεγε και ξανάλεγε, της χάιδευε τα μαλλιά και της σκούπιζε τα μάτια. Μια άλλη γειτόνισσα μπήκε στο σπίτι. «Τι να σου κάνουν μόνα τέσσερα παιδιά, τι να πρωτομαζέψουν;». Μέχρι τότε και αυτή και οι κόρες της γκρίνιαζαν πρωί-βράδυ για τη βρώμα που αναδυόταν από το πάντα κλειστό διαμέρισμα. Ύστερα βγήκε ο διπλανός, κάτασπρος και λυπημένος, σήκωσε τη γυναίκα αγκαλιά και την έβαλε στο δικό του σπίτι. Της έφτιαξε τσάι, της έδωσε νερό. Εκείνη δεν μπορούσε να κρατήσει ούτε το ποτήρι. Την τύλιξε με μια κουβέρτα, της έδωσε το νερό γουλιά-γουλιά. Μέχρι τότε δεν την είχε δει ποτέ. Μονάχα κάτι βράδια κοπανούσε τη μεσοτοιχία για να βγάλουν επιτέλους το σκασμό τα παιδιά και να μπορέσει να κοιμηθεί και εκείνος.

Τα παιδιά έβγαζαν ένα-ένα τα πράγματα του σπιτιού τους στη σκάλα. Σακούλες σούπερ-μάρκετ, κουτιά, αντικείμενα, ρούχα και ταψιά το ένα πάνω και μέσα στο άλλο, ένα ολόκληρο σπίτι μαζεμένο κακήν κακώς και απλωμένο άτσαλα σε είκοσι μόλις σκαλοπάτια. Απ’ τη μισάνοικτη πόρτα του διαμερίσματος ξεπρόβαλε ένα τεράστιο πλαστικό έλατο με λίγες μπάλες και αναμμένα ακόμη τα φωτάκια. Ένα δέντρο για τα παιδιά, για τα Χριστούγεννα.

Από πέρσι ο πατέρας τους τα έχει εγκαταλείψει. Τέσσερα παιδιά σε δυο δωμάτια και μια άρρωστη μητέρα. «Η γάτα των Πολωνών έφερε τους ψύλλους, οι Πολωνοί που δεν έχουν πληρώσει ποτέ κοινόχρηστα και γυρνάνε σαν αδέσποτα τα βράδια, με μια μάνα ημίτρελη που τα έχει παρατημένα». Έτσι έλεγε μέχρι τότε το πόρισμα των γειτόνων. Ο διπλανός κάλεσε το ΕΚΑΒ. «Τρέμει η γυναίκα και δεν μπορεί να μιλήσει. Καλά-καλά δεν ανασαίνει, ελάτε γρήγορα» είπε στην τηλεφωνήτρια. «Πες της πως τα νεύρα της δεν είναι καλά, πως της έκαναν έξωση με αυτό το κρύο, που θα πάνε, τι θα απογίνουν χειμώνα καιρό;» φώναζε δίπλα του η γιαγιά του τρίτου και αγκάλιαζε όλο και πιο σφικτά ένα απ’ τα παιδιά που κάθονταν ζαρωμένα δίπλα σε μια σόμπα. Τα δυο μικρότερα έκλαιγαν με αναφιλητά. «Μη φοβάστε, εγώ είμαι εδώ» έλεγε και ξανάλεγε ο γείτονας σχεδόν σοκαρισμένος.

Μισή ώρα αργότερα μες το ασθενοφόρο μαζί με την ξένη έμπαινε και μια γειτόνισσά της. «Θα έρθω και ’γω μαζί, μην ανησυχείς για τα παιδιά, είναι ασφαλή, δεν θα τα αφήσουμε», της είπε και κάθισε δίπλα της κρατώντας την σε όλη τη διαδρομή από το χέρι.

Από το τζάμι του διπλανού τα παιδάκια της κοιτούσαν τη μάνα τους μαραμένα. Ο άνδρας τα πήρε στην κουζίνα να μη βλέπουν άλλο τέτοιες σκληρότητες, τους έστυψε όσα πορτοκάλια βρήκε, τους έκοψε και μήλα. Λίγο μετά η γιαγιά του τρίτου τους έφερε μακαρόνια με ό,τι κιμά περίσσεψε από χθες και δυο παιχνίδια των εγγονών της. Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι διαδικασίες είχαν ολοκληρωθεί. Η πολωνική πρεσβεία θα τους βοηθούσε: δυο ζεστά δωμάτια, φρέσκο φαγητό και ψυχολογική υποστήριξη.

Πριν φύγουν όλη η πολυκατοικία μαζεύτηκε στην είσοδο. Χάιδευαν τα παιδιά για πολλή ώρα, τα αγκάλιαζαν, τα φιλούσαν ένας-ένας σα συγγενείς, σαν οικογένεια. Μαλάκωσαν οι καρδιές απ’ τη θέα της δυστυχίας και τις τύψεις, έχωσαν ό,τι λεφτά μπορούσαν στις τσέπες των παιδιών, «εμείς είμαστε δω για σας» τους έλεγαν και τους ξανάλεγαν, καθώς τα τύλιγαν στα κασκόλ και τα σκουφιά και κουβαλούσαν ως το αυτοκίνητο της πρεσβείας έναν-έναν τους μπόγους. Και τα παιδιά για πρώτη φορά κοιτούσαν τους ανθρώπους της πολυκατοικίας χωρίς φόβο και ντροπή, λες και όλοι αυτοί εδώ οι άγνωστοι και εχθρικοί μέχρι σήμερα άνθρωποι ήταν στα αλήθεια δικοί τους και τα νοιάζονταν πραγματικά.

Αύριο τα παιδιά κλείνουν μια εβδομάδα στο ίδρυμα της πρεσβείας τους. Αύριο παίρνει εξιτήριο και η μάνα τους από τον Ευαγγελισμό. Τα παιδιά θα ξαναπάνε σχολείο. Η μητέρα τους θα έχει την αναγκαία ιατρική και ψυχολογική βοήθεια. Πίσω στην πολυκατοικία ο κύριος του διαμερίσματος εγκαταστάθηκε και πάλι στην ιδιοκτησία του, το διαμέρισμα σφραγίστηκε και η έκθεση του επιμελητή παραμένει ακόμη κολλημένη στην κλειδαμπαρωμένη του πόρτα. Έτσι, για να αγκυλώνει λιγάκι ακόμη τις καρδιές των γειτόνων, καθώς ετοιμάζονται για την υποδοχή του νέου χρόνου.

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News