Ποιος φλερτάρει τώρα με τα άκρα; Η ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ;
Ποιος φλερτάρει τώρα με τα άκρα; Η ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ;
Τι απωθεί σήμερα περισσότερο τους κεντρώους που λέγεται ότι διαμορφώνουν το αποτέλεσμα στις εκλογές, όντας η κρίσιμη μάζα που μετακινείται μεταξύ των βασικών διεκδικητών της εξουσίας; Η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για να εκλεγεί ο Κώστας Τασούλας Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή το άνοιγμα του ΠΑΣΟΚ στις δυνάμεις της πλατείας των Αγανακτισμένων ώστε να επιστρέψουν μαζί του στην εξουσία;
Δύσκολο το ερώτημα ιδίως όσο το κεντρώο κοινό παραμένει φορτισμένο από το γεγονός ότι συζητήθηκε έντονα μέσω κυβερνητικών διαρροών (μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας) το όνομα του Ευάγγελου Βενιζέλου για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Πρόκειται για τον πολιτικό που πλήρωσε περισσότερο τη βία της εποχής των αγανακτισμένων, που τήρησε εθνικά υπεύθυνη στάση και δεν την εξαργύρωσε. Καθαρές κουβέντες.
Οπως καθαρό είναι και το γεγονός ότι η μη πρόταση Βενιζέλου είναι «ευλογία» για τον Νίκο Ανδρουλάκη και «κατάρα» για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα (πάλι ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας): στην Κουμουνδούρου περίμεναν πώς και πώς να εκλεγεί πρόεδρος ο Βενιζέλος με ψήφους ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για να βάλουν ξανά στο γραμμόφωνο τον δίσκο με τις αξέχαστες επιτυχίες 2012-2015 για τη συμπαιγνία του παλιού πολιτικού συστήματος κλπ.
Τούτου λεχθέντος, ας πάμε στην αντιπαράθεση ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μετά την πρόταση Μητσοτάκη για τον Τασούλα. «Ο Πρωθυπουργός επέλεξε να πορευτεί αγκαλιά με την Ακροδεξιά» δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ, Κώστας Τσουκαλάς, κατηγορώντας την κυβέρνηση της ΝΔ ότι έδειξε ανοχή στο χρυσαυγίτικο μόρφωμα των Σπαρτιατών που δήλωσαν ότι θα ψηφίσουν Τασούλα. Χωρίς φυσικά να προσκληθούν από κάποιον να το κάνουν. Εδώ ακόμη και ο πιο «αντι-μητσοτακικός» αλλά καλοπροαίρετος αναλυτής αντιλαμβάνεται ότι μόνο πρόβλημα δημιουργεί στην κυβέρνηση αυτή η κίνηση των Σπαρτιατών από τη στιγμή μάλιστα που δεν χρειάζεται τις ψήφους τους.
Αντίθετα, ας πούμε το 2014, όταν η εκλογή ΠτΔ συνδεόταν με το ενδεχόμενο πτώσης της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ανάγκη η Χρυσή Αυγή να μη ψηφίσει τον Σταύρο Δήμα που (που έλαβε τελικά 168 ψήφους στις 29/12/2014), ώστε να πέσει η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου και να αρχίσει η έφοδος προς την εξουσία μαζί με τον Πάνο Καμμένο. Οπερ και εγένετο με τα γνωστά αποτελέσματα.
Η προσέγγιση από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ που εξέφρασε ο κ. Τσουκαλάς συνδυάζεται από κάποιους παρατηρητές από το στρατόπεδο της ΝΔ με τις δηλώσεις για τα ενδεχόμενα συνεργασιών. Πιο συγκεκριμένα, με τις δηλώσεις Ανδρουλάκη στον ΣΚΑΪ 100,3 (13/11) που απέκλεισε συνεργασία με τη ΝΔ λέγοντας πως αν το ΠΑΣΟΚ δεν είναι αυτοδύναμο θα μπορούσε να υπάρξει «κυβέρνηση με κορμό το ΠΑΣΟΚ και κόμματα της Κεντροαριστεράς». Προσθέτουν οι ίδιοι κύκλοι την αποστροφή του κ. Τσουκαλά στο Open που ενέταξε στον προοδευτικό χώρο τους κ.κ. Βαρουφάκη και Κωνσταντοπούλου και τις αναφορές του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Μιχάλη Κατρίνη, που άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το αντεπιχείρημα της ΝΔ στην κατηγορία του ΠΑΣΟΚ ότι ο Μητσοτάκης χαϊδεύει τα άκρα με την επιλογή Τασούλα έχει κάποια βάση:
♦ Πρώτον, γιατί η ΝΔ του Μητσοτάκη, όπως και το ΠΑΣΟΚ, δεν είχε ποτέ πολιτικά πάρε-δώσε με τη Χρυσή Αυγή (ούτε με την αντιπροσωπεία του Κασιδιάρη που ακόμα λυμαίνεται τη Βουλή). Αυτό όμως δεν ισχύει στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ που το ΠΑΣΟΚ μοιάζει να θεωρεί υποψήφιο κυβερνητικό εταίρο, όπως και κόμματα που προήλθαν από την αντιμνημονιακή του εποχή, εκείνη των Αγανακτισμένων και του 2011.
♦ Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ μοιάζει να συντάσσεται με τα επιχειρήματα αυτού του χώρου εναντίον του κ. Τασούλα, ο οποίος ψηφίστηκε τρεις φορές (και) από ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ για Πρόεδρος της Βουλής και ουδέποτε μέχρι σήμερα είχε ακουστεί για εκείνον κάποιο παράπονο.
Ξαφνικά όμως, μετά την πρόταση Μητσοτάκη το ρολόι πήγε πίσω στον Εμφύλιο και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, με αφορμή το γεγονός ότι ο Τασούλας είναι πολιτικό «παιδί» του Ευάγγελου Αβέρωφ. Ο οποίος όμως, παρότι υπήρξε σκληρός αντίπαλος της κομμουνιστικής Αριστεράς, ουδέποτε υπήρξε Ακροδεξιός. Φυλακίστηκε από τη Χούντα, έπαιξε ρόλο για την επιστροφή του Καραμανλή το 1974 και ξερίζωσε αρκετά από τα «σταγονίδια» του καθεστώτος από το στράτευμα, ως Υπουργός Αμυνας (1974-1981).
Ακραίος λοιπόν ο Τασούλας (επειδή ο Αβέρωφ ήταν δεξιός πριν από επτά δεκαετίες, στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια), αλλά όχι ακραίοι όσοι έβριζαν τον Κάρολο Παπούλια και χοροπηδούσαν με τις κρεμάλες της Χρυσής Αυγής στο Σύνταγμα; Συναίνεση ευχαρίστως με τους δεύτερους αλλά ποτέ με τον Τασούλα; Στέκει; Οχι.
Κυρίως γιατί μια τέτοια οπτική θα σήμαινε ότι επικρατεί στο ΠΑΣΟΚ η λογική που «διαβάζει» την πολιτική αποκλειστικά ως διαμαρτυρία και όχι αυτή που υπήρχε κάποτε στο κόμμα —π.χ. την εποχή Σημίτη—, όταν επικρατούσε η φιλοσοφία ότι η πολιτική είναι μια δημιουργική δύναμη συνυφασμένη με τη σταθερότητα της χώρας και την πρόοδο της σε ένα τέτοιο περιβάλλον.
Τα φλερτ με τα άκρα δεν εικονογραφείται επομένως από έναν κοινής αποδοχής Πρόεδρο της Βουλής. Αντίθετα, το να καλοπιάνεις το βίαιο, αντι-συστημικό «αχτίφ» της περασμένης δεκαετίας, τον ακτιβισμό του λαμπόγυαλου και του «όποιον πάρει ο χάρος», είναι ένα φλερτ με τα άκρα που τα έχουμε νωπά ακόμη στη μνήμη μας και μας κόστισαν πολύ. Διότι ο «χάρος» μας πήρε όλους μαζί από την επένδυση στον πολιτικό τραμπουκισμό της περιόδου 2011-2015.
Και σε μια τέτοια περίπτωση, αν η δημοκρατική αντιπολίτευση που αντιπροσωπεύει το ΠΑΣΟΚ, και όντως θύμωσε με τις διαρροές της κυβέρνησης για τον Βενιζέλο και την επιλογή Τασούλα, οδηγήσει στο «αχτίφ» του χθες, τότε θα αντιδράσουν όχι μόνο ο Γερουλάνος και η Διαμαντοπούλου αλλά και ο ίδιος ο Βενιζέλος…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
