Ιδανικός κι αδέξιος εραστής
Ιδανικός κι αδέξιος εραστής
Ο Πάνος Θεοδωρίδης (1948-2025) ήταν ιδιαίτερος άνθρωπος, πολυσχιδής, πολυμαθής και πολυτάλαντος. Ασχολήθηκε με κάθε μορφή τέχνης, αλλά η βασική του ενασχόληση ήταν να γράφει: για πολλές δεκαετίες, το γράψιμο ήταν κάτι εύκολο και φυσικό για τον Πάνο. Τα περισσότερα κείμενά του ήταν προς βιοπορισμό, σε εφημερίδες, περιοδικά, σάιτ και εκδόσεις ποικίλες, ενώ ήταν και ποιητής και πεζογράφος. Από αυτοτελή λογοτεχνικά πεζογραφήματα, το πιο γνωστό βιβλίο του είναι μάλλον το μυθιστόρημα «Η Δεξιά Ερωμένη» που κυκλοφόρησε αρχικά το 1999 και φέτος, έξι μήνες μετά το θάνατο του συγγραφέα, κυκλοφόρησε σε νέα έκδοση, με επιμέλεια του υπογράφοντος.
Με τον Πάνο ήμασταν φίλοι και συνεργάτες για τριάντα χρόνια, οπότε μην περιμένετε κάποια δήθεν αντικειμενική και αποστασιοποιημένη θεώρηση. Για τον φίλο μου θέλω να μιλήσω, και για το βιβλίο του.
Είχα από έφηβος ένα δέος προς τον Πάνο Θεοδωρίδη, γιατί ήταν ένας από τους ήρωες της προσωπικής μου μυθολογίας, μαζί με τον φίλο του Γιάννη Πάνου ― ο ένας για την ποιητική συλλογή «Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ» (1980) και ο άλλος για το μυθιστόρημα «…από το στόμα της παλιάς Ρέμινγκτον» (1981). Ηταν κάτοχοι μιας εναλλακτικής κοσμοθεωρίας, μιας ουσιαστικότερης αλήθειας για τη ζωή που δεν είχε καμία σχέση με οτιδήποτε κυκλοφορούσε στην αρχή της μεταπολίτευσης, και προερχόταν από βαθιά γνώση, μελέτη και παρατήρηση. Τους σεβόμουν και τους ντρεπόμουν, έχοντας αίσθηση της δικής μου ανεπάρκειας, και δίσταζα να τους προσεγγίσω. (Αργότερα, όταν γίναμε όλοι φίλοι, κατάλαβα τι λάθος έκανα και πόσα χρόνια χάσαμε.)
Γνώρισα τον Πάνο Θεοδωρίδη το 1995 με τη φιλική μεσολάβηση του Μίμη Σουλιώτη. Είχα γίνει νέος εκδότης βιβλίων και ο Πάνος μίλησε στην πρώτη παρουσίαση βιβλίων που έκανα στη Θεσσαλονίκη, στο μπαρ «OttoDix». Μέναμε σε διαφορετικές πόλεις κι έτσι δεν βλεπόμασταν συχνά, οπότε μου πήρε καιρό να αποκτήσω το θάρρος να του τηλεφωνήσω ένα πρωί τον Αύγουστο του 1999 και να τον ρωτήσω ευθέως αν είχε κάποιο βιβλίο για να βγάλουμε μαζί. Μετά από λίγο μου έστειλε έναν κατάλογο έξι τίτλων με φαξ. Πρώτος τίτλος ήταν «Η Δεξιά Ερωμένη», με τη σημείωση «Μυθιστόρημα. Εδόθη Κέδρω, αλλ’ αν δεν προγραμματιστεί για τέλος Οκτωβρίου, ουδεμία δέσμευσις». Ο «Κέδρος» το εξέδωσε εγκαίρως, κι εγώ περιορίστηκα να γράψω μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου στο «Βήμα».

Η «Δεξιά Ερωμένη» ήταν και παραμένει ένα από τα πιο διασκεδαστικά βιβλία που έχω διαβάσει, χωρίς να κάνει καμία έκπτωση στην ποιότητα και να υποπίπτει στην ευκολία και τη σαχλαμάρα. Ταυτόχρονα, είναι μια συναρπαστική περιήγηση στην ψυχολογία, τη γλώσσα, την ιστορία, και τη γεωγραφία της Βόρειας Ελλάδας. Ο μύθος είναι απλός και κλασικός, κατά την αγγλοσαξονική συνταγή (boy-meets-girl, boy-loses-girl), και δηλώνεται από την πρώτη κιόλας παράγραφο του έργου: «Θα διηγηθώ την ιστορία της [Δεξιάς Ερωμένης]. Τη θαύμαζα, την ποθούσα, την ερωτεύτηκα, τα φτιάξαμε και χωρίσαμε, τη νοσταλγώ». Επίσης, ο μύθος έχει βάση στην πραγματικότητα, αφού ο Πάνος Θεοδωρίδης πραγματεύεται μια προσωπική του ιστορία σε περιβάλλον μυθοπλασίας.
Εχω καταθέσει και αλλού την πεποίθησή μου ότι η αυτοβιογραφία είναι η καθαρότερη μορφή μυθοπλασίας. Εδώ η περίπτωση διαφέρει αρκετά, γιατί δεν πρόκειται για αυτοβιογραφικό κείμενο αλλά για δημιουργική καταγραφή και θεώρηση των γεγονότων του καλοκαιριού του 1974, όπως περίπου τα έζησε ο αφηγητής. Ομως ο συγγραφέας του 1999 δεν είναι διόλου ο ίδιος άνθρωπος του 1974, και μπορεί να δει πώς ήταν ο εαυτός του πριν από 25 χρόνια και να τον ειρωνευτεί δίχως να τον δικαιολογήσει. Ο 26ετής ήρωας που συναντά τη «Δεξιά Ερωμένη» είναι ένας πλήρως αδέξιος άνθρωπος, και ως εραστής αλλά και γενικότερα: «Ολα αυτά συνέβησαν σε κάποιον άλλον που μου έμοιαζε. Γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο ζούσα εκείνη την περίοδο. Ζούσα σα να ήμουνα ξένος. Δεν ήξερα πώς να ζήσω», είπε σε μια συνέντευξή του το 2000 ο Πάνος.
Το καλοκαίρι του 1974 είχαμε το πραξικόπημα στην Κύπρο, την τουρκική εισβολή, την κατάρρευση της δικτατορίας στην Ελλάδα και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αλλά αυτά ελάχιστα απασχολούν τον αφηγητή (αν και είναι λίαν πολιτικοποιημένος). Το θέμα του, όπως μας δήλωσε εξ αρχής, είναι ένας έρωτας, σφοδρός πλην μάταιος, γιατί ο αφηγητής έχει επίγνωση ότι τον ξεπερνά, και τον απορρίπτει. Αυτός είναι που αποφασίζει τον χωρισμό, προσπαθώντας να στήσει τη ζωή του πάνω στα πρότυπα της ποίησης του Frank O’ Hara ή των ταινιών του Jean-Luc Godard, που είναι οι δικοί του ήρωες και αφανείς καθοδηγητές του. (Ταυτόχρονα, ο αφηγητής έχει ήδη μια έγκυο και κατάκοιτη σύζυγο, στοιχείο που ομολογουμένως δυσχεραίνει την όποια ευδοκίμηση ενός εξωσυζυγικού έρωτα.)

Ο αφηγητής αναλογίζεται το ενδεχόμενο μέλλον του με την ερωμένη ως επίσημη σύντροφο, και φρίττει από τη συμβατικότητα που τον περιμένει. Δεν τον ενδιαφέρει καν να το παλέψει. Αυτή δεν είναι τόσο η ρομαντική θεώρηση μιας τακτοποιημένης σχέσης με τον τρόπο του Κοσμά Πολίτη, όσο η απόρριψη της τακτοποιημένης ζωής με τον τρόπο των Gang of Four (οπαδοί του Guy Dedord, αυτοί), που θα τραγουδήσουν το 1979: «This heaven gives me migraine». Η «Δεξιά Ερωμένη» δεν είναι πανκ μυθιστόρημα, γιατί παραείναι λόγιο. Δεν είναι λόγιο μυθιστόρημα, γιατί παραείναι πανκ. Και κάπως έτσι αρχίζει να διακρίνεται εναργέστερα το πρόσωπο του συγγραφέα, μέσα από τις αντιφάσεις του.
Είναι όμως ο έρωτας το θέμα του βιβλίου; Για μια αφήγηση που έχει τίτλο «Η Δεξιά Ερωμένη», αυτή η ερώτηση είναι φαινομενικά ηλίθια. Οπωσδήποτε, σε πρώτο αναγνωστικό επίπεδο, το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με τον έρωτα, έχει πυρετώδη δράση και σκέψη, σαρκαστική στάση ζωής και άφθονο sex and drugs and rock and roll (τρία χρόνια πριν τα κωδικοποιήσει ο Ian Dury) ― όπως αρμόζει στη ζωή και την αφήγηση ενός εικοσάρη. Ομως, υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα κάτω από το πρώτο. Ανάμεσα στα συμβάντα της ζωής του αφηγητή που περιγράφονται στο βιβλίο, υπάρχουν και δύο τα οποία δεν είναι ούτε αστεία ούτε ερωτικά: ο θάνατος του νεογέννητου εφταμηνίτικου γιου του Μάρκου τον Δεκέμβριο του 1973, και η αποβολή του εμβρύου του δεύτερου γιου του Τίτου τον Αύγουστο του 1974.
Κανείς δεν την βγάζει καθαρή μετά από ένα τέτοιο χτύπημα, πόσο μάλλον μετά από δύο. Θυμήθηκα τον F. Scott Fitzgerald που έγραφε «Of course all life is a process of breaking down, but the blows that do the dramatic side of the work—the big sudden blows that come, or seem to come, from outside—the ones you remember and blame things on and, in moments of weakness, tell your friends about, don’t show their effect all at once».
Για πρώτη φορά ο Πάνος μου μίλησε για τον Μάρκο του στις 31 Δεκεμβρίου 2005 (πριν από λίγους μήνες είχε γεννηθεί ο δικός μου γιος Μάρκος), σε ένα κοινό e-mail προς τον αδελφικό μας φίλο Μίμη Σουλιώτη κι εμένα. Παραθέτω απόσπασμα: «Μόλις συνειδητοποίησα ότι 30 Δεκεμβρίου 1973, στην Κλινική Σουσλού, μαιευτική, γωνία Αριστοτέλους και Εγνατίας έχασα τον δικό μου Μάρκο. Εκτοτε, επί 32 χρόνια, παίζω τον ζωντανό, άλλοτε πειστικά, άλλοτε αξιοθρήνητα. Μακριά από εσάς, αδελφοί μου (γνήσιοι ― απλώς δεν είστε ομομήτριοι) κάθε κακό. Ηδη, ένας νέος, καλύτερος Μάρκος, υιός του αυταδέλφου (υπό την έννοια του ομολόγου καλού πατρός) ξεκινά την ζωή του με καλές συνθήκες, ήτοι λατρεία μητρός, σεβασμό πατρός και αγάπη ακαλαισθήτων πατρώων φίλων».
Στις 30 Δεκεμβρίου της επόμενης χρονιάς, ο Πάνος τοποθετήθηκε δημόσια ανεβάζοντας στο blog του ένα post με τίτλο «Ινδική Καρύδα» όπου εξηγούσε κάποια πράγματα για τον ίδιο πολύ καλύτερα από εμένα: «30 Δεκεμβρίου 1973. Ενα ξύλινο αγγελάκι στον τοίχο, πάνω σε ένα χαρτί από επιτραπέζιο ημερολόγιο με αυτήν την ημερομηνία. Χρόνια το έβλεπα από το τραπέζι μου. Ηταν η μέρα που γεννήθηκε ο γιος μου ο Μάρκος και πέθανε μετά από πέντε ώρες. Τόσο η μάνα του όσο κι εγώ γράψαμε γι’ αυτό το γεγονός σε βιβλία. Φτάνουν πια τα δάκρυα, ο πόνος, η συγκίνηση, το τρέμουλο, η απόγνωση. Σήμερα θέλω να σας εμπιστευτώ μια διαφορετική εκδοχή. Ο Μάρκος, αν ζούσε, θα έκλεινε σήμερα τα 33. Οταν γεννήθηκε, ήμουν 25. Εκτοτε η ζωή μου άλλαξε τελείως. Γι’ αυτό θέλω να μιλήσω. Για την αλλαγή. Για το πώς ένα απρόσμενο γεγονός με αποξένωσε από τους ανθρώπους, με έκανε κυνικό, κλινικά αμόρφωτο και έκδοτο στα πάθη.
Δεν ήξερα τίποτε από ανθρώπινες σχέσεις. Ημουν άνδρας κατά δήλωση του περιβάλλοντος. Δεν καταλάβαινα γιατί. Αλλά δεν έδινα σημασία. Ηξερα ότι στο βάθος της ζωής υπήρχαν έρωτες, λιβιδώ, ένταση και πόνος. Αλλά ήξερα μόνον τον πόνο, την αγωνία άνευ λόγου, τις μικρές νευρώσεις της μέρας, και τέρμα. Ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα, δούλεψα, τσαντίστηκα, έγραψα, ζωγράφισα, επειδή κάποιοι το έπρατταν ήδη. Ηταν μια μακρόχρονη μίμηση της συμπεριφοράς των άλλων. Εγώ ήμουν απλώς φοβισμένος, δημιουργικός από τεμπελιά, λάγνος από έλλειψη ηδονής και εγκεφαλικός τύπος, επειδή η αυτοεκτίμησή μου ήταν μεγέθους κόκκου σινάπεως.
Οταν το παιδί, με κολλημένο το ένα πνευμόνι του, μπλαβί από την ασφυξία, μου έσφιξε το δάχτυλο με την παλάμη του, και με κοίταζε έντονα χωρίς να με κοιτάζει, μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Ημουν ένοχος που πέθαινε. Ημουν φταίχτης και κάλπης και βρωμερός. Πριν ξεψυχήσει, τον αεροβάφτισα, σηκώνοντας το κορμάκι του μπροστά στην θερμοκοιτίδα, που φιλοξενούσε ένα άλλο παιδάκι, και τον είπα Μάρκο. Και μετά, ορφάνεψα. Εδώ και 33 χρόνια ζώ μέσα στην κάψα μιας ινδικής καρύδας, σε έναν γαλακτερό βυθό. Οταν κάποια στιγμή καταφέρνω να ραγίσω το τσόφλι, είναι σαν την παροδική έκρηξη ενός ηφαιστείου. Τα κατάφερα να επιβιώνω ως αναερόβιος οργανισμός.

Ο κυνισμός μπήκε στις μέρες μου σαν Βαρδάρης. Οι χαριτωμενιές της φευγάτης συμπεριφοράς, η προσκόλληση στο Dada και στους φουτουριστές, η εμμονή στους στίχους των παράξενων και των διαφορετικών, έντυσαν πειστικά τη μορφή μου. Ημουν ένας τρελαμένος από τέχνη, κι όχι ένας που δεν του άρεζε απολύτως τίποτε και δεν ήξερε τι να κάμει καθώς βαρυόταν τα πάντα. Ο κόσμος ήταν ένα Αλκατράζ, σημαδεμένος από τα πτώματα αυτών που είχαν αποπειραθεί να διαφύγουν. Η ασφυξία που αισθανόμουν, με έκανε ορφανό. Μου έλειπε ο αέρας. Ο Μάρκος δεν είχε αέρα. Φλερτάρω συνεχώς με την έλλειψή του. Καπνίζω σαν φουγάρο, με πνευμόνια ικανά να κρατήσουν στην ζωή έναν μικρό κοκκινόκωλο πίθηκο, και κάθε φορά που ο αέρας φεύγει από το δωμάτιο και υποφέρω, λέω πως λίγα παθαίνω. Τρώω υστερικά, δεν μπορώ να περπατήσω από το βάρος, και ευλογώ το θείον που μου έδωσε τόσο λίγα βασανιστήρια. Εκοψα το πιοτό, τον τζόγο, την ενατένιση ενός όμορφου τοπίου, επειδή μου διατηρούσαν το ενδιαφέρον. Δεν ήθελα να ζήσω. Δεν θέλω να ζήσω. Δεν έχει ενδιαφέρον.
Σε αυτά τα τριάντα τρία χρόνια, αναμετρήθηκα αρκετές φορές με την μοίρα μου. Το μόνο που πήγε καλά, ήταν το συγγραφικό μου ύφος. Παρά τις ακατάσχετες μαλακίες που έγραψα, απέκτησα έναν επαγγελματικό κώδικα γραφής που χωρίς να με διασκεδάζει με στέλνει στην κόλαση, επειδή δεν χρειάζεται καμία προσπάθεια για να τον καταστρώσω. Εξωτερικά, ρίχνω καμιά φορά παροιμιώδεις ατάκες, είμαι ευρηματικός και φιλοπαίγμων, σνομπάρω το σύμπαν, αλλά αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία είχε να ζούσε ο Μάρκος.
Διαβάστε το και ξεχάστε το. Αυτό που θέλω, το πήρα. Να διαβάζετε τα επόμενα με την αίσθηση ότι καμία “αποκάλυψη” συγγραφέα δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή.
Δώσε μου τη βεβαιότητα πως ξόφλησα σύντριψέ μου
Το κρανίο με εύθραυστες ιδέες τραγούδα μου
Ροκ δώσε μου έξω από την γαλήνη τον θάνατο».
(Οι τρεις τελευταίοι στίχοι είναι από ποίημα του Πάνου που δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ».)
Επιστρέφω στην ερώτηση: είναι ο έρωτας το θέμα της «Δεξιάς Ερωμένης»; Σαφέστατα και είναι. Είναι το θέμα του συγγραφέα; Αμφιβάλλω. Η απόφαση του Πάνου να μιλήσει εκτενώς για έναν μάταιο έρωτα μετά από 25 χρόνια είναι μάλλον το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να μην μιλήσει εκτενώς για τη ματαιότητα της ζωής, όπως την βίωσε μέσα από τα δύο ματαιωμένα παιδιά του.
Διαβάζεται η «Δεξιά Ερωμένη» και ως μυθιστόρημα, ως ρομάντζο, ως περιπέτεια, ως χρονογράφημα, ως άσκηση ύφους; Ναι, οπωσδήποτε. Διαβάζεται κι έτσι και με όποιον άλλο τρόπο επιθυμεί ο αναγνώστης, ανάλογα με την επάρκεια και τη διάθεσή του. Ετσι είναι τα μεγάλα βιβλία. Αλλωστε ο συγγραφέας προειδοποιεί από νωρίς: «Η ιστορία που θα σας διηγηθώ δεν είναι δική μου ή δική της, είναι δική σας, αναγνώστες, και θα το νιώσετε εύκολα και άνετα. Η [Δεξιά Ερωμένη] συμβάλλει με την παρουσία και τις πράξεις της, εγώ με την τέχνη μου, κι εσείς θα διαβάζετε και θα μπαίνετε στον κόσμο της, όπως εγώ ποτέ μου δεν τα κατάφερα».
Το μυστικό της «Δεξιάς Ερωμένης» είναι ότι αυτό που διαβάζετε ενδέχεται να μην είναι αυτό που νομίζετε ότι διαβάσατε. Γι’ αυτό και σας προτρέπω να διαβάσετε όλοι αυτό το βιβλίο ― αφού προηγουμένως το αγοράσετε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
