Ραντεβού στην Αλάσκα: Οταν ο Τραμπ υπόσχεται λύση, ο Πούτιν γελάει
Ραντεβού στην Αλάσκα: Οταν ο Τραμπ υπόσχεται λύση, ο Πούτιν γελάει
Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι θέλει να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πολλοί πρόεδροι και πρωθυπουργοί θέλουν το ίδιο. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, γράφουν οι Times της Νέας Υόρκης, δεν είναι ένας από αυτούς.
Ο πόλεμος έχει γίνει το πολιτικό, ψυχολογικό και οικονομικό κέντρο για το καθεστώτος του ρώσου προέδρου.
Αυτή η θεμελιώδης ασυμμετρία φαίνεται να καταδικάζει κάθε απόπειρα διαπραγμάτευσης για ειρήνη στην Ουκρανία. Είναι ο βασικός λόγος που δεν υπήρξαν ουσιαστικές συνομιλίες στα τριάμισι χρόνια από την εισβολή της Ρωσίας. Ο Τραμπ πιστεύει ότι έχει τη λύση: να χρησιμοποιήσει την υποτιθέμενη διαπραγματευτική του δεινότητα και να αυξήσει την οικονομική πίεση μέχρι να μην έχει άλλη επιλογή ο Πούτιν παρά να σταματήσει τις εχθροπραξίες.
Ανάμεσα στις πομπώδεις αναρτήσεις, τις εναλλασσόμενες προθεσμίες και τις αντιφατικές ανακοινώσεις – τη μια μέρα λέει ότι θα συναντήσει τον Πούτιν μόνο αν πρώτα μιλήσει με τον Ζελένσκι, την άλλη αναιρεί την προϋπόθεση – είναι εύκολο να χαθεί το βασικό, σημειώνουν οι Νew York Times: η πολιτική του Τραμπ προς τη Ρωσία ακολουθεί το ίδιο αποτυχημένο μοτίβο που εφάρμοσαν ο Μπάιντεν, ο ίδιος ο Τραμπ στην προηγούμενη θητεία του και πριν από αυτούς ο Ομπάμα.
Εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, η αμερικανική απάντηση στη ρωσική επιθετικότητα είναι η απειλή και η σταδιακή επιβολή οικονομικών κυρώσεων. Το ότι οι κυρώσεις του Τραμπ έχουν μορφή δασμών δεν αλλάζει την ουσία της τακτικής.
Η κλασική θεωρία των κυρώσεων υποστηρίζει ότι η οικονομική πίεση αποσταθεροποιεί καθεστώτα, αναγκάζοντας τον ηγέτη να αλλάξει πορεία, εξηγούν οι Νew Υork Τimes. Υπάρχουν δύο σενάρια: το πρώτο, ότι η δυσπραγία (ανεργία, πληθωρισμός, ελλείψεις) προκαλεί λαϊκή οργή και αναταραχές. Το δεύτερο, ότι η συρρίκνωση της οικονομίας και η απώλεια αγορών εξοργίζει τις ελίτ, οι οποίες είτε οργανώνουν πραξικόπημα είτε πιέζουν τον ηγέτη να υποχωρήσει.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η θεωρία είναι λανθασμένη. Οταν οι κυρώσεις έχουν αποτέλεσμα, συνήθως βυθίζουν στη δυστυχία τον απλό κόσμο. Οι ελίτ παραμένουν πλούσιες και το χάσμα πλουσίων – φτωχών μεγαλώνει. Αντί να καλλιεργείται μίσος για το καθεστώς, οι κοινωνίες συσπειρώνονται εναντίον του μακρινού εχθρού, που εύκολα γίνεται μια αφηρημένη εικόνα. Οι ελίτ ελέγχουν τα ΜΜΕ, διαμορφώνοντας το αφήγημα, και κατέχουν τις θέσεις εργασίας και τα αγαθά, κάτι που καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνο να στραφεί κανείς εναντίον τους. Οταν η επιβίωση γίνεται προτεραιότητα, οι άνθρωποι αποτραβιούνται από την πολιτική.
Οσο για το σενάριο πραξικοπήματος, συνεχίζουν οι Νew Υork Τimes, η Ρωσία απέδειξε το αντίθετο: Οι υπερπλούσιοι Ρώσοι, όταν είδαν περιουσίες να παγώνουν και αγορές να κλείνουν, δεν εξεγέρθηκαν. Μετακόμισαν στο Ντουμπάι ή επέστρεψαν στη Μόσχα. Οσο μικραίνει η «πίτα», δεν σχεδιάζουν ανατροπή του ηγέτη – μια επικίνδυνη κίνηση – αλλά απλώς όλοι παλεύουν πιο σκληρά για τα απομεινάρια.
Το συμβατικό μοντέλο επιβάλλει οι κυρώσεις να εφαρμόζονται σταδιακά, με προειδοποιήσεις. Ετσι, το Κρεμλίνο κερδίζει χρόνο ώστε να προσαρμοστεί: να επιδοτήσει την εγχώρια παραγωγή (οι κυρώσεις Ομπάμα ωφέλησαν εντυπωσιακά τους ρώσους αγρότες και τυροκόμους), να αναζητήσει νέες αγορές και να στήσει δίκτυα μέσω τρίτων χωρών για εξαγωγές πετρελαίου ή εισαγωγές τεχνολογίας. Αυτό ενισχύει τους δεσμούς με χώρες ήδη υπό αμερικανικές κυρώσεις, όπως το Ιράν, που έγινε κρίσιμος εταίρος στη ρωσική πολεμική βιομηχανία drones.
Κι όμως, κάθε αμερικανική κυβέρνηση συνεχίζει να θεωρεί τις κυρώσεις ως το κύριο εργαλείο αλλαγής συμπεριφοράς του Πούτιν, επισημαίνουν οι ΝΥΤ. Ο Μπάιντεν επέβαλε πολλαπλούς γύρους κυρώσεων, καμία από αυτές, όμως, δεν ήταν «συντριπτική», όπως είχε υποσχεθεί. Ο Τραμπ πρόσθεσε 25% δασμό στην Ινδία ως τιμωρία για εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και προανήγγειλε επιπλέον δασμούς για άλλους εμπορικούς εταίρους της Μόσχας. Χρόνο με τον χρόνο, οι αμερικανοί πρόεδροι κάνουν το ίδιο, περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα. Σε αυτό ο Τραμπ δεν είναι πιο «ανισόρροπος» από τους προκατόχους του.
Για τον Τραμπ, όμως, είναι σχεδόν αδύνατο να αναγνωρίσει τα όρια της οικονομικής πίεσης. Επαναλαμβανόμενα δείχνει να θεωρεί ότι όλοι και όλα καθορίζονται από το χρήμα. Δεν είναι ο μόνος: πολλοί δυτικοί αναλυτές πίστεψαν ότι ο Πούτιν θα αναζητήσει διέξοδο όταν ο πόλεμος γίνει πολύ ακριβός για τη Ρωσία. Αλλά, όσο κι αν αγαπά τον πλούτο, γράφουν οι ΝΥΤ, ο Πούτιν αγαπά περισσότερο την εξουσία· την αιώνια εξουσία εντός συνόρων και τη διεθνή ισχύ, που κερδίζει κάνοντας τους ξένους ηγέτες να τον φοβούνται. Ο Τραμπ αγνοεί ότι, απλώς συναντώντας τον, του προσφέρει αυτό ακριβώς που θέλει: επίδειξη δύναμης.
Του χαρίζει κι άλλα: συμφωνώντας να τον συναντήσει χωρίς τον Ζελένσκι και αφήνοντας την ΕΕ στο περιθώριο, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του Πούτιν ότι η σύγκρουση είναι ουσιαστικά ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Από τη στιγμή που θα μπει στην αιθουσα της διαπραγμάτευσης, ο Πούτιν θα έχει κερδίσει. Κι ίσως να πετάξει κάπουα ατάκα για την Αλάσκα ως «ιστορικά ρωσική γη». Αν η συνάντηση δεν φέρει συμφωνία, ο Πούτιν δεν χάνει τίποτα. Ο Τραμπ, όμως, θα χάσει κύρος και ίσως δεχτεί «κάτι, οτιδήποτε» προκειέμνου να μη φύγει με άδεια χέρια.
Οι όροι που πρότεινε η Ρωσία τον Ιούνιο ήταν μια πιο περίτεχνη εκδοχή των σταθερών απαιτήσεών της: εδάφη -ακόμα και όσα δεν κατέχει-, τέλος στη δυτική στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο, εγγύηση ότι η Ουκρανία δεν θα μπει ποτέ στο ΝΑΤΟ, και αλλαγή ηγεσίας στη χώρα. Ο Τραμπ μπορεί να τα δεχτεί, αλλά ο Ζελένσκι όχι. Ο Πούτιν δεν έχει λόγο να αλλάξει γραμμή. Αν, ωστόσο, θελήσει να βοηθήσει τον Τραμπ να «φανεί νικητής», ίσως προκύψει μια προσωρινή εκεχειρία, με αντάλλαγμα την αποχώρηση της Ουκρανίας από τμήματα της ανατολικής χώρας. Αυτό θα της στερούσε καίριες θέσεις και θα έδινε στη Ρωσία χρόνο να ανασυνταχθεί πριν ξαναχτυπήσει.
Ενα άλλο σενάριο, σημειώνουν οι ΝΥΤ, είναι απαγόρευση χτυπημάτων σε βάθος, ή εκεχειρία στους αιθέρες. Αυτά θα έσωζαν ζωές στο Κίεβο και την Οδησσό αλλά και σε ρωσικές πόλεις. Oμως, στρατηγικά θα στοίχιζαν πανάκριβα στην Ουκρανία. Η δυνατότητα να πλήττει βαθιά στη Ρωσία είναι το μοναδικό της διαπραγματευτικό χαρτί. Οι επιθέσεις με drones αναγκάζουν τα ρωσικά αεροδρόμια να διακόπτουν τις πτήσεις. Αν σταματούσαν, ο πόλεμος θα φάνταζε πάλι πολύ μακρινός για τους Ρώσους.
Το μόνο που θα ανάγκαζε τον Πούτιν να διαπραγματευτεί σοβαρά είναι η πιθανότητα στρατιωτικής ήττας. Χωρίς αυτή, μπορεί να πολεμά για πάντα. Δεν νοιάζεται να χάσει πλούτο όσο φαντάζεται ο Τραμπ και αδιαφορεί για τις απώλειες. Το Κρεμλίνο υπενθύμισε ότι ο πόλεμος του Μεγάλου Πέτρου με τη Σουηδία κράτησε 21 χρόνια. Κι αυτός με την Ουκρανία μπορεί να διαρκέσει δεκαετίες.
Δεν χρειάζεται, καταλήγουν οι ΝΥΤ, να πάμε αιώνες πίσω για να φανταστούμε αυτό το σενάριο. Η «αιώνια σύγκρουση» είναι ήδη εδώ. Μια νέα ταινία, το ντοκιμαντέρ «2000 μέτρα ως την Αντρίιβκα» δείχνει τι σημαίνει: μήνες για να καλυφθεί ένα χιλιόμετρο, άπειρες ώρες μάχης, πόλεις αφανισμένες, χωράφια γεμάτα νάρκες, αμέτρητοι τάφοι. Ο πόλεμος είναι εφιάλτης χωρίς τέλος. Κι ενώ οι στρατιώτες σέρνονται στη λάσπη, φωνές από τη Δύση ηχούν δυσοίωνα στα αυτιά του Κιέβου: «Η εμπιστοσύνη στη Δύση ίσως κλονιστεί», «Ισως η Ουκρανία να σκεφτεί άλλες λύσεις, ακόμη και παραχώρηση εδαφών», «Καμία προοπτική στρατιωτικής νίκης, μόνο περισσότερος θάνατος».
Οι απαντήσεις είναι σκληρές αλλά απλές: όχι, η Ουκρανία δεν μπορεί να νικήσει έτσι· ναι, ο πόλεμος μπορεί να κρατήσει για πάντα· ναι, θα υπάρξει κι άλλο αίμα. Ομως δεν είναι η μόνη δυνατή κατάληξη. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είχαν πάντα τη δύναμη να τερματίσουν τον πόλεμο, με ήττα του Πούτιν. Επέλεξαν να μην το κάνουν, προτιμώντας παλιές, αποτυχημένες τακτικές. Σ’ αυτό, ο Τραμπ είναι ίδιος με τους άλλους. Μόνο που το κάνει ακόμη χειρότερα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
