Ο Πούτιν θέλει έναν μακρύ πόλεμο στην Ουκρανία
Ο Πούτιν θέλει έναν μακρύ πόλεμο στην Ουκρανία
Η αμετακίνητη στάση του Βλαντίμιρ Πούτιν, η αβεβαιότητα της στρατηγικής του Ντόναλντ Τραμπ και η αποφασιστικότητα των Ουκρανών να μην επιτρέψουν την κατάλυση της εθνικής τους κυριαρχίας, είναι τα τρία βασικά συστατικά του πολέμου στην Ουκρανία. Ενός πολέμου που η Δύση παρακολουθεί με αυξανόμενη ανησυχία, καθώς η Ευρώπη ενδέχεται να χρειαστεί να επωμιστεί το βάρος μιας σύγκρουσης που δείχνει να μην έχει άμεσο τέλος.
Μπορεί ο αμερικανός πρόεδρος να εντυπωσίασε τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, και τους ευρωπαίους εταίρους του με τη στάση του «αυστηρού πατέρα», γράφει η Σιλβί Κόφμαν στους Financial Times, όμως υπάρχει ένας ηγέτης-κλειδί στη σύγκρουση που φαίνεται να παραμένει ανεπηρέαστος από τις μεταστροφές του: ο Ρώσος. «Ο Πούτιν μας λέει συνεχώς ανοησίες», είπε την Τρίτη 8 Ιουλίου ο Τραμπ, εκφράζοντας την απογοήτευσή του για την έλλειψη προόδου στην προσπάθειά του να επιτύχει εκεχειρία στην Ουκρανία.
Η απάντηση του Πούτιν ήρθε γρήγορα. Μέσα σε λίγες ώρες, η Μόσχα εξαπέλυσε τη μεγαλύτερη επίθεση με drones μέχρι σήμερα, στέλνοντας 728 μη επανδρωμένα αεροσκάφη και 13 πυραύλους για να πλήξουν πόλεις σε όλη την Ουκρανία.
Ο Τραμπ, ο οποίος πριν από την επανεκλογή του ισχυριζόταν ότι θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο μέσα σε 24 ώρες, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης. Ο Πούτιν, αδιαφορώντας για τις πιέσεις, παραμένει προσηλωμένος στον τελικό του στόχο: την πλήρη υποταγή της Ουκρανίας, ανεξαρτήτως κόστους.
Οι Ουκρανοί, από την πλευρά τους, επιδεικνύουν αξιοσημείωτη αντοχή και θέληση να αντισταθούν στην ρωσική κυριαρχία. Ο πόλεμος, που πλέον διανύει τον τέταρτο χρόνο του, έχει εξελιχθεί σε υπαρξιακό αγώνα για τις δύο πλευρές, σημειώνουν οι Financial Times.
Τις τελευταίες εβδομάδες, σε μακρές τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Τραμπ και τον πρόεδρο της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, ο Πούτιν ξεκαθάρισε ότι οποιαδήποτε λύση πρέπει να αγγίζει, κατά τη δική του θεώρηση, τα «θεμελιώδη αίτια» της σύγκρουσης. Αυτό μεταφράζεται, σύμφωνα με τον ίδιο, σε επιστροφή των συνόρων του ΝΑΤΟ στην κατάσταση του 1997 και σε στέρηση κάθε κυριαρχίας από την Ουκρανία.
Παρά τον τεράστιο αριθμό ρωσικών απωλειών, τις οποίες οι δυτικές πηγές εκτιμούν σε ένα εκατομμύριο νεκρούς και τραυματίες, ο Πούτιν θεωρεί ότι υπερισχύει στρατιωτικά. Για τον ίδιο, η ήττα δεν είναι καν επιλογή. Εχει δομήσει την οικονομία της Ρωσίας και τη δική του πολιτική νομιμοποίηση πάνω στον πόλεμο. Μετατρέποντας την αφήγηση από «ειδική επιχείρηση αποναζιστικοποίησης» σε «αγώνα κατά της επιθετικότητας του ΝΑΤΟ», ο πόλεμος γίνεται ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή του.
Επιπλέον, η στρατολόγηση νέων στρατιωτών βασίζεται πλέον σε σύστημα αμοιβών, που ενισχύει τις φτωχές περιοχές της Ρωσίας και επιτρέπει στο Κρεμλίνο να αποφεύγει μια ευρείας κλίμακας, αντιδημοφιλή επιστράτευση. Οπως το έθεσε ο Ντμίτρι Μουράτοφ, εκδότης της ανεξάρτητης ρωσικής εφημερίδας Novaya Gazeta και κάτοχος του Νομπέλ Ειρήνης: «Για τις οικογένειές τους, οι στρατιώτες έχουν μεγαλύτερη αξία νεκροί παρά ζωντανοί».
Για τους Ουκρανούς, γράφουν οι FT, η ήττα θα σήμαινε το τέλος της χώρας. Ο τρόπος με τον οποίο οι ρωσικές Αρχές διοικούν τις κατεχόμενες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας, εξαφανίζοντας συστηματικά κάθε ίχνος εθνικής ταυτότητας και πολιτιστικής κληρονομιάς, αποδεικνύει τη βούληση του Πούτιν να αρνηθεί την ύπαρξη της Ουκρανίας ως έθνους.
Παρά τις βαριές απώλειες και την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, οι Ουκρανοί θεωρούν ότι μπορούν να συνεχίσουν τον αγώνα. Η πρόοδος των ρωσικών δυνάμεων, παρά την ισχύ και την πολεμική τους οικονομία, είναι αργή. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Ντμίτρο Κουλέμπα, τονίζει ότι η Ρωσία κατέχει σήμερα μόλις 1% περισσότερο έδαφος απ’ ό,τι στο τέλος του 2023· από 18% σε 19%.
Οι ουκρανικές δυνάμεις, από την πλευρά τους, εξακολουθούν να καταφέρνουν σοβαρά πλήγματα στον αντίπαλο, όπως με την εισβολή στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας το περασμένο καλοκαίρι, ή με την επιχείρηση «Ιστός της Αράχνης», την 1η Ιουνίου, όταν drones προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στη στρατηγική αεροπορία της Ρωσίας.
Εξίσου σημαντικό, αν και λιγότερο εμφανές, συμπληρώνουν οι Financial Times, είναι το γεγονός ότι η ουκρανική αμυντική βιομηχανία έχει αυξήσει σημαντικά την παραγωγή της. Πλέον αποτελεί κρίσιμο κομμάτι της ευρωπαϊκής αμυντικής βάσης, η οποία ανασυγκροτείται καθώς η ήπειρος εξοπλίζεται εκ νέου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αβεβαιότητα γύρω από τη στρατηγική του Τραμπ ως προς την Ουκρανία και τη Ρωσία αποκτά κρίσιμη σημασία. Τους τελευταίους έξι μήνες, οι ευρωπαίοι ηγέτες παρακολουθούν αμήχανοι έναν πρόεδρο που αρχικά φλέρταρε με τον Πούτιν, υιοθέτησε τις απόψεις του και επέκρινε τον Ζελένσκι, αλλά ξαφνικά άλλαξε στάση αυτήν την εβδομάδα, ανατρέποντας την απόφαση του Πενταγώνου και αρχίζοντας ξανά τις αποστολές όπλων προς το Κίεβο.
Ο Τραμπ τώρα δηλώνει ότι εξετάζει το ενδεχόμενο αποστολής των κρίσιμων αντιαεροπορικών συστημάτων Patriot στην Ουκρανία. Αλλά θα το κάνει πραγματικά; Θα προωθήσει νέο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας; Η Ευρώπη, γράφουν οι FT, μπερδεμένη από τις συνεχείς μεταστροφές του, φοβάται ότι μπορεί να χάσει το ενδιαφέρον του για την Ουκρανία, όπως συνέβη με τη Βόρεια Κορέα στην πρώτη του θητεία.
Τότε, η ευθύνη θα περάσει στους Ευρωπαίους, οι οποίοι θα πρέπει να βοηθήσουν μόνοι τους την Ουκρανία να αποκρούσει τη ρωσική επιθετικότητα. Η ήττα δεν είναι επιλογή ούτε για αυτούς. Οπως προειδοποιεί ένας φινλανδός διπλωμάτης: «Ας μην πιστέψουμε ότι αν η Ουκρανία χάσει, η ζωή πέρα από τα ουγγρικά σύνορα θα είναι ειρηνική. Οι Ουκρανοί θα ξεκινήσουν ανταρτοπόλεμο και η Ρωσία θα τον καταστείλει με φρικαλεότητες».
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αυτός ο πόλεμος θα είναι μακρύς, καταλήγουν οι Financial Times. Οποιο κι αν είναι το τέλος του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
