1381
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο γερμανός χορευτής Σούκα Χορν στο εντυπωσιακό ντουέτο του «Ink» | Julian Mommert

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου κλείνει τα 60 – καιρός για οικονομία δυνάμεων

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 23 Ιανουαρίου 2024, 16:33
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο γερμανός χορευτής Σούκα Χορν στο εντυπωσιακό ντουέτο του «Ink»
|Julian Mommert

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου κλείνει τα 60 – καιρός για οικονομία δυνάμεων

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 23 Ιανουαρίου 2024, 16:33

Στο «Ink», την τελευταία δημιουργία και πιο αυτοβιογραφική στιγμή του Δημήτρη Παπαϊωάννου, ο φύλακας ενός σκοτεινού, κατακλυσμιαίου σύμπαντος πασχίζει να διατηρήσει την τάξη, ισορροπώντας πάνω σε μια διαρκή ευθραυστότητα. Η εισβολή ενός επισκέπτη από τα έγκατα της γης αναστατώνει τη μοναχική του ύπαρξη, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με την τρυφερότητα και την οδύνη, ακόμη και με τη βαναυσότητα. Σε ένα ντουέτο που σύντομα εξελίσσεται σε μονομαχία, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, αντιμέτωπος με τον γερμανό χορευτή Σούκα Χορν, θέτει σε δοκιμασία τα όρια της πραγματικότητας μέσα από τα φίλτρα της επιστημονικής φαντασίας και της φρίκης. Το αποτέλεσμα είναι μια καθηλωτική καταδίωξη, ένα ονειρικό (και ίσως εφιαλτικό) ανθρωποκυνηγητό.

Το project δημιουργήθηκε το 2020 αλλά ο Παπαϊωάννου συνέχισε να το δουλεύει πυρετωδώς μέχρι το 2022, οπότε η τελική του μορφή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας. Η υποδοχή που του επιφύλαξε το διεθνές κοινό ήταν ενθουσιώδης, από το Τορίνο και τη Ρώμη μέχρι το Μόντρεαλ και την Ταϊ Πέι και από τη Βουδαπέστη και τη Λυών μέχρι το Χονγκ Κονγκ και τη Σεούλ, ενώ η παγκόσμια περιοδεία του συνεχίζεται και φέτος με παραστάσεις στην Ιαπωνία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα -όπου θα επιστρέψει τον Απρίλιο- και τη Γαλλία όπου θα καταλήξει τον Μάιο, σύμφωνα με το πρόγραμμα των παραστάσεων. Οπως, εξάλλου, έχει συμβεί με κάθε έργο του κορυφαίου έλληνα δημιουργού είναι ένα μοναδικό καλλιτεχνικό γεγονός με τις παραστάσεις του να γίνονται παντού sold out εν μια νυκτί.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1964, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου κέρδισε νωρίς την αναγνώριση ως ζωγράφος και κομίστας, προτού στρέψει το ενδιαφέρον του στις παραστατικές τέχνες ως σκηνοθέτης, χορογράφος, περφόρμερ και σχεδιαστής σκηνικών, κοστουμιών, μακιγιάζ και φωτισμού. Πριν σπουδάσει, δε, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ήταν μαθητής του εμβληματικού ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη.

Τη δεκαετία του 1980 ο Παπαϊωάννου έδειχνε τις παραστάσεις του σε μια κατάληψη στην Αθήνα. Η Ομάδα Εδάφους την οποία δημιούργησε το 1986 ήταν το αρχικό όχημα για τις πρώτες  παραγωγές του, οι οποίες ήταν ένας συνδυασμός υβριδικού σωματικού θεάτρου, πειραματικού χορού και περφόρμανς. Εμβληματικό του έργο υπήρξε η «Μήδεια» (1996) που σηματοδότησε το πέρασμα της Ομάδας στις μεγάλες θεατρικές σκηνές. Ευρέως γνωστός, ωστόσο, έγινε το 2004, όταν δημιούργησε τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Και πριν από 10 χρόνια, σε ηλικία 50 ετών, βρέθηκε ξαφνικά να είναι ο αγαπημένος της διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής, χάρη σε αυτό το είδος της παράστασης που εμπνεύστηκε, η οποία δεν μοιάζει με τίποτε άλλο μπορεί να δει κανείς στη σκηνή.

Περφόρμανς που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο στη σκηνή

«Δεν είναι χορός, δεν είναι θέατρο, και δεν είναι παράσταση. Δεν ξέρω τι διάολο είναι», λέει στην Λίντσεϊ Γουίνσιπ του Guardian, σε μια βιντεοκλήση από την Ελλάδα, με αφορμή τις παραστάσεις του «Ink» από 28 Φεβρουαρίου έως 2 Μαρτίου 2024, στο θέατρο «Sadler’s Wells» του Λονδίνου.

Το ντουέτο του Δημήτρη Παπαϊωάννου και του Σούκα Χορν προέκυψε μετά από πειραματισμούς των χορευτών κατά τη διάρκεια του lockdown στο στούντιο του Μεγάρου Μουσικής (Julian Mommert)

Στα έργα του «Ο Μεγάλος Δαμαστής» («The Great Tamer») και «Εγκάρσιος Προσανατολισμός» («Transverse Orientation»), που είχαν παρουσιαστεί προηγουμένως στο Λονδίνο, τα σώματα μεταμορφώνονται σε μεταβαλλόμενα σχήματα και εικόνες, συχνά παραπέμποντας σε καλές τέχνες ή φιγούρες από την ελληνική μυθολογία: μια σκηνή, για παράδειγμα, αποκαλύπτει την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι ή τον Μινώταυρο ή τον Ιησού στον σταυρό, ή το Μάθημα Ανατομίας του Ρέμπραντ. Αλλά υπάρχει επίσης χιούμορ, φαντασία και ψευδαισθήσεις, όλα σχεδιασμένα με προσοχή, τεχνική πληρότητα και ακρίβεια.

Δεν υπάρχει σχέδιο, όλα εξαρτώνται από το τι υλοποιείται στο στούντιο. «Απλώς ψαρεύεις στο άγνωστο και τα πράγματα αρχίζουν να συντίθενται από μόνα τους», λέει στον Guardian. Στo «Ink», την τελευταία του δουλειά, οι εικόνες που προέκυψαν είναι λιγότερο Ρέμπραντ και περισσότερο Ρίντλεϊ Σκοτ. «Συνειδητοποίησα ότι η γλώσσα που μιλούσα ήταν ο τρόμος επιστημονικής φαντασίας. Υπήρχαν πολλά κοινά με το “Αλιεν”, μια από τις αγαπημένες μου ταινίες», αποκαλύπτει ο Παπαϊωάννου. Το 40λεπτο ντουέτο, το οποίο ερμηνεύει μαζί με τον Σούκα Χορν, ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του lockdown, όταν οι δύο χορευτές πειραματίζονταν ολομόναχοι με ένα σύστημα ραντίσματος που ψέκαζε νερό σε ένα στούντιο (του Μεγάρου Μουσικής) καλυμμένο με πλαστικό.

Ο Παπαϊωάννου γοητεύτηκε από τα εφέ. Στη συνέντευξή του στον Guardian αναφέρεται στο νερό και «στον τρόπο με τον οποίο αντανακλά και διαθλά το φως, τον τρόπο με τον οποίο παράγει ήχο, τον τρόπο με τον οποίο μεταμορφώνει τους ανθρώπους και στον συνεχή αγώνα για τον έλεγχο ενός φυσικού στοιχείου». Αυτός ο αγώνας για έλεγχο, εξάλλου, είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στο «Ink»: «Ελεγχος των στοιχείων, έλεγχος των ανθρώπων μεταξύ τους, έλεγχος του εαυτού, έλεγχος των αποτελεσμάτων των πραγμάτων. Είναι μια διαδικασία αποτυχίας, κατά κάποιο τρόπο». Οπως «ακριβώς», δηλαδή, είναι η ζωή μας στην πραγματικότητα.

Σκηνή από το έργο του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Ο Μεγάλος Δαμαστής» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (Julian Mommert)

Η παγκόσμια περιοδεία του «Ink» είναι ίσως η τελευταία φορά, που  ο Παπαϊωάννου εμφανίζεται και ο ίδιος στη σκηνή. «Είμαι 60 τώρα», λέει και παραδέχεται ότι «η περιοδεία αυτή τη στιγμή είναι για μένα εξαντλητική» για να προσθέσει αμέσως: «Υπάρχουν στοιχεία χαράς [στο να είσαι στη σκηνή] και στοιχεία εκπλήρωσης». Και τονίζει «Αλλά κυρίως είναι η αγωνία του να μην μου αρέσει ο εαυτός μου και να μην είμαι ποτέ ικανοποιημένος με αυτό που έχω κάνει. Είναι μια άσκηση στην απογοήτευση, στην αποδοχή των περιορισμών του ταλέντου, της αντοχής. Μια άσκηση στο να αποτύχεις ξανά».

Από την κατάληψη στα θέατρα του κόσμου όλου

Μπορεί να είναι καλλιτέχνης που κάνει την αυτοκριτική του, ωστόσο η ιστορία του Δημήτρη Παπαϊωάννου δεν είναι μια ιστορία αποτυχίας, σημειώνει η Λίντσεϊ Γουίνσιπ στον Guardian. Ο σπουδαίος έλληνας καλλιτέχνης μεγάλωσε σε μια εργατική οικογένεια. Η μητέρα του ήταν κομμώτρια, ο πατέρας του υδραυλικός, ξυλουργός και ηλεκτρολόγος, «ένας από αυτούς τους άντρες που ξέρουν να κάνουν πράγματα με τα χέρια τους», λέει στη συνέντευξή του στη βρετανική εφημερίδα. Δεν υπήρχε τέχνη στο σπίτι, παρά μόνο μια εγκυκλοπαίδεια στην οποία ο Παπαϊωάννου έβρισκε ασπρόμαυρες εικόνες από πίνακες και θα τους αντέγραφε. Οι γονείς του δούλευαν σκληρά για να πληρώνουν τα δίδακτρα του γιου τους σε ένα καλό σχολείο, όπου ενθαρρύνονταν τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Ο προικισμένος νεαρός επικεντρώθηκε στη ζωγραφική και σπούδασε κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη.

Αλλά η τέχνη δεν ήταν το μονοπάτι που είχαν στο μυαλό τους οι γονείς του. «Δεν μου επιτρεπόταν να γίνω καλλιτέχνης ούτε να είμαι ομοφυλόφιλος», λέει. Ετσι, στα 18 του έφυγε από το σπίτι και έβγαζε τα προς το ζην ζωγραφίζοντας πορτρέτα και αγιογραφίες και κάνοντας εικονογραφήσεις για περιοδικά. Εχοντας προσχωρήσει στην underground σκηνή της Αθήνας της δεκαετίας του 1980, ο Παπαϊωάννου έγινε συνεκδότης (μαζί με τον ποιητή Παύλο Αβούρη και τον πρόωρα χαμένο σκηνοθέτη και σεναριογράφο Αλέξη Μπίστικα) ενός queer punk fanzine –το «Κοντροσόλ στο Χάος»- και έγραφε graphic novels.

Ανθρωπος και ταύρος στο έργο του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Εγκάρσιος Προσανατολισμός» στη «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση (Julian Mommert)

Γνώρισε τον σύγχρονο χορό και πειραματίστηκε επίσης με αυτόν: «Μόλις έφυγα από το σπίτι, αποδείχθηκε ότι δεν είχα κανένα είδος ταμπού στην έκφραση του εαυτού μου. Χωρίς να κάνω ποτέ ένα σχέδιο, απλώς κατέληξα να δημιουργώ μανιακά graphic novel και να εκπαιδεύομαι μανιακά για σύγχρονο χορό», λέει.

Μαζί με κάποιους φίλους του έκαναν κατάληψη σε ένα κτίριο στο κέντρο της Αθήνας: «Το μεταμορφώσαμε με τα χέρια μας σε ένα μικρό θέατρο και ξεκινήσαμε να δημιουργούμε τις πρώτες μας παραγωγές εκεί. Ο κόσμος έκανε ουρά απ’ έξω για να μπει σε αυτό το παράνομο θέατρο, διασημότητες των τεχνών έρχονταν και κάθονταν σε εκείνα τα άβολα καθίσματα για να μας δουν», θυμάται. Συνέβη σχεδόν τυχαία. «Δεν ξέραμε τότε τι ήταν το δελτίο τύπου», σχολιάζει.

Οπως λέει ο ίδιος, είναι «καλύτερος ζωγράφος στη σκηνή παρά στο χαρτί». Με τη ζωγραφική ασχολήθηκε κυριολεκτικά με ακρίβεια, οι περφόρμανς του, όμως, είναι ανοιχτές στην ερμηνεία. «Σημαίνει κάτι για μένα», λέει. «Αν σημαίνει κάτι και για σένα, αυτό θα ήταν το όνειρό μου. Αλλά δεν θα σημαίνει το ίδιο πράγμα» για όλους, εξηγεί. Και  δεν υπάρχει κρυφή απάντηση λέει στον Guardian. «Πασχίζω να είμαι όσο το δυνατόν πιο καθαρός ώστε να είναι μια αντανακλαστική επιφάνεια στην οποία να μπορεί ο θεατής να προβάλλει τα δικά του πράγμαται. Είναι μια γιορτή της ανθρώπινης φαντασίας», τονίζει.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...