Δέρνοντας τον «σκουπιδιάρη»
Δέρνοντας τον «σκουπιδιάρη»
Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πριν τα ευρωπαϊκά λεφτά, οι ευμάρειες και οι γκλαμουριές καβαλήσουν τη χώρα, κάθε προπαραμονή Χριστουγέννων και κάθε Μεγαλοβδομάδα, οι νοικοκυρές περίμεναν ένα κουδούνισμα στην εξώπορτά τους. Ενας μάλλον ρυπαρός ανθρωπάκος, φορώντας τα ταλαιπωρημένα ρούχα της δουλειάς, άμα τη εμφανίσει της οικοδέσποινας, της έδινε μια τυπωμένη καρτούλα, η οποία έγραφε «ο ρακοσυλλέκτης της γειτονιάς σας σάς εύχεται Χρόνια Πολλά». Κι αυτή, χαμογελώντας, του έδινε το κατιτίς της. Ενα δεκάρικο (δραχμές), το πιο συνηθισμένο, ή εικοσάρικο, αν το σπιτικό ήταν λίγο πιο εύπορο.
Μιλάμε για εποχές φτώχειας και δυσκολιών για τα νοικοκυριά. Το μπλοκάκι του «γράφ’ τα» στον μπακάλη (που ήταν και μανάβης) πήγαινε σύννεφο, όποιος μπορούσε να διαθέτει μοτοσακό θεωρούνταν προνομιούχος, η κυριακάτικη βόλτα της οικογένειας ήταν ένα πάνω-κάτω στην πλατεία με μοναδική πολυτέλεια την κατανάλωση πασατέμπου, ο άντρας έραβε κοστούμι κάθε δέκα χρόνια και η γυναίκα αγόραζε παπούτσια κάθε τρία. Κι όμως, εκείνο το δύσκολα εξοικονομημένο γιορτινό δεκάρικο στον «ρακοσυλλέκτη της γειτονιάς σας», δινόταν δίχως την παραμικρή βαρυγκώμια.
Διότι τότε οι άνθρωποι είχαν σέβας. Είχαν επαρκή συνείδηση ότι παρά τη δική τους σχετική ανέχεια, υπήρχαν κάποιοι που αντικειμενικά βρίσκονταν ακόμα πιο κάτω στην κοινωνική κλίμακα από κείνους. Πλην επιτελούσαν ένα έργο που ήταν αναντικατάστατο και –κατά κάποιον τρόπο– άξιο ενός έμπλεου αποστροφής θαυμασμού. Κανένας δεν ήθελε να δει τα παιδιά του «σκουπιδιάρηδες», όλοι τα ονειρεύονταν δημόσιους υπάλληλους ή επιστήμονες, ποτέ όμως δεν θα διανοούνταν να απευθύνουν υβριστικό λόγο ή να σηκώσουν χέρι σε κείνους που ακολουθούσαν τα πρωτόγονα απορριμματοφόρα της εποχής.
Διότι είχαν επίγνωση ότι οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι άνθρωποι που συχνά έζεχναν (καθώς μάζευαν τα σκουπίδια με τα χέρια και δίχως τις σημερινές φόρμες και γάντια) επιτελούσαν μια υπηρεσία υπερπολύτιμη για την πόλη, για τη γειτονιά τους, για τον δρόμο τους. Και παρά την αμορφωσιά που τότε κατοικοέδρευε σε κάθε μεταπολεμικό σπίτι, περίσσευε το ηθικό έρμα που έκανε την νοικοκυρά αντί να λέει «πληρώνονται για να μαζεύουν τα σκουπίδια», να αναγνωρίζει ότι «δίχως αυτούς, θα ’χαμε βρωμίσει».
Και αν κανενός νοικοκύρη το κοινωνικό όραμα δεν περιλάμβανε καριέρα πίσω από ένα ανοικτό σκουπιδιάρικο, όλοι διέθεταν τη στοιχειώδη εσωτερική ευγένεια να στέκονται σεβαστικοί και αλληλέγγυοι απέναντι σε κείνους που άδειαζαν στα φορτηγά τους ξεκοιλιασμένος σκουπιδοτενεκέδες τους και τις σακούλες με τα βρώμικα χαρτιά της τουαλέτας τους.
Και φτάσαμε στο σημείο, έπειτα από μια πεντηκονταετία, να τους δέρνουμε επειδή δεν μας ανοίγουν αμέσως τον δρόμο, όταν γυρίζουμε με την κουρσάρα μας από τα κλαμπάκια και τα μπουζούκια μας. Εξαχρειωθήκαμε εντελώς. Ντροπή μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
