650
|

Σπίτι και γυναίκα

Avatar Αντώνης Σουρούνης 4 Δεκεμβρίου 2009, 07:08

Σπίτι και γυναίκα

Avatar Αντώνης Σουρούνης 4 Δεκεμβρίου 2009, 07:08

Οσο περισσότερο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ πείθομαι ότι τα σπίτια μοιάζουν με γυναίκες. Το σπίτι χτίζεται για να κατοικηθεί, η γυναίκα γεννιέται για να παντρευτεί. Ενα σπίτι χωρίς ένοικο είναι το ίδιο θλιβερό με μια γυναίκα δίχως σύντροφο. Από δω η κυρία μου, από δω η οικία μου -έτσι πάει.

Στα νιάτα μου, που άλλαζα συνέχεια χώρες και πόλεις, ήταν φυσικό ν’ αλλάζω και σπίτια, συχνά μάλιστα δεν προλάβαινα ούτε να τα γνωρίσω.

Το πρώτο σπίτι που κατοίκησα στην Αθήνα το 1964 που πρωτόρθα, δεν ήταν ακριβώς σπίτι, αλλά ένα τετράγωνο πράμα από μπετόν αρμέ δίχως παράθυρο και τουαλέτα. Το δεύτερο έμοιαζε μ’ εκείνα τα παλιά δοκιμαστήρια ρούχων, που καλύπτονταν από ένα παραβάν κι έπρεπε συνεχώς να έχεις τον νου σου. Επόμενο ήταν και οι κοπέλες που συναναστρεφόμουν εκείνο τον καιρό να μοιάζουν με μπετόν αρμέ και δοκιμαστήρια.

Το πράμα όμως όσο πήγαινε και βελτιωνόταν. Δεν είχα ακόμη ξεκαθαρίσει αν το σπίτι ομορφαίνει τη γυναίκα ή η γυναίκα το σπίτι, αλλά τότε δεν μ’ ενδιέφερε. Γεγονός είναι ότι από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους ταυτίζονταν τόσο που χαιρόσουν να τους βλέπεις. Λυπόμουν κάθε φορά που έπρεπε ν’ αποχωριστώ ένα σπίτι -και το παράξενο είναι ότι κάθε φορά ήταν και διαφορετικός ο λόγος, ποτέ ο ίδιος. Οι αναμνήσεις όμως ήταν σχεδόν πάντα οι ίδιες. Και οι γυναίκες που με χώριζαν, είχαν σχεδόν πάντα τον ίδιο λόγο -ότι νοιάζομαι περισσότερο το βιβλίο που γράφω, παρά εκείνες. Και είχαν δίκαιο.

Σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα ζω στις παρυφές του Λυκαβηττού και μου είναι δύσκολο να μετακομίσω αλλού. Ο Λυκαβηττός λειτουργεί για μένα σαν αυλή και μπορεί τον μισό χρόνο να ζω πλάι στη θάλασσα, όμως ξέρω ότι το βουναλάκι είν’ εκεί και με περιμένει. Το πρώτο που βλέπω στην Αθήνα όταν έρχομαι είναι αυτός και είναι και το τελευταίο όταν φεύγω.

Στο πρώτο σπίτι που έμεινα γύρω από τον Λυκαβηττό, ήταν στα μέσα του ’70 κι εκεί έγραψα τους «Συμπαίχτες». Ηταν πολύ μεγάλο και το μοιραζόμασταν με έναν φίλο και τη φίλη του. Τρελό σπίτι από μόνο του. Αυτός ήταν γιατρός, η φίλη του τραγουδίστρια, η γυναίκα μου μανεκέν κι εγώ αυτός που ήμουν. Και συνεχώς παγωμένο τόσο πολύ, που χτυπούσα τη γραφομηχανή φορώντας γάντια.

Κάποτε που ήρθαν τεχνίτες για να μας βάλουν επιτέλους τηλέφωνο, βγαίναμε ένας ένας από τις τρύπες μας κουκουλωμένοι και οι άνθρωποι απόρησαν τόσο, που ο πιο μορφωμένος δεν κρατήθηκε και ψιθύρισε, «Ρε παιδιά, νομίζω ότι ζω σε βιβλίο του Ντοστογιέφσκι». Φύγαμε επειδή ρήμαζε και ήθελε αναστήλωση. Ακόμα θέλει, όμως προφανώς άλλοι θέλουν άλλα και το αφήνουν να ρημάζει. Κι ακόμα με βλέπω στο μπαλκόνι να καπνίζω κάθε φορά που περνάω απ’ έξω.

Το επόμενο ήταν παραδίπλα, στην πλατεία Αναγνωστοπούλου. Την εποχή εκείνη εγώ έλειπα και το νοίκιασε η γυναίκα μου. Οταν μπήκα, νόμιζα ότι εξακολουθώ να βρίσκομαι στο βαγόνι με το οποίο ήρθα από τα ξένα και συνεχίζω να ταξιδεύω. Πραγματικά, τα μισά από τα δέκα χρόνια τα περάσαμε ταξιδεύοντας με τα τρένα στην Ευρώπη και τ’ άλλα μισά μέσα στο βαγόνι μας. Επρεπε να φύγουμε, γιατί ο γιος θα παντρευόταν.

Στην παραδίπλα πολυκατοικία μείναμε άλλα δέκα χρόνια. Το διαμέρισμα ήταν στο ισόγειο και το νοίκιασα επειδή είδα κήπο, τίποτ’ άλλο. Και πάλι τα μισά χρόνια τα πέρασα μακριά, εδώ όμως τελείωσα τον «Χορό των Ρόδων». Εφυγα γιατί οι υπερήλικες ιδιοκτήτες πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλο και οι καινούργιοι ενοικιαστές φέρνανε μαζί τους και τον θόρυβο.

Σ’ αυτό το σπίτι που βρίσκομαι τώρα, έγραψα «Το Μονοπάτι στη Θάλασσα». Τρία χρόνια κράτησε η γραφή του, με κλεισούρα, βουβαμάρα και μοναξιά. Η φίλη μου, με την οποία είχαμε ζήσει τα προηγούμενα τρία χρόνια ταξιδεύοντας, έπρεπε τώρα να πάει στο πατρικό της και συναντιόμασταν μόνο Σαββατοκύριακο. Τη μέρα που τελείωσε το βιβλίο, τελείωσε και η σχέση μας. Η σχέση μου με το σπίτι τελείωσε πριν από λίγες μέρες, όταν ο ιδιοκτήτης μού ανήγγειλε ότι ανέβηκε πάλι ο τιμάριθμος, επομένως και το νοίκι μου.

*Η πρώτη δημοσίευση αυτού του κειμένου έγινε στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News