Η ελληνική εξαίρεση στον ευρωπαϊκό λαϊκισμό
Η ελληνική εξαίρεση στον ευρωπαϊκό λαϊκισμό
Ο Γκίντεον Ράχμαν γράφει ότι «η Ακροδεξιά μπορεί να κερδίσει στην Ευρώπη, αλλά δυσκολεύεται να κυβερνήσει» και περιγράφει ένα εκκρεμές που ταλαντεύεται ανάμεσα στον θυμό και τη λογική, στον ριζοσπαστισμό και τη μετριοπάθεια. Με αφορμή το τελευταίο του κείμενό στους Financial Times θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η Ευρώπη ζει πια, όχι μια μάχη ανάμεσα στην (κεντρο)Δεξιά και την (κεντρο)Αριστερά, αλλά ανάμεσα στο ευρύτερο κέντρο και την αντισυστημική Δεξιά. Μια νέα διαχωριστική γραμμή, που διασχίζει κυβερνήσεις, κόμματα και κοινωνίες.
«Σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης οι ψηφοφόροι είναι θυμωμένοι και απογοητευμένοι – και πρόθυμοι να απομακρύνουν τα κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία. Αν αυτά είναι τα παραδοσιακά κεντρώα κόμματα, τότε οι ριζοσπαστικές περιθωριακές ομάδες θα συγκεντρώσουν ψήφους. Αλλά όταν η Ακροδεξιά καταφέρνει να αναλάβει την εξουσία, τότε οι ψηφοφόροι μπορούν γρήγορα να απογοητευτούν και να επιστρέψουν στα κεντρώα κόμματα με την πρώτη ευκαιρία», σημειώνει ο έγκυρος αρθρογράφος.
Σας θυμίζει κάτι; Τα ζήσαμε πρώτοι την περασμένη δεκαετία, μόνο που ο λαϊκισμός εκδηλώθηκε στην Ελλάδα στα αριστερά, με αφορμή τα μνημόνια, και όχι στα ακροδεξιά, με αφορμή το Μεταναστευτικό. Είμαστε η εξαίρεση. Τα υπόλοιπα έγιναν όπως τα περιγράφει ο Ράχμαν. Οι πολίτες δοκίμασαν τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά απογοητεύτηκαν γρήγορα και επέστρεψαν από τον ριζοπαστισμό στη μετριοπάθεια και στο κεντροδεξιό σχήμα της ΝΔ (με αρκετή δόση κεντροαριστεράς) υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στην Ολλανδία το ακροδεξιό Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) με ηγέτη τον Γκερτ Βίλντερς είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει στην κυβέρνηση το 2023 επειδή πολλοί ολλανδοί ψηφοφόροι είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στα παραδοσιακά κόμματα του Κέντρου. «Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, το κόμμα του Βίλντερς δεν είχε εύκολες λύσεις για τα προβλήματα που απασχολούσαν τους ψηφοφόρους, ιδίως τους μετανάστες», γράφει ο Ράχμαν. Ετσι, οι ψηφοφόροι επέστρεψαν στις εκλογές που έγιναν στις 29 Οκτωβρίου στο Κέντρο και στον νέο αστέρα του: τον Ρομπ Γέτεν και το κεντρώο κόμμα του, D66.
Ακριβώς το ίδιο μοτίβο είδαμε στην Αυστρία: το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας (FPÖ) του Χέρμπερτ Κικλ κυβέρνησε, βυθίστηκε σε σκάνδαλα, και ναι μεν επανήλθε δυναμικά, αλλά χωρίς να μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Και στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν βρίσκεται ένα βήμα πριν το Ελιζέ, αλλά με μια κοινωνία που φαίνεται εξίσου έτοιμη να της το αρνηθεί.
Ο Ράχμαν προειδοποιεί: «Εάν η αναδυόμενη τάση στην ευρωπαϊκή πολιτική είναι η εναλλαγή μεταξύ του Κέντρου και της Ακροδεξιάς, αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις για τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Και στις τρεις χώρες μια κυβέρνηση του Κέντρου που αντιμετωπίζει δυσκολίες έχει την αντισυστημική Δεξιά να την καταδιώκει».
Η ελληνική ιδιομορφία
Η Ελλάδα όμως αποτελεί την εξαίρεση σε αυτό το ευρωπαϊκό μοτίβο. Εδώ ο λαϊκισμός δεν γιγαντώθηκε από το Μεταναστευτικό, αλλά από την εκμετάλλευση της οικονομικής ασφυξίας των πολιτών λόγω των μέτρων λιτότητας των δύο πρώτων μνημονίων. Και η εκμετάλλευση αυτή έγινε την περασμένη δεκαετία από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, με ψέματα, εχθροπάθεια, διχαστικό λόγο και εξωφρενικές υποσχέσεις που όλοι γνώριζαν ότι ήταν ψεύτικες. Και όταν ο κ. Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές του 2015, συγκυβέρνησε με τη λαϊκιστική Ακροδεξιά του Πάνου Καμμένου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε το ίδιο αντισυστημικό συναίσθημα που αλλού ενσαρκώνουν η Λεπέν ή ο Φάρατζ. Η μόνη ουσιαστική διαφορά είναι η στάση στο Μεταναστευτικό. Μόνο που στην ελληνική εκδοχή του, η ρητορική της «λαϊκής κυριαρχίας» και της «αντίστασης στις ελίτ» ντύθηκε με τα χρώματα της Αριστεράς.
Αυτό ήταν το ελληνικό «εργαστήριο» του λαϊκισμού που στήθηκε πριν από τα άλλα, πριν καν από το δημοψήφισμα για το Brexit. Και η κατάρρευση των προσδοκιών ήρθε έτσι όπως συμβαίνει τώρα και αλλού: με την τριβή της εξουσίας. Με το τρίτο μνημόνιο και προηγουμένως την τεράστια ζημιά που προκάλεσαν η «διαπραγμάτευση» του πρώτου εξαμήνου του 2015, το κλείσιμο των τραπεζών και το Υπερταμείο.
Μετά την εμπειρία των τεσσεράμισι ετών του ΣΥΡΙΖΑ, η Ελλάδα ακολούθησε την αντίθετη διαδρομή από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ενώ αλλού το Κέντρο υποχωρεί μπροστά στην οργή, εδώ ανασυγκροτήθηκε και κυριάρχησε. Η Νέα Δημοκρατία, με δύο συνεχόμενες αυτοδυναμίες, έγινε το πολιτικό σημείο αναφοράς μιας χώρας που αναζητά σταθερότητα.
Βεβαίως, η άσκηση εξουσίας συνεπάγεται φθορά. Η ΝΔ κυβερνά πια εξίμισι χρόνια και η αντιμετώπιση απανωτών κρίσεων (πανδημία, ελληνοτουρκικά, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός) τεστάρει όλους τους μηχανισμούς, ιδίως όταν στηρίζονται σε ένα κράτος με βαθιές παθογένειες, που δεν αλλάζουν ούτε σε πέντε, ούτε σε δέκα χρόνια. Απαιτούν ίσως την αλλαγή γενεών, ή καλύτερα την αλλαγή εποχής.
Και οι δυνάμεις του λαϊκισμού δεν εξαφανίστηκαν. Απλώς διασπάστηκαν στα αριστερά του κυβερνώντος κόμματος, ακολουθώντας τις διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, και πιέζουν τώρα και από τα δεξιά τη ΝΔ, με μικρά σχήματα που εμπορεύονται τον φόβο και το πατριωτικό συναίσθημα (όταν δεν εμπορεύονται κηραλοιφές και «χειρόγραφες επιστολές» του Ιησού).
Αυτό το τοπίο πολυδιάσπασης, όμως, ίσως να είναι η ελληνική άμυνα απέναντι στο αντισυστημικό κύμα που σαρώνει την υπόλοιπη ήπειρο. Γιατί το έργο εδώ το έχουμε δει. Ο λαϊκισμός κούρασε προτού προλάβει να ριζώσει.
Πριν από τον επόμενο κύκλο;
Στην Ευρώπη το εκκρεμές συνεχίζει να κινείται. Ο Ορμπαν φθείρεται, η Μελόνι αντέχει, ο Φάρατζ περιμένει στη γωνία. Ο Ράχμαν συνοψίζει με ψυχρή διαύγεια: «Οι αντισυστημικές δυνάμεις κερδίζουν, χάνουν και ξανακερδίζουν, σέρνοντας μαζί τους το πολιτικό Κέντρο».
Η Ελλάδα, εδώ και εξίμισι χρόνια δεν συμμετέχει σε αυτόν τον κύκλο. Ισως γιατί τον έζησε ήδη. Αυτό δεν σημαίνει ότι η σταθερότητα είναι δεδομένη – ούτε ότι τα άκρα δεν βρίσκουν ξανά πρόσφορο έδαφος. Η φθορά της κυβέρνησης, που μετά το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΠΕ περνάει την πιο δύσκολη δημοσκοπικά περίοδο, οδηγεί κάποιους στην εκτίμηση ότι βρισκόμαστε πριν από τον επόμενο κύκλο.
Από την άλλη πλευρά, η απουσία προσώπου που να εκφράζει το αντισυστημικό ρεύμα, όπως ο Τσίπρας την περασμένη δεκαετία, και η πολυδιάσπαση της Αντιπολίτευσης εκατέρωθεν της ΝΔ, καθιστούν το κυβερνών κόμμα ανάχωμα. Το οποίο βάλλεται αυτή τη στιγμή και από τις δύο πλευρές (αριστερά και δεξιά του) από κύματα λαϊκισμού, ιδίως όσο το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη επιλέγει αταλάντευτα, παρά τις πρώτες εσωτερικές διαφωνίες, την τακτική τού φλερτ προς τα μικρότερα αριστερά κόμματα.
Ωστόσο στην Ελλάδα ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός. Οι εκλογές απέχουν 18 μήνες και πολλά θα κριθούν, όπως έχει αναγνωρίσει ο κ. Μητσοτάκης, όχι μόνο από το πώς θα αντιμετωπίσει στη σκακιέρα τους λαϊκιστές από τα άλλα κόμματα, αλλά από το πώς θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα των λαϊκών τάξεων, που τους προσφέρουν έδαφος. Με πρώτο την ακρίβεια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
