494
Τι έχουν τα έρμα και μιλάνε; | Menelaos Myrillas / SOOC

Αμνοεριφίου διήγηση (αυτολεξεί όμως)

Στάθης Παχίδης Στάθης Παχίδης 16 Απριλίου 2017, 09:00
Τι έχουν τα έρμα και μιλάνε;
|Menelaos Myrillas / SOOC

Αμνοεριφίου διήγηση (αυτολεξεί όμως)

Στάθης Παχίδης Στάθης Παχίδης 16 Απριλίου 2017, 09:00

«…Όλα γυρίζουν…Όλα γυρίζουν και πάνω στο αέναο στροβίλισμα, μια ύπουλη ζέστη νιώθω από κάτω μου. Είναι και το σίδερο, που μου διαπέρασε αυτός ο μουσάτος ο κοιλαράς– ίδιος με τον τράγο, τον Χαϊλάντερ, που είχαμε στο μαντρί ως πρόπερσι, χαϊλάντερο δε του ‘μεινε λίγο πριν τη Μεγάλη βδομάδα του 15…Χαχάνιζε λίγο πριν ο χοντρός με το γιο του, το Χαίλαντεράκι, λέγοντας το ακατανόητο για μένα: «Του ξηγήθηκα Αθανάσιος Διάκος».

…Όλα γυρίζουν διαρκώς και με τέμπο σχεδόν σταθερό. Η παροιμία λέει πως «τον λύκο φοβούνται τα πρόβατα αλλά ο βοσκός τα σφάζει» και δε την είχα πάρει στα σοβαρά, το δόλιο. Καλό παιδί φαινόταν ο Σαλίχ, πονεμένο και παρασύρθηκα.

…Απ’ το Πακιστάν μέχρι το Κιλκίς με τα πόδια ήρθε, με τη μάνα του μιλούσε κάθε τρεις και λίγο στο κινητό, μας πρόσεχε εμένα και τ’ άλλα αρνάκια στο μαντρί, άσε που ξεχώριζε κι εύκολα, μαυριδερός αυτός, μέσα στην τόση ασπράδα μας. Παράπονο δεν είχαμε ούτε εμείς ούτε τ’ αφεντικό, ο Χάμπος ο αρχιμαντράρχης, που μάθαινε διάφορα στον Σαλίχ. Πακιστανικά ήταν; Ποντιακά ήταν; Θα σε γελάσω…«Να λελεύω την ψυ σ’» μ’ έλεγε, όταν μ’ άρμεγε ο Σαλίχ κι εγώ ανυποψίαστο παραδινόμουν στα χέρια του. Μέχρι και σέλφι βγήκαμε, για να στείλει στο σόι του, σ’ ένα χωριό έξω από το Μπαχαβαλπούρ.

…Και τώρα όλα γυρίζουν. Αχάραγα μας φόρτωσε σε καρότσα εμένα και καμιά πενηνταριά συνερίφια ο άκαρδος ο Σαλίχ και βρεθήκαμε στο «Εκδοροσφαγείον η Ελπίς» λίγο έξω από την πόλη. Ένα ραδιοφωνάκι έπαιζε άσμα που έλεγε «Πεθαίνω για σένα», κάτι ένιωσα στο σβέρκο κι αυτό ήταν όλο. Κάτι σα ζωή αλλά και μη-ζωή, μια μέθη μυστήρια μετά και χωρίς να νιώθω πολλά πολλά από ένα ψυγείο βρέθηκα στην αγκαλιά του Χαϊλάντερ και στο σίδερο, που γυρίζει τώρα ακατάπαυστα.

…Όλα γυρίζουν διαρκώς, η ύπουλη ζέστη μεγαλώνει, ένας καπνός αρχίζει ν’ ανεβαίνει και άνδρες, γυναίκες και παιδιά αρχίζουν να μαζεύονται γύρω μου. Είμαι πια το κέντρο της προσοχής. Μια γυναίκα με ξανθό μαλλί σα λάχανο κάθε τρεις και λίγο ρωτά τον Χαϊλάντερ «Θα ψηθεί κουμπάρε ή κάναμε βλακεία που δε το βάλαμε στο φούρνο με πατάτες;» κι εκείνος απαντά «Μιλάς με τον Αντετοκούμπο των ψητάδων, μανίτσα μου». Άντε βγάλε άκρη…

…Όλα γυρίζουν και νιώθω τις λίγες δυνάμεις να μ’ εγκαταλείπουν. Δυο χαρούμενες μικρές με σουφρωμένα τα χείλη, θαρρείς και τις άρπαξε η τσίκνα, βγάζουν σέλφι μαζί μου–πώς να χαμογελάσω, μου λες; Από τη λοιπή ομήγυρη όλο και κάποιος πλησιάζει, με βλέπει με αδημονία ή περίσκεψη και λέει τις ίδιες δυο λέξεις στον Χαϊλάντερ: «Ακόμη ρε;». Ακούν και χορεύουν με κάποιον που αλυχτάει «Άλλοθιιιιι, δεν έχεις άλλοθιιιι» σα τον ποιμενικό τον Τζακ, που είχαμε στο μαντρί ενώ η κουμπάρα αναφωνεί: «Ε ρε, να καούν τα κάρβουνα. Μέρκελ, μη περάσεις από δω και ζητάς κι άλλα».

…Ολα γυρίζουν εφιαλτικά πια, έχω ανεβάσει θερμοκρασία στα ύψη, νιώθω σουβλιές στα πλευρά. Ο Χαϊλάντερ ή Αντετοκούνμπο με μια μαχαίρα ακούγεται: «Λουκούμι το ‘κανα ρε, δεν είμαι ψητάς, είμαι ζαχαροπλάαααστης… Φέρτε πιατέλες» κι εγώ, χάνοντας ακόμη κι αυτή τη μυστήρια μέθη, αυτή την ελάχιστη αίσθηση μη-ζωής, ανακράζω:

«Αρνί, αρνί, λαμά σαβαχθανί…».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...