722
Εξω από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης, το απόγευμα της Τετάρτης | CreativeProtagon/Intimenews

Περιμένοντας το παιδί…

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 2 Μαρτίου 2023, 18:02
Εξω από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης, το απόγευμα της Τετάρτης
|CreativeProtagon/Intimenews

Περιμένοντας το παιδί…

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 2 Μαρτίου 2023, 18:02

Στις πρώτες μου σόλο διακοπές, τη δεκαετία του ’80, πήγα πέντε μέρες σε ένα νησί με μια φίλη και επέστρεψα ύστερα από 20 μέρες και αφού είχα αφήσει την ταυτότητά μου στο λιμεναρχείο για να πάρω εισιτήριο, διότι είχα ξεμείνει από λεφτά. Δεν είχαμε κινητά τότε, δεν θυμάμαι καν αν είχα πάρει από τον τοπικό ΟΤΕ τη μαμά μου να της πω κάτι παραπάνω από ένα ασαφές «θα αργήσω λίγες μέρες, στείλε κάνα χιλιάρικο». Ημουν 16.

Χθες η κόρη μου έγινε 16 και καθώς διάβαζα και για τα παιδιά στο τρένο, σκέφτηκα τη μάνα μου…

Κάναμε πολλούς κανιβαλισμούς ως έφηβοι, νομίζω πολύ περισσότερους απ’ ό,τι κάνουν οι έφηβοι σήμερα, δεν τους βοηθάει και η τεχνολογία, είναι και πιο φοβισμένοι, είναι και πιο «ενήλικες». Και δεν έχουν και τόσο «επαναστατικές» προδιαθέσεις, μάλλον επειδή δεν τους περιορίζουμε εμείς τόσο πολύ. Γενικά, άλλη εποχή.

Εχω σκεφτεί πολλές φορές πώς θα ήταν η μάνα μου εκείνες τις μέρες και την έχω σκεφτεί επιπλέον επειδή έχουμε και ένα κοινό: μεγαλώνουμε τα παιδιά μας μόνες μας, που σημαίνει όλη η ευθύνη στους ώμους σου. Δεν διπλασιάζεται απλώς η ευθύνη όταν είσαι μόνος σου, πολλαπλασιάζεται, διότι οι άνθρωποι είμαστε και ενοχικοί, οι μανάδες ιδιαιτέρως.

Πώς είναι να περιμένεις το παιδί σου και να μην εμφανίζεται; Πώς είναι να παίρνεις τηλέφωνο και να το έχει κλειστό ή να μην απαντάει;

Πόσα σενάρια παίζουν στο μυαλό σου, πόσες φρίκες τρως, πόσο μεγεθύνονται οι πραγματικοί κίνδυνοι και γίνονται ταινίες τρόμου στη φαντασία σου;

Σκέφτομαι συχνά ότι οι μανάδες –και οι πατεράδες, μη φωνάζετε, αλλά εγώ είμαι μάνα– έχουμε πραγματική ζωή 300.000 ετών, διότι αλλιώς δεν βγαίνουν τα μαθηματικά: Κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, χάνεις και μια δεκαετία μίνιμουμ.

Οσο άνετος και αν είσαι.

Και είσαι άνετος, δεν γίνεται να μην είσαι. Δεν μπορεί να ξενυχτάς κάθε βράδυ που έχει πάει στο πάρτι, θα διαλυθείς. Δεν μπορεί να είσαι στα κάρβουνα κάθε φορά που βγαίνει από το σπίτι, θα αρρωστήσεις.

Δεν μπορεί να μην τον/την αφήνεις να πάει διακοπές, ταξίδι, βόλτα, συναυλία, οτιδήποτε· τι θα μεγαλώσεις, φυτό εσωτερικού χώρου; Ασε που και να μην τον/την αφήσεις, θα πάει έτσι κι αλλιώς.

Είναι μια παράξενη και πολύ δύσκολη ισορροπία: Πώς να είσαι άνετος και να ανησυχείς ταυτόχρονα; Πώς να τους φυλάς χωρίς να γίνεσαι υπερπροστατευτικός, να μην πνίγεις αλλά και να μην αδιαφορείς, να μπορείς να κοιμάσαι τα βράδια αλλά και να τους έχεις στο νου σου;

Είναι η ουσία τού να είσαι γονιός τελικά. Να μπορείς να τους αφήνεις να μεγαλώνουν, να φεύγουν, να τρέχουν από ’δώ κι από ’κεί με τα τρένα, τα λεωφορεία, τα πλοία και τ’ αεροπλάνα –τα φτηνά συνήθως, άρα και τα πιο επικίνδυνα– να ψελλίζεις κι ένα «πάρε με όταν φτάσεις» και να εύχεσαι να σε πάρει.

Ή να μη σε πάρει, αλλά μόνο επειδή το ξέχασε και περνάει καλά.

Να σκέφτεσαι ότι κι εσύ τα ίδια έκανες και χειρότερα και κάπως επιβίωσες τελικά.

Είναι στις προδιαγραφές της δουλειάς αυτή η διαρκής και –όσο γίνεται– απωθημένη, κρυμμένη ανησυχία.

Οπως το «μην αργήσεις», που δεν ακούει κανείς ποτέ, και το ανέκδοτο πλέον «ζακέτα να πάρεις», τι ζακέτα να πάρει με τα αίματα να βράζουν;

Δεν θέλω καν να σκέφτομαι πώς αισθάνονται οι γονείς των παιδιών που χάθηκαν στο τρένο.

Που συνεχίζουν να περιμένουν το παιδί έξω από ένα νοσοκομείο ή ένα νεκροτομείο, με άλλους δίπλα τους που περιμένουν ένα άλλο παιδί, η απελπισία και η ελπίδα να ναυμαχούν μέχρι θανάτου στα μάτια τους και η χιλιοτραυματισμένη ελπίδα να αρνείται πεισματικά να βουλιάξει.

Που βλέπουν τις φωτογραφίες των παιδιών τους στην τηλεόραση, στα sites, στις εφημερίδες, στα social, το παιδί τους μας χαμογελάει από τη φωτογραφία, όλος ο κόσμος «συμπάσχει» με το δράμα τους, ρουφάει κάθε λεπτομέρεια, το κοινό διψάει για προσωπικές ιστορίες, ανεβάζουν τον τόνο στη συλλογική τραγωδία, την κάνουν πιο juicy.

«Η τάδε, 18 ετών, που γύριζε σπίτι της με το αγόρι της και είχε όνειρα να γίνει αστροφυσικός…»

Αστρόσκονη τα όνειρα, χιλιάδες λέξεις εμείς στα ΜΜΕ και τα social, μυθιστορηματικοί πρωταγωνιστές οι νεκροί, αναγνώστες άπαντες.

Εκτός από τους γονείς.

Εκείνοι, τη δική τους προσωπική τραγωδία τη ζουν και θα τη ζήσουν ολομόναχοι, εφ’ όρου ζωής. Οταν τα πρωτοσέλιδα και οι ελεγείες ξεχαστούν, το δικό τους τραύμα θα κουρνιάσει εσωτερικά, σε μια σκοτεινή φωλιά, και θα τους τρώει για πάντα.

Θα συνεχίσουν να αναρωτιούνται αν έκαναν κάτι λάθος, ποιος φταίει, γιατί το δικό τους παιδί…

Δεν υπάρχει καμία απάντηση, ποτέ δεν υπήρξε.

Δεν θέλω καν να σκέφτομαι πώς αισθάνονται αυτοί οι άνθρωποι.

Ομως, έχω έλθει χιλιάδες φορές στη θέση τους.

Ευτυχώς για μένα, μόνο νοερά.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...