1114
| CreativeProtagon

O βασιλιάς που έχασε τον κλονισμένο θρόνο

Πιέρρος Ι. Τζανετάκος Πιέρρος Ι. Τζανετάκος 12 Ιανουαρίου 2023, 20:05
|CreativeProtagon

O βασιλιάς που έχασε τον κλονισμένο θρόνο

Πιέρρος Ι. Τζανετάκος Πιέρρος Ι. Τζανετάκος 12 Ιανουαρίου 2023, 20:05

Καλώς ή κακώς –μάλλον, ορθότερα, ούτε καλώς ούτε κακώς– ο θεσμός της μοναρχίας είναι συνυφασμένος με τη σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως και το 1974, με εξαίρεση την περίοδο 1924-1935, ανώτατος πολιτειακός άρχων της χώρας και ηγέτης των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν ο βασιλιάς. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, ο μοναρχικός θεσμός σταδιακά έφθινε. Και έφθινε με ευθύνη των ίδιων των βασιλέων. Ο Κωνσταντίνος, όπως ακριβώς και οι προκάτοχοί του από τις αρχές του 20ού αιώνα, προέβη σε μια σειρά εξωθεσμικών πολιτικών παρεμβάσεων, τις οποίες όμως, σε αντίθεση με τον παππού, τον θείο και τον πατέρα του, πλήρωσε με την οριστική απώλεια του θρόνου.

Από το 1915, όταν ξέσπασε ο Εθνικός Διχασμός –η ρήξη που διαίρεσε βαθιά, σε διάφορα σχήματα και πολλαπλά επίπεδα, τη χώρα έως και τη Μεταπολίτευση– το Παλάτι ήταν η διπλωματική και στρατιωτική αιχμή του δόρατος στην προσπάθεια υλοποίησης του μεγάλου εθνικού στόχου: της Μεγάλης Ιδέας – δηλαδή της ελληνικής επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής προς Βορρά και Ανατολή. Η στρατηγική επιλογή, όμως, του Κωνσταντίνου Α’ να μετατραπεί από συλλογικό σύμβολο του Εθνους σε ηγέτη της μίας εκ των δύο πολιτικών παρατάξεων που ηγεμόνευσαν στη χώρα, οδήγησε έκτοτε στην πλήρη ανατροπή των θεσμικών και κατ’ επέκταση των πολιτικών ισορροπιών – μια ανατροπή με αντίκτυπο σε βάθος πολλών χρόνων.

Οταν, τον Μάρτιο του 1964, ο Κωνσταντίνος Β’ ανήλθε στον θρόνο, είχε να διαχειριστεί την πολύ βαριά κληρονομιά του οίκου του. Εφερε το όνομα του πλέον δημοφιλούς βασιλιά των Ελλήνων, ο οποίος λατρεύτηκε και μισήθηκε, καθώς ήταν αυτός που, αφενός πιστώθηκε σε μεγάλο βαθμό τη μεγέθυνση της χώρας μετά του ένδοξους Βαλκανικούς Πολέμους, αφετέρου όμως χρεώθηκε –στον ίδιο βαθμό– τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο αποκαλούμενος και «κουμπάρος», λόγω της λαϊκότητας που τον διέκρινε, συγκρούστηκε σκληρά με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, εμπνευστή της Μικρασιατικής Εκστρατείας και έτερο πόλο του Διχασμού, βγαίνοντας τελικά ζημιωμένος. Ο ίδιος όμως ζημίωσε βαρύτερα τη χώρα. Πέθανε μεν εξόριστος, αλλά έγινε και κληροδότης μιας ολόκληρης εποχής.

Ο διάδοχός του, Γεώργιος Β’, έχασε προσωρινά τον θρόνο του μετά το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα του 1923, επέστρεψε όμως πραξικοπηματικά, αφού πέρασε 11 χρόνια στο Λονδίνο, και επέβαλε τη δικτατορία Μεταξά. Εγινε έτσι το πρώτο βασιλικό σύμβολο του καταναγκασμού – ένας μονάρχης που, για να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά την Κατοχή, έπρεπε να μεσολαβήσουν οι δομικές αστοχίες του ΚΚΕ, η κρεατομηχανή των Δεκεμβριανών κι ακόμα ένα παραχαραγμένο δημοψήφισμα, τον Σεπτέμβριο του 1946. Θεσμικός ηγέτης της χώρας κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του Εμφυλίου, ο Γεώργιος Β’ φαινόταν σαν ν’ ασκεί ποινή ως επικεφαλής του κράτους. Σκληρός και άτεγκτος με τους Ελληνες, ειδικά με αυτούς που δεν τον υποστήριζαν, έμοιαζε να παρίσταται χαριστικά στη χώρα. Από την επιστροφή του στη χώρα έως και το θάνατό του, τον Απρίλιο του 1947, μεθόδευσε κυβερνητικά σχήματα με ακραία φιλομοναρχικούς υπουργούς, οι οποίοι υπονόμευσαν κάθε προσπάθεια γεφύρωσης με την Αριστερά.

«Ηταν αυταρχικός, μονήρης, μισογύνης και ασκητικός. Σπάνια κάποιο χαμόγελο προκαλούσε ρήγμα στη βλοσυρότητα της μορφής του. Προσκολλημένος στα συμφέροντα του θρόνου, ξεκομμένος τελείως από τον λαό, ανώριμος πολιτικά, υπεύθυνος για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, γινόταν όργανο της δύναμης που ήθελε κάθε φορά να ελέγχει την Ελλάδα». Στα γραφόμενα αυτά του ιστοριογράφου-δημοσιογράφου Σόλωνα Γρηγοριάδη αποτυπώνεται η εικόνα που είχε, μεταπολεμικά, σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας για τον Γεώργιο Β’. Αλλά και τα δικά του λόγια ήταν χαρακτηριστικά της άποψης που ο ίδιος είχε την εποχή του Μεσοπολέμου για τα κοινά και τον λαό του: «Μόνον ένας ανώτατος νους δύναται να διευθύνει τις τύχες της χώρας. Ο κόσμος ζητεί παντού ένα στιβαρό χέρι να τον προστατεύσει από τα πολλαπλασιαζόμενα δεινά και να τον οδηγεί εις το να ανακτήσει την ευτυχία που έχασε. Αλλοίμονον εις τον τόπον εκείνον από τον οποίο θα λείψει εκείνος που θα θέσει χαλινόν εις τα πολιτικά πάθη». Η βασιλεία του ήταν διχαστική. Ο Γεώργιος Β’ δεν επέδειξε καμία διάθεση να συμπεριλάβει υπό τη σκέπη το σύνολο του Εθνους.

Ο Παύλος, ένας μονάρχης με υπερβάλλοντα πολιτικό ζήλο, έγινε –μαζί με τις Ενοπλες Δυνάμεις– ένα από τα πλέον ισχυρά σύμβολα του σκληρού μετεμφυλιακού κράτους, με πολίτες τουλάχιστον δύο ταχυτήτων. Οι εικόνες της περιφοράς αυτού και της συζύγου του Φρειδερίκης στους ώμους των «αναμορφωμένων» της Μακρονήσου δύσκολα μπορούν να σβηστούν από το συλλογικό υποσυνείδητο. Μετά τον θάνατο του Παπάγου, ο Παύλος παρέκαμψε την κοινοβουλευτική ομάδα του Ελληνικού Συναγερμού, υποδεικνύοντας, εν μέσω της πρώτης μετά πολλά έτη ελληνοτουρκικής κρίσης, ως πρωθυπουργό τον Κωσταντίνο Καραμανλή. Μπορεί να δικαιώθηκε για την επιλογή του, οκτώ χρόνια μετά όμως ουσιαστικά ανέτρεψε τον Μακεδόνα πολιτικό, όταν ο τελευταίος επιχείρησε να αναθεωρήσει το Σύνταγμα, δίνοντας περισσότερη ισχύ στην εκτελεστική εξουσία και κατ’ επέκταση αποδυναμώνοντας τα μοναρχικά προνόμια. Λίγο μετά, ευνόησε την άνοδο του Γεωργίου Παπανδρέου – άλλωστε, η νεότευκτη Ενωση Κέντρου δεν στερούνταν φιλομοναρχικών στελεχών, ενώ κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο αρχικό στάδιο της θητείας του συμβιβάστηκε με το Παλάτι όσον αφορά το μείζον ζήτημα του ελέγχου του στρατεύματος.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Κωνσταντίνος μπορεί να μην είχε τις απαραίτητες πολιτικές παραστάσεις, αλλά όπως αποδείχθηκε, είχε εμπεδώσει την τακτική της ευθείας και μεροληπτικής παρέμβασης των προκατόχων του στην πολιτική ζωή του τόπου. Η βασιλεία του συνέπεσε με την καθυστερημένη ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία πυροδότησε την έκρηξη ανεξέλεγκτων δυνάμεων, ακόμα κι εντός του συντεταγμένου δικομματικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του στον θρόνο, στις τάξεις του στρατεύματος ισχυροποιήθηκε ο πυρήνας των αξιωματικών που την 21η Απριλίου 1967 κατέλυσαν τη δημοκρατία.

Χωρίς να παραγνωρίζονται οι ευθύνες της πολιτικής τάξης, η οποία εθελοτυφλούσε αλληλοσυγκρουόμενη, ο Κωνσταντίνος αποδείχτηκε πολλαπλώς ανεπαρκής, διαρκώς αναποφασιστικός και εν τέλει αδύναμος ν’ αντιληφθεί την πραγματικότητα της συγκυρίας. Αποφάσισε συνειδητά, με τη συνδρομή του στενού περιβάλλοντός του, ν’ ανατρέψει έναν πρωθυπουργό εκλεγμένο με 53%, χωρίς μάλιστα να διαθέτει στιβαρό εναλλακτικό σχέδιο. Εν τέλει, άνοιξε τον δρόμο για την εκτροπή, με τους συνταγματάρχες να προλαβαίνουν το δικό του κίνημα. Οταν απέτυχε ν’ ανατρέψει τον Παπαδόπουλο, με το αλλοπρόσαλλο αντικίνημα του Δεκεμβρίου 1967, έφυγε στο εξωτερικό με την ανοχή της τριανδρίας – ήταν σαν να έλυνε ένα άτυπο συμβόλαιο με τη χούντα, η οποία συνέχισε να του παρέχει έως το 1973 τη «βασιλική αποζημίωση».

Πολλοί λένε ότι ο Κωνσταντίνος, προς τιμήν του, αφενός αποδέχτηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αφετέρου δεν στήριξε την όρθωση ενός αμιγώς φιλομοναρχικού κόμματος. Μπορούσε όμως να κάνει κάτι από τα δύο; Μάλλον δεν είναι αυτή η σωστή ερώτηση. Η σωστή ερώτηση είναι αν ήθελε. Και η απάντηση είναι όχι, δεν ήθελε. Εξαρχής, άλλωστε, φαινόταν ότι διαδραμάτιζε έναν ρόλο που δεν του ταίριαζε. Δεν ήταν, όμως, το πρόσωπό του αυτό που καταψηφίστηκε από τους Ελληνες στο δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Τον Δεκέμβριο του 1974 καταψηφίστηκε ο ήδη κλονισμένος θεσμός της μοναρχίας. Ενας θεσμός που έχαιρε επί πολλές δεκαετίες ευρύτατης αποδοχής, αλλά οι πράξεις των ίδιων των βασιλέων οδήγησαν στη σταδιακή φθορά του.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...