Την Πέμπτη 23 Ιουνίου οι Βρετανοί θα αποφασίσουν αν θέλουν να παραμείνουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση ή να αποχωρήσουν και να ξεκινήσουν την δική τους μοναχική πορεία. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων 10 ημερών δεν υπάρχει ξεκάθαρο προβάδισμα και από ότι φαίνεται όλα θα κριθούν την τελευταία στιγμή.
Εκ πρώτης όψεως η αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα μοιάζει παράδοξη. Η Μεγάλη Βρετανία έχει μια από τις πιο επιτυχημένες ευρωπαϊκές οικονομίες όπου, για παράδειγμα, η ανεργία είναι μόλις 5%. Επίσης, η επιφυλακτική στάση που είχε προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αποφεύγοντας την ένταξη στο ευρώ και τη Ζώνη Σένγκεν, της επέτρεψε να μην συμμετέχει στα προγράμματα οικονομικής διάσωσης και στην επίλυση της προσφυγικής κρίσης που δημιουργούν σημαντικές εντάσεις στα υπόλοιπα μέλη της Ενωσης (χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι η στάση της στο προσφυγικό είναι ηθικά σωστή).
Οπότε, για ποιους λόγους έχουν φτάσει τόσο κοντά στην έξοδο από την ΕΕ; Δύο βασικά επιχειρήματα έχουν χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξουν την έξοδο.
Το πρώτο επιχείρημα είναι ότι η αποχώρηση από την ΕΕ θα απαλλάξει την οικονομία τους από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, τους περιορισμούς της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και το κόστος της εθνικής συνεισφοράς στα ευρωπαϊκά ταμεία και συνεπώς θα ενισχύσει την ανάπτυξη. Αυτό το επιχείρημα, όμως, δεν αντέχει σε κριτική: η έξοδος θα οδηγήσει σε τεράστια αύξηση της αβεβαιότητας και θα μειώσει το εμπόριο με την υπόλοιπη Ευρώπη, δημιουργώντας πολλαπλάσια οικονομική ζημία από τα πιθανά οφέλη, όπως επισημαίνουν όλοι ανεξαρτήτως οι οικονομικοί οργανισμοί που μελέτησαν αυτό το ζήτημα (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, Institute for Fiscal Studies). Οι ψηφοφόροι φαίνεται να το έχουν αντιληφθεί και γι’ αυτό οι υπερασπιστές της εξόδου τώρα πια απλώς ισχυρίζονται ότι οι συμβουλές των εμπειρογνωμόνων δεν είναι απαραίτητες για να ληφθεί μια σωστή απόφαση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρόλο που το 2010 η κυβέρνηση δήλωσε ότι θέλει να μειώσει την μετανάστευση, δεν κατάφερε να μειώσει τον αριθμό των μη ευρωπαίων μεταναστών οι οποίοι δεν προστατεύονται από τους ευρωπαϊκούς νόμους για την ελεύθερη μετακίνηση
Το δεύτερο επιχείρημα αφορά την εθνική κυριαρχία και υποστηρίζει ότι η Αγγλία θα «ανακτήσει τον έλεγχο» φεύγοντας από την ΕΕ και, κυρίως, ότι θα μπορέσει να μειώσει δραστικά την μετανάστευση. Και πάλι, όμως, η βάση του επιχειρήματος δεν είναι στέρεη: όλες οι διακρατικές συμφωνίες περιλαμβάνουν κάποια απώλεια ανεξαρτησίας οπότε, με εξαίρεση ίσως την Βόρεια Κορέα, καμία χώρα δεν έχει τον απόλυτο έλεγχο.
Το ζήτημα της μετανάστευσης είναι πιο σύνθετο και είναι αλήθεια ότι την τελευταία δεκαετία έχουν αυξηθεί οι μεταναστευτικές ροές προς την Αγγλία. Ομως οι μετανάστες προσφέρουν περισσότερα στη χώρα μέσω των φόρων που πληρώνουν από όσα παίρνουν σε κοινωνικές παροχές, επειδή είναι κατά κανόνα νέοι με υψηλό ποσοστό απασχόλησης (σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και πολλοί νοτιοευρωπαίοι τα τελευταία χρόνια). Επίσης, στον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο είναι πολύ δύσκολο να αποκοπεί μια χώρα από τις διεθνείς μεταναστευτικές ροές, ιδίως όταν έχει τη φιλελεύθερη παράδοση της Μεγάλης Βρετανίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρόλο που το 2010 η κυβέρνηση δήλωσε ότι θέλει να μειώσει την μετανάστευση, δεν κατάφερε να μειώσει τον αριθμό των μη ευρωπαίων μεταναστών οι οποίοι δεν προστατεύονται από τους ευρωπαϊκούς νόμους για την ελεύθερη μετακίνηση και αποτελούν την πλειοψηφία των μεταναστών στη χώρα.
Η ψύχραιμη ανάλυση, συνεπώς, δείχνει ότι το κόστος της εξόδου θα είναι μεγάλο και βέβαιο ενώ το όφελος του ασαφούς εθνικού ελέγχου είναι μικρό και αβέβαιο. Παρόλα αυτά, η υποστήριξη του Brexit είναι ισχυρή και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργούν τα ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας και της μετανάστευσης. Αυτή η φόρτιση έχει οδηγήσει στην όξυνση του διαλόγου με συνθήματα που συχνά ρέπουν προς την απροκάλυπτη ξενοφοβία.
Το πιο ανησυχητικό συμπέρασμα είναι η ισχυροποίηση της τάσης εθνικής περιχαράκωσης ακόμα και σε χώρες όπως η Αγγλία που έχουν αποφύγει τα χειρότερα της ευρωπαϊκής κρίσης. Ο κόσμος που υποστηρίζει αυτές τις απόψεις δεν μπορεί να περιγράψει με σαφήνεια τι είναι αυτό που θέλει αλλά μόνο τι είναι αυτό που δεν θέλει: τους ξένους, την Ευρώπη, τους τεχνοκράτες, τους κοινούς κανόνες, την συλλογική επίλυση προβλημάτων…
Το χειρότερο επακόλουθο μιας ψήφου εξόδου από την ΕΕ θα είναι ακριβώς η ενδυνάμωση τέτοιων φωνών οι οποίες θέλουν να γυρίσουν πίσω το ρολόι και να αναστρέψουν τα επιτεύγματα των τελευταίων δεκαετιών, όχι μόνο στην Αγγλία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Εν τέλει, αυτό είναι και το διακύβευμα του δημοψηφίσματος. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα τα καταφέρουν.
* Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο Royal Holloway στο Λονδίνο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News