Η γοητευτική ιστορία του ελληνικού ραδιοφώνου, όπως διαμορφώθηκε μέσα από σκοτεινές αλλά και ένδοξες στιγμές της πολιτικής κατάστασης στη χώρα μας, αποτυπώνεται στο λεύκωμα «Ω, άγιε αιθέρα…» του Γιώργου Χατζηδάκη από τις εκδόσεις Polaris, το οποίο εντάχθηκε στη σειρά των ιστορικών λευκωμάτων της Τράπεζας Πειραιώς.
Η αφήγηση συνοδεύεται από πλούσιο και εντυπωσιακό φωτογραφικό υλικό με εκτενείς λεζάντες που δίνουν «εικόνα» σε πρόσωπα, χώρους, καταστάσεις καθοριστικές για την ελληνική ραδιοφωνία. Όπως σημειώνει η Σοφία Στάικου, πρόεδρος του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, στον πρόλογο της έκδοσης: «Το ραδιόφωνο έχει διαδραματίσει ιδιαίτερο και σημαντικό, κοινωνικό, ενημερωτικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό ρόλο στην κοινωνία μας. Με την έκδοση φωτίζονται οι πτυχές της επίδρασης αυτής, παρουσιάζεται η ιστορία της ραδιοφωνίας στην Ελλάδα και εμπλουτίζεται η φτωχή στο συγκεκριμένο θέμα ελληνική βιβλιογραφία».
Συγκεντρώσαμε δώδεκα από το πλήθος των ιστοριών που εντοπίζει κανείς στις 430 σελίδες του λευκώματος. Καλή… ακρόαση!
Ο κ. Ηλεκτρικός και ο ερωτόληπτος
Είναι χειμώνας του 1897, όταν πλήθος Αθηναίων αστών, ακούν έκθαμβοι στην αίθουσα «Παρνασσός» τον καθηγητή Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Τιμολέοντα Αργυρόπουλο, να τους μιλά για δυνάμεις της ατμόσφαιρας που αν τις τιθασεύσει ο άνθρωπος θα μπορεί να μεταδίδει και να ακούει ήχους. Γίνεται θρυλική μορφή της Αθήνας, τον αποκαλούν «ο κ. Ηλεκτρικός» σπεύδουν να τον ακούσουν και να δουν τα πειράματά του. Ο ρόλος που έπαιξε για τη θεμελίωση του ραδιοφώνου, αλλά και για τη χρήση του ασυρμάτου, υπήρξε καθοριστικός.
Γράφει η εφημερίδα Εστία στις 6 Νοεμβρίου του 1897: «Ο συγκεντρωθείς κόσμος έκθαμβος παρηκολούθη του κ. καθηγητή τα πειράματα και τας επεξηγήσεις, ενώ ένας ερωτόληπτος σοβαρότατα ησχολείτο με σχέδια περί εγκαθιδρύσεως εντός του δωματίου του των αναγκαίων μηχανημάτων προς παραγωγήν επαγωγικού ρεύματος δια του οποίου να συνεννοείται μετά της ερωμένης του.»
Εκεί, ακούγεται η πρώτη λέξη που χρησιμοποιήθηκε στη χώρα μας για την ραδιοφωνική συσκευή: «Απηχείον», η συσκευή που απηχεί τα εκπεμπόμενα. Τη λέξη ραδιόφωνο την συναντάμε για πρώτη φορά σε άρθρο της εφημερίδας Παλιγγενεσία στις 26 Ιουνίου του 1899.
Η πρώτη διαπιστωμένη ραδιοφωνική μετάδοση (περίπου…)
Τέλη του 1920. Η κοινωνική ζωή την Αθήνα σφύζει. Δύο χιλιάδες αυτοκίνητα κυκλοφορούν στους δρόμους, το τραμ συνδέει το κέντρο με απομακρυσμένες περιοχές, ο κινηματογράφος ανθεί και όλοι προσδοκούν την επίσημη έλευση του ραδιοφώνου. Το 1924 ο μηχανικός Νικόλαος Αγγελέας κατέθεσε αίτηση στο Δημόσιο προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια να εγκαταστήσει ραδιοφωνικό σταθμό. Είναι μόλις ένας χρόνος μετά τη λειτουργία του ΒΒC! Φυσικά δεν παίρνει ποτέ την άδεια…
Το Ναυτικό μονοπωλεί τον χώρο με την χρήση του ασυρμάτου, όμως ομάδα καθηγητών του Πανεπιστημίου ετοιμάζουν μια μικρή επανάσταση. Η πρώτη διαπιστωμένη ραδιοφωνική μετάδοση με εκπομπή πλήρους προγράμματος έγινε σύμφωνα με το «Ω, άγιε αιθέρα…» του Γιώργου Χατζηδάκη το 1926. Αρθρο της εποχής στην Καθημερινή, αναφέρει ότι στη «Σχολή Μεγαρέως», ένα ιδιωτικό γυμνάσιο στη γωνία Πατησίων και Λήμνου, υπήρξε μια ομάδα μαθητών με έντονο ενδιαφέρον για τη ραδιοτηλεγραφία. Ο ιδιοκτήτης του ραδιοηλεκτρολογικού εργαστηρίου «Μέτρον» τους εφοδίαζε με τα απαραίτητα υλικά και τεύχη του περιοδικού L’Antenne.
Οι τέσσερις μαθητές αποφάσισαν να μεταδώσουν ζωντανά μια σχολική γιορτή. Η γιορτή περιλάμβανε το θεατρικό έργο «Δόξα-Πατρίς» που απέδιδαν ο μαθητής Κώστας Κωνστάνταρος και η κόρη του συνδιευθυντή Ντίνα Χατζηιωάννου, καθώς και ένα κουαρτέτο από μαθητές. Για μικρόφωνο χρησιμοποίησαν ένα εξάρτημα ακουστικό μικροφώνου με μεμβράνη.
Πρώιμα μαθήματα πολιτικής επικοινωνίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο
Το καλοκαίρι του 1934 υπάρχουν στην Ελλάδα ήδη 5.000 ραδιοφωνικές συσκευές. Οι κάτοχοί τους απολαμβάνουν κυρίως τα προγράμματα ευρωπαϊκών σταθμών, πολλοί εκ των οποίων έχουν εντάξει και ελληνικές εκπομπές –με έντονο προπαγανδιστικό χαρακτήρα. Καθώς οι πολίτες προσδοκούν πως σύντομα θα αρχίσει να εκπέμπει και ο ελληνικός ραδιοφωνικός σταθμός, όλο και περισσότεροι σπεύδουν να προμηθευτούν ραδιόφωνα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αντιλαμβάνεται τη δυναμική του νέου μέσου και το εκμεταλλεύεται για να αντιμετωπίζει τη φθορά του, την πτώση της δημοτικότητάς του. Ετσι, στις εκλογές του 1933 απηύθυνε τον τελευταίο του προεκλογικό λόγο μέσω του ραδιοφώνου.
Μπορεί η μετάδοση να έγινε από τον σταθμό του Βοτανικού, τον μοναδικό που υπήρχε τότε, με μικρή εμβέλεια, όμως ρεπορτάζ της εποχής αναφέρουν πως ο λόγος του ακούστηκε και εκτός ελληνικών συνόρων. Γράφει το Ελεύθερο Βήμα: «Η πρώτη επικοινωνία του κ. Βενιζέλου μετά του λαού από ραδιοφώνου. Κατά τα προαναγγελθέντα, ο κ. Βενιζέλος μίλησε χθες την 10ην μ.μ. ώραν προς τον ελληνικόν λαόν από μικροφώνου. Ούτως την 10ην παρά πέντε ηκούσθη εις τα ραδιόφωνα η μετάδοση του Εθνικού ύμνου εκ δίσκου γραμμοφώνου και την 10ην ακριβώς έλαβε τον λόγον ο κ. Βενιζέλος ενώπιον του μικροφώνου ακουσθείς λίαν ευκρινώς».
Η ομιλία του έφτασε στην καρδιά του επιδραστικού τμήματος του εκλογικού σώματος. Όπως σημειώνει ο Γιώργος Χατζηδάκης στο «Ω, άγιε αιθέρα…», από κοινωνικής άποψης το ραδιόφωνο ήταν ένα εύσημο κοινωνικής κατάταξης, μαρτυρούσε πως ο κάτοχός του μπορούσε να εκτιμήσει τα επιτεύγματα της επιστήμης, ήταν μορφωμένος και ευκατάστατος. Η Ακρόπολις των Αθηνών έγραφε το 1936 πως σύμφωνα με έρευνα, το ραδιόφωνο ήταν βασικό στοιχείο των συνηθειών της ανώτερης τάξης. Δύο χρόνια νωρίτερα, η Εστία έγραφε ήδη πως το ραδιόφωνο βρίσκεται «εις πολυτελή αριστοκρατικά σαλόνια».
«Ραδιοφονεύεται» η ελληνική γλώσσα
Ο πρώτος κρατικός ραδιοφωνικός σταθμός, έφερε τον χαρακτηρισμό «προσωρινός». Ηταν ο σχεδόν λαθρόβιος Σταθμός του Πειραιά που άρχισε να λειτουργεί στα 14 Απριλίου του 1935. Αποτέλεσε την πρώτη επίσημη έξοδο στα ερτζιανά μετά από διεργασίες και προσδοκίες δεκαπέντε ετών. Οι πρώτες λέξεις που άκουσαν οι κάτοχοι ραδιοφωνικών συσκευών ήταν: «Αλό, αλό! Εδώ ραδιοφωνικός Σταθμός Πειραιώς. Εχομεν δοκιμάς. Σας ερωτώμεν λοιπόν: Ακούτε δυνατά την φωνήν μας;». Λίγο αργότερα, όπως περιγράφει το ρεπορτάζ της Εστίας, ο εκφωνητής άρχισε να βήχει. «Εχομεν και βήχα να πάρει ο διάβολος! Τι να κάνουμε. Τα γεροντάματα βλέπεις…», πρόσθεσε.
Σύντομα άρχισαν οι διαμαρτυρίες και τα ειρωνικά σχόλια στις εφημερίδες της εποχής για την κακοποίηση της γραμματικής από τους εκφωνητές. Εγραφε η Εστία στις 9 Ιουνίου του 1935 για τη μετάδοση των εκλογικών αποτελεσμάτων: «Εδώ, κύριοι, λοιπόν βλέπετε ή μάλλον ακούτε πως ραδιοφονεύεται η ελληνική γλώσσα». Αλλα δημοσιεύματα αναφέρουν πως η μετάδοση των αποτελεσμάτων διακοπτόταν κάθε τόσο, καθώς ο εκφωνητής ατάραχος έλεγε: «Κλείστε την πόρτα ρε, φυσάει» ή «Πιάσε τον δίσκο ρε Θανάση μην πέσει κάτω».
Διαβάζουμε στην εφημερίδα Εθνος το 1936: « Ο αείμνηστος Ουγκώ, εις το τελευταίον μέρος των “Αθλίων” του περιγράφει ένα ετοιμόρροπον και παραγκοειδές κτίριον εις λαϊκήν και ακάθαρτον συνοικίαν των Παρισίων, το οποίον οι μεταφρασταί μετέφρασαν “Παλιόσπιτον Κόρακα”. Εκτοτε παρήλθον έτη πολλά και ο σημερινός επισκέπτης των Παρισίων θα το αναζητήση εις μάτην, θα το εύρη εντούτοις εις το επίνειον τη πρωτευούσης της Ελλάδος, εις τον πρώτον λιμέναν μας, τον Πειραιά! Θα αναρριχηθή προηγουμένως εις κατσάβραχα, θα διέλθη σκολιάς ατραπούς και εκεί, παρά τον Αγιον Βασίλειον και ύπερθεν της οδού Φανοστράτου… Διότι τι φαντάζεσθε ότι είναι το πειραϊκόν αυτό παλαιόσπιτον; Ούτε λίγο ούτε πολύ. Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Ελλάδος! Τέσσερα τ.μ. της γης, κλεισμένης με χαμηλούς τοίχους και με δάπεδον και οροφήν εκ χώματος, αποτελούν παρ’ ημίν τον σταθμόν μας.»
Ακόμα και αν έμεινε γνωστός ως ο «αλήστου μνήμης ραδιοσταθμός του Πειραιά», ακόμη και αν ξεκάθαρα χρησιμοποιήθηκε για κυβερνητική προπαγάνδα εξαφανίζοντας κάθε αναφορά στην αντιπολίτευση, αποτέλεσε μια σημαντική πρόοδο σε σχέση με το σκέτο καλώδιο που εξυπηρέτησε την προεκλογική ομιλία του Βενιζέλου χρόνια πριν. Και άνοιξε τον δρόμο για την άνθιση της ραδιοφωνίας στα επόμενα χρόνια.
Δώδεκα εκατομμύρια δραχμές για τις αθηναϊκές radio days
To καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 ήταν αποφασισμένο εξαρχής να χρησιμοποιήσει την προπαγανδιστική διάσταση του ραδιοφώνου. Ο Μεταξάς λίγες μέρες μετά την αναρρίχηση του στην εξουσία, εκφώνησε λόγο στο πανελλήνιο εξηγώντας τα αίτια που τον οδήγησαν στη δικτατορία. Η μετάδοση έγινε από τον Σταθμό του Πειραιά που συνδέθηκε και με τον πομπό του Τσιγγιρίδη στη Θεσσαλονίκη. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους δημοσιεύθηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 59, «Περί Συστάσεως υπηρεσίας ραδιοφωνικών εκπομπών». Ο νόμος θεμελίωνε τη ραδιοφωνία. Περιείχε 12 άρθρα που αφορούσαν στη λειτουργία της «Υπηρεσίας Ραδιοφωνικών Εκπομπών». Η επάνδρωση του Συμβουλίου Ραδιοφωνίας έγινε με προσωπικότητες από το χώρο του πνεύματος και της τέχνης που είχαν, προφανώς, την εμπιστοσύνη του καθεστώτος.
Διαβάζουμε σε τεύχος της Ραδιοτηλεόρασης τον Ιούνιο του 1971, αφήγηση του δημοσιογράφου Γιάννη Χλη μετά από συνομιλία με την ψυχή της ραδιοφωνίας από τις πρώτες μέρες της, τον Στέφανο Ελευθερίου, τον άνθρωπο που σχεδόν αναγκαστικά κάλεσε ο Ιωάννης Μεταξάς για να αναλάβει τη δημιουργία του ραδιοφώνου: «Ο τότε κυβερνήτης της χώρας κάλεσε τον τότε τμηματάρχη Ασυρμάτου του υπουργείου Συγκοινωνιών κ. Ελευθερίου και του διέθεσε 1.000.000 δραχμές για την ίδρυση ραδιοφωνικού σταθμού. Εκείνος του απάντησε ότι το ποσό είναι μηδαμινό και πως χρειάζονται τουλάχιστον 12.000.000! Ο κυβερνήτης συμφώνησε και διέταξε αποτελέσματα σε 15 μέρες. Ο Ελευθερίου έκανε τότε τηλεφώνημα στη “Μαρκόνι”, την “Τελεφούνκεν”, την “RCA” και τη “SFR”, τη γαλλική εταιρεία τηλεοράσεως, εκ των οποίων επικράτησε η προσφορά της “Τελεφούνκεν”».
Οι πολίτες διάβαζαν με τεράστιο ενδιαφέρον όλα τα ρεπορτάζ στις εφημερίδες για τα στούντιο που επρόκειτο να δημιουργηθούν, τον πομπό, τα πρόσωπα που θα αναλάμβαναν επιτελικούς ρόλους, το πρόγραμμα. Παράλληλα, εκδόθηκε διαταγή για την υποχρεωτική δήλωση των ραδιοφωνικών συσκευών. Δηλώθηκαν 7.000, αν και οι αρμόδιοι πίστευαν ότι άγγιζαν τις 20.000, παραμονές της έναρξης λειτουργίας του σταθμού. Αρχές του 1937 έγινε γνωστό ότι τη διεύθυνση της μουσικής θα αναλάμβανε ο Γεώργιος Λυκούδης, ενώ εντυπωσιακές εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν στο Ζάππειο. Ακολούθησαν τεράστιες καθυστερήσεις και αστοχίες, μέχρι που ανακοινώθηκε ότι η έναρξη λειτουργίας του σταθμού θα γίνει στις 25 Μαρτίου του 1938.
Στην εφημερίδα Εθνος της 26ης Μαρτίου 1938 διαβάζουμε: «Το Διάγγελμα μετά του οποίου η Α.Μ. ο Βασιλεύς ενεκαινίασε χθες τη νύκταν την λειτουργίαν του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών ευρίσκει βαθύτατην απήχησιν μεταξύ του Ελληνικού Λαού. Η εκφρασθείσα δια του διαγγέλματος βασιλική ευαρέσκεια και ικανοποίησης δια την αρτιότητα των χθεσινών παρελάσεων…». Η ευκρίνεια και η μετάδοση ήταν τέτοια, που την πρώτη εκπομπή άκουσε ακόμα και ομογενής στη Σουηδία, σύμφωνα με το Εθνος!
Ο καβγάς για το σήμα και οι απαίδευτες εκφωνήτριες
Oι αμέσως επόμενοι μήνες από την μετάδοση της 25ης Μαρτίου βρήκαν την Ελλάδα να… αναζητεί το κατάλληλο σήμα για τον ραδιοφωνικό σταθμό. Χιλιάδες έστειλαν γράμματα με προτάσεις, καθώς οι ιθύνοντες αναζητούσαν τον ήχο και τις λέξεις που θα εξέφραζαν ένα ολόκληρο έθνος μέσα από το ραδιόφωνο. Όπως σημειώνει ο κ. Χατζηδάκης, το σήμα του ραδιοφωνικού σταθμού ήταν ζήτημα εθνικού γοήτρου. Η μουσικοκριτικός Αλεξάνδρα Λαλαούνη έγραφε στη Βραδυνή τον Μάιο του 1938: «Δεν είναι δυνατόν να μείνουν οι κουδούνες και η φλογέρα. Θα χρειαζόμουν στήλες ολόκληρες στη Βραδυνή για να δημοσιεύσω τον σωρό των επιστολών διαμαρτυρίας που λαμβάνω».
Στις 21 Μαΐου 1938, μετά το σήμα με τα κουδούνια και τη φλογέρα, ακούστηκε το περίφημο «Εδώ Αθήναι», ενώ το Ελεύθερον Βήμα έγραφε την ίδια μέρα: «Σήμερον –το σημειώνουμε με αληθινή ανακούφισιν- αρχίζει η λειτουργία του ελληνικού ραδιοφωνικού σταθμού. Από σήμερον η Ελλάς αποκτά την ευχέρειαν να επικοινωνή δια του αιθέρος με τον έσω και τον έξω των συνόρων κόσμον». Μια μέρα μετά, εμφανίστηκε και η αυστηρή κριτική στην ίδια εφημερίδα. Διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Οι εκφωνήτριαι εδιάβαζαν τα ειδήσεις χωρίς χρώμα και χωρίς κατανόησιν, ως μαθήτριαι κατά την ανάγνωσιν αρχαίου κειμένου. Και η φωνή των εφάνη πολύ ακατάλληλος δια το ραδιόφωνον, ζημιώνουσα την ελληνική γλώσσαν. Το σίγμα ιδίως το επρόφεραν αμφότεροι πολύ δασέως ως γαλλικών ch».
Σε άλλο σημείο διαβάζουμε: «Το σήμα καλόν είναι να αλλάξη με άλλο καταλληλότερον ή τουλάχιστον η εκτέλεσης του “Τσοπανάκου” να γίνη από κάποιον που σέβεται το μέλος του τραγουδιού. Κατά την εκτέλεσιν της “Ρέας” του Σαμάρα, τα πνευστά ηκούοντο με πολύν θόρυβον, ίσως διότι τα μικρόφωνα δεν ήσαν εις την κατάλληλον θέσιν… Εκείνο που ηκούσθη καλλίτερα και το απήλαυσαν οι ακροαταί ήτο η εκτέλεσις της “Πέμπτης συμφωνίας” του Μπετόβεν υπό της ορχήστρας, υπό την διεύθυνσιν του κ. Ευαγγελάτου».
Υπήρχαν πάντως γκρίνιες για το πρόγραμμα, το οποίο δεν απευθυνόταν στα μεγάλα λαϊκά στρώματα. Οι μουσικές εκπομπές, σημειώνει ο κ. Χατζηδάκης στο «Ω άγιε αιθέρα…», καταλάμβαναν το 85% του προγράμματος και απευθύνονταν σε εξειδικευμένες προτιμήσεις.
Η «Θεία Λένα» της Κατοχής
Όταν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ήχησαν οι σειρήνες, όλοι συγκεντρώθηκαν γύρω από τα ραδιόφωνα για να μάθουν τι έχει συμβεί. Η φωνή του εκφωνητή Κώστα Σπυρόπουλου, παλλόμενη με δραματικότητα αλλά και εθνική υπερηφάνεια μετέφερε την είδηση για την κήρυξη του πολέμου. Αρχισαν τότε οι πρώτες εκπομπές στην τουρκική γλώσσα, αλλά και σε αγγλικά, γαλλικά, αλβανικά, καθώς το ραδιόφωνο χρησιμοποιήθηκε και ως διπλωματικό μέσο. Δημιουργήθηκε η «Σχολική Ωρα» που απευθυνόταν στους μαθητές που εκείνες τις μέρες σταμάτησαν να πηγαίνουν στο σχολείο. Από τις 10 Νοεμβρίου του 1940 προστέθηκε και «Δελτίο Στρατιωτικής Καταστάσεως».
Εκείνες τις ώρες, το ραδιόφωνο συνέδεσε τους στρατιώτες στο μέτωπο, με τον άμαχο πληθυσμό και τους ομογενείς. Στις 10.20 το πρωί της 27ης Απριλίου του 1941, ο Κώστας Σπυρόπουλος ενημέρωσε πως τα κατοχικά στρατεύματα έχουν εισέλθη στην Αθήνα και βρίσκονται ήδη στην οδό Αμαλίας. «Αδέλφια, ψηλά το κεφάλι. Ο σταθμός αυτός ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Μην τον ακούτε πια. Ελληνες ο αγώνας συνεχίζεται». Ακολούθησε ο Εθνικός Υμνος.
Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Τσολάκογλου καλώντας τον εκπρόσωπο της γερμανικής «Τελεφούνκεν» Ιωάννη Βουλπιώτη να αναλάβει τον ραδιοφωνικό σταθμό, διαβεβαιώνοντας πως «με την προστασία των γερμανικών δυνάμεων δεν διατρέχετε κίνδυνο από τους Ιταλούς, ούτε εσείς, ούτε ο σταθμός». Η συνάντησή τους έγινε το πρωί της 1ης Μαΐου, μία μέρα μετά την ορκωμοσία του Τσολάκογλου.
Η ανέχεια οδήγησε στο ξεπούλημα περιουσιών και φυσικά από τα πρώτα αντικείμενα που διατέθηκαν προς πώληση ήταν οι ραδιοφωνικές συσκευές. Ετσι, σημειώθηκε συνωστισμός στα καφενεία προκειμένου να ακούσουν οι πολίτες τις εκπομπές. Όπως σημειώνει ο κ. Χατζηδάκης, καμία δεν μπορεί να συγκριθεί με την «Ωρα του παιδιού», που μεταδιδόταν τρεις φορές την εβδομάδα στις 6.10 το απόγευμα. Επικεφαλής ήταν η Αντιγόνη Μεταξά. Ηταν η περίφημη ραδιοφωνική «Θεία Λένα». Οργάνωνε διαγωνισμούς ζωγραφικές, δράσεις πολιτισμού, είχε εκπαιδευτικό προσανατολισμό και προσπαθούσε να κρατήσει ψηλά το ηθικό των παιδιών.
Ενας λόγιος κεντρώων φρονημάτων
Δεκαετία του 1950. Το ραδιόφωνο πέρασε υπό την ευθύνη του στρατηγού Χριστόδουλου Τσιγάντε, ο οποίος αμέσως προσέλαβε τον Μάριο Πλωρίτη για την επίβλεψη των ραδιοθαλάμων του Ζαππείου, αλλά για τη διεύθυνση του προγράμματος. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο κ. Χατζηδάκης στο «Ω, άγιε αιθέρα…», ένας στρατιωτικός επέλεξε «έναν λόγιο κεντρώων φρονημάτων για το ραδιοφωνικό πρόγραμμα». Παράλληλα αγοράστηκαν τα δύο κτίρια δίπλα στο ακίνητο της Μουρούζη που επίσης ανήκε στην ραδιοφωνία. Εδωσε επίσης εντολή να αγοραστεί ένα μαγνητόφωνο τελευταίας τεχνολογίας για την ηχογράφηση συναυλιών της συμφωνικής ορχήστρας και θεατρικών έργων. Την ίδια εποχή εκδόθηκε ξανά το έντυπο σκέλος της Ραδιοφωνίας, υπό τον προσωρινό τίτλο «ΕΙΡ», ενώ προκηρύχθηκε διαγωνισμός μεταξύ των ακροατών για τον τελικό τίτλο.
Ηταν πρωτοφανής η συμμετοχή του κοινού στον διαγωνισμό. Τελικά προκρίθηκε η πρόταση του Δημήτρη Χαλκίδη, κατοίκου Κομοτηνής, που κέρδισε ένα εκατομμύριο δραχμές μετά από κλήρωση, αφού τον ίδιο τίτλο είχαν προτείνει 581 άτομα! Ετσι, το τέταρτο τεύχος κυκλοφόρησε πλέον με τον τίτλο «Ραδιοπρόγραμμα».
Το «ελεύθερο πουλί» της ραδιοφωνίας
Σάββατο 10 Μαΐου 1952. Οι ακροατές ακούν: «Ένα ακόμη ελεύθερο πουλί θα ελευθερωθεί αύριο Κυριακή στις 6 το απόγευμα και πετώντας από τις κεραίες του πομπού των Λιοσίων, θα διασχίσει το γαλανό μας στερέωμα και θα ’ρθει να σας βρει και να σας τραγουδήσει το αιώνιο τραγούδι της ζωής. Δεύτερο Πρόγραμμα. Ο νέος σταθμός μεταδίδει στους 665 χιλιόκυκλους». Κλασική μουσική, συναυλίες από συμφωνική ορχήστρα, ρεσιτάλ, μεταδόσεις μελοδραμάτων και αριών, ήταν βασικά στοιχεία του Δεύτερου Προγράμματος.
Το 1953 βγαίνει στον αέρα η ιστορική εκπομπή «Το θέατρο στο μικρόφωνο», από τον δημοσιογράφο Αχιλλέα Μαμάκη, καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνους, που για την πρώτη εκπομπή κάλεσε στο στούντιο τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Η εκπομπή συνεχίστηκε επί τρεις δεκαετίες, ενώ μετά τον θάνατό του Μαμάκη, την ανέλαβε η σύζυγός του χορεύτρια Τατιάνα Βαρούτη-Μαμάκη. Σταμάτησε να ακούγεται γύρω στο 1985.
Γκρίνιες και έντονη κριτική ασκήθηκαν όλο αυτό το διάστημα για τη μηχανολογική ανεπάρκεια της ραδιοφωνίας και την περιορισμένη εμβέλεια, γενικεύοντας τη συζήτηση περί παραχώρησης της ραδιοφωνίας σε ξένη εταιρεία, μέσω ειδικής σύμβασης με το Δημόσιο. Ο Ιωάννης Βουλπιώτης, εκπρόσωπος της γερμανικής «Τελεφούνκεν», ζήτησε να αναλάβει τη ραδιοφωνία με αντάλλαγμα την παροχή άρτιων μηχανημάτων και υψηλής τεχνολογίας. Το θέμα συζητήθηκε από το Συντονιστικό Συμβούλιο που συνέστησε ο υπουργός Προεδρίας Γεώργιος Ράλλης. Η πρόταση απορρίφθηκε, ενώ η Ελένη Βλάχου έγραφε στην Καθημερινή στις 18 Νοεμβρίου του 1954: «Το ραδιόφωνό μας υποφέρει από ασθένεια που κανένας ξένος οίκος δεν μπορεί να θεραπεύσει. Υποφέρει από παθήσεις που μαστίζουν τις περισσότερες κρατικές υπηρεσίες. Εχει βαριά κληρονομιά τη ρουσφετολογία των παλαιών κυβερνήσεων, που το έχουν φορτώσει με σωρεία εξόδων. Πολύς κόσμος και ανεπαρκείς, ανεπαρκέστατοι μισθοί. Ατμόσφαιρα άγχους, δυσαρέσκειας, διχόνοιας. Καμία δυνατότης πραγματικής συνεργασίας.»
O γοητευτικός, μποέμ νέος γενικός Διευθυντής
Το 1954 δημιουργήθηκε το «Τρίτο Πρόγραμμα», προκειμένου να μεταδίδει κλασική μουσική. Ηταν ιδέα του τότε Διευθυντή Ραδιοφωνίας, του Ζακυνθινού κόντε Διονυσάκη Ρώμα, με την υποστήριξη του διευθυντή προγράμματος Αντίοχου Ευαγγελάτου. Στο πρόγραμμα συμπεριλαμβανόταν όμως και το βιβλίο, το θέατρο, οι συνεντεύξεις με δημιουργούς, η κριτική.
Και φτάνουμε στο κομβικό 1958, οπότε ανέλαβε τη γενική διεύθυνση της Ραδιοφωνίας ο πλοίαρχος εν αποστρατεία Πύρρος Σπηρομήλιος, «σαν έτοιμος από καιρό» όπως σημειώνει ο κ. Χατζηδάκης στο «Ω, άγιε αιθέρα…». Τον ακολουθούσε ο μύθος του κοσμικού μποέμ, του αντικομφορμιστή, του καινοτόμου. Είχε δυνατές φιλίες τόσο στον δημοσιογραφικό όσο και στον καλλιτεχνικό χώρο. Χαρισματικός, ευφυής, είχε την υποστήριξη της Ελένης Βλάχου και ήξερε πως πρέπει να αποτινάξει κάθε τι βαρύγδουπο και να φέρει τα προγράμματα κοντά στο λαό. Ζήτησε νέες ιδές και προτάσεις. Από τις πρώτες αποφάσεις του ήταν η καθιέρωση του «Φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού» του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας.
Η είδηση για το Φεστιβάλ έγινε πρώτο θέμα συζήτησης, τροφοδότησε δεκάδες σελίδες εφημερίδων με ρεπορτάζ και συνεντεύξεις. Οι αγορές ραδιοφωνικών συσκευών αυξήθηκαν. Η κακοκαιρία δεν επέτρεψε τη διοργάνωσή του στο αθλητικό περίπτερο του Ιπποδρόμου Φαλήρου, όπως είχε προγραμματιστεί. Μεταφέρθηκε στην αίθουσα του ξενοδοχείου «Βασιλεύς Γεώργιος» (King George), τελώντας υπό την προστασία του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στον Μάνο Χατζιδάκι για το τραγούδι «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», το δεύτερο στον Μίμη Πλέσσα για το «Ξέρω κάποιο αστέρι», το τρίτο στον Γιάννη Σπάρτακο για το «Εσένα». Σημειώνουμε ότι τα δύο πρώτα τραγούδια τα είχε ερμηνεύσει η Νάνα Μούσχουρη.
Ο Πύρρος Σπηρομήλιος πέθανε ξαφνικά το 1961, τέσσερις μήνες πριν από το τρίτο Φεστιβάλ, το οποίο φυσικά αφιερώθηκε στη μνήμη του.
Ο Μάνος Χατζιδάκις και οι «νεοταξίτες» του
Η πτώση της χούντας το 1974 οδηγεί το «Τρίτο Πρόγραμμα» στην ένδοξη εποχή του. Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοτηλεόρασης ανέλαβε ο Δημήτρης Χορν, αναπληρωτής του ο Παύλος Μπακογιάννης, τη διεύθυνση της μουσικής υπηρεσίας ανέλαβε ο συνθέτης Γιώργος Σιλιάνος. Με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Ραδιοφωνία ανατέθηκε στον Μάνο Χατζιδάκι, με υπεύθυνο για το πρόγραμμα τον Οδυσσέα Ελύτη.
O Χατζιδάκις κάλεσε σε συναντήσεις εκτός ΕΡΤ πολλές προσωπικότητες και επανέφερε άλλες από το εξωτερικό, όπως τον Γιώργο Κουρουπό από το Παρίσι. Δημιούργησε μια ομάδα επίλεκτων, που έγινε ο πυρήνας του «Τρίτου Προγράμματος», ενώ ο Χατζιδάκις έφερε και την ιδιότητα του συμβούλου προγράμματος της ΕΡΤ. Αποκαλούσε την ομάδα του «νεοταξίτες» και μαζί επιχείρησαν να ξεριζώσουν τον συντηρητισμό, το βόλεμα και τη γραφειοκρατία. Οι αντιδράσεις ήταν τεράστιες. Εγιναν ακόμα και μικρές διαδηλώσεις με αίτημα την αποπομπή του.
Συνέχισε τις σαρωτικές αλλαγές. Εκπαίδευσε δικούς του εκφωνητές και ηχολήπτες, εμπλούτισε τη δισκοθήκη, έφερε διευθυντές στο «Πρώτο Πρόγραμμα» τη Βίκυ Βαρούτση με τον Μάικ Ροζάκη και στο «Δεύτερο Πρόγραμμα» τη Σοφία Μιχαλίτση με τον Βασίλη Ριζιώτη (ναι, έδωσε διευθυντικές και όχι διακοσμητικές θέσεις σε γυναίκες). Το αναμορφωμένο «Τρίτο Πρόγραμμα» άρχισε να εκπέμπει τον Σεπτέμβριο του 1975. Ηταν μια αποκάλυψη. Ένα πανηγύρι δημιουργίας και γνώσης. Σήμανε την απελευθέρωση του υψηλού και της κουλτούρας στη δημόσια σφαίρα του ραδιοφώνου. Το πρόγραμμα μεταδιδόταν και από την Εθνική Πινακοθήκη ή το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Υμηττού. Η ομάδα του Χατζιδάκι ίδρυσε τη Μουσική Ακαδημία Κρήτης και καθιέρωσε τον «Μουσικό Αύγουστο» στα Ανώγεια.
Εγραφε το περιοδικό Αντί επικαλούμενο τον Γιώργο Κουρουπό: «Η διαδικασία του προγραμματισμού, κάθε εβδομάδα, ήταν μια από τις πιο γοητευτικές εμπειρίες του Τρίτου. Ηταν σαν διαγωνισμός ιδεών, όπου ο καθένας συμπλήρωνε τον άλλον και ο Χατζιδάκις όλους μαζί. Για τον Μάνο ραδιοφωνία ήταν κάτι σαν ερωτική επικοινωνία μέσω της ακοής. Δεν υπήρχαν έτοιμες συνταγές». Εμεινε δέκα χρόνια στη ραδιοφωνία ο Μάνος Χατζιδάκις. Κανένας δεν μπόρεσε να την οδηγήσει εκεί που την οδήγησε ο μέγιστος δημιουργός.
Oταν ήρθε στην εξουσία ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981, ανέθεσε τη γενική διεύθυνση τον Γιώργο Ρωμαίο με αναπληρωτή τον Βασίλη Βασιλικό και γενικό Διευθυντή Ραδιοφωνίας τον σπουδαίο θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη.
Η ραψωδία της Ελεύθερης Ραδιοφωνίας
Μοναχικός, επίμονος, ιδεολόγος, με έντονη αγωνιστικότητα, ο Ρούσσος Κούνδουρος ηγήθηκε της προσπάθειας για την ελεύθερη Ραδιοφωνία. Ηθελε να σπάσει το κρατικό μονοπώλιο, μαζί με μια ομάδα σαφώς νεότερών του, όπως ο Γιάννης Τζαννετάκος, ο Ακης Κοσώνας, η Μπήλιω Τσουκαλά, ο Στέλιος Κούλογλου. Δημιούργησαν το «Κανάλι 15», από το άρθρο 15 του Συντάγματος, όπως εξηγεί η κυρία Τσουκαλά στον κ. Χατζηδάκη. Το άρθρο, δηλαδή, που αναφέρεται στο δημοκρατικό δικαίωμα κάθε πολίτη να έχει πρόσβαση στη μη μονοπωλιακή ενημέρωση. Το «Κανάλι 15» ήταν μια ομάδα πρωτοβουλίας που δημιουργούσε εκπομπές εκ των ενόντων σε διάφορα σπίτια, καθώς τους κυνηγούσαν για να τους συλλάβουν.
Τελικά τους συνέλαβαν και οδηγήθηκαν στον Αρειο Πάγο, στη δίκη που ονομάστηκε τότε «Υπόθεση Ντρέιφους για την ελληνική ραδιοφωνία». Αθωώθηκαν. Στις 10 Μαρτίου του 1987 βγήκε στον αέρα ο ραδιοσταθμός του Δήμου Νέου Ηρακλείου και στις 21 Μαΐου του 1987 ο δημοτικός ραδιοσταθμός της Αθήνας 9,84, επί δημαρχίας του Μιλτιάδη Εβερτ. Η κεραία του στήθηκε στον Λυκαβηττό, ενώ δινόταν μάχη για τη διατήρησή της μέσα από συνεχείς συγκρούσεις με τα ΜΑΤ.
Σταδιακά άρχισαν να αυξάνονται οι ιδιωτικοί ραδιοσταθμοί και τα ποσοστά των κρατικών ραδιοφωνικών σταθμών να συνθλίβονται. Οπως γράφει ο κ Χατζηδάκης «τώρα τα τείχη της Ιεριχούς δεν είχαν πέσει μόνο. Είχαν συντριβεί». Και μια σημείωση για το τέλος: ο τίτλος του λευκώματος, «Ω, άγιε αιθέρα…» προέρχεται από τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου.
*Γιώργος Χατζηδάκης
«Ω, άγιε αιθέρα…»
[Ιστορία της ελληνικής Ραδιοφωνίας]
Εκδόσεις Polaris
Aπό την Τράπεζα Πειραιώς
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News