1110
|

Χωρίς μπαλκόνι

Avatar Νίκη Κόλλια 24 Φεβρουαρίου 2013, 00:52

Χωρίς μπαλκόνι

Avatar Νίκη Κόλλια 24 Φεβρουαρίου 2013, 00:52

Τα τρία δέματα ξεκίνησαν από το Φιξ την Κυριακή 24 του Νοέμβρη. Ένα για τον καθένα: τρεις τενεκέδες λάδι, πορτοκάλια, μερικά τρόφιμα και ρούχα, δύο δερμάτινα με εσωτερική επένδυση για τους γιους της και ένα χονδρό αντιανεμικό με κουκούλα για τη μάνα της. Και μες στις τσέπες τους από εκατό ευρώ για τα παιδιά και πενήντα για τη μαμά της, κάθε μήνα της στέλνει ό,τι μπορεί. Τα αγόρια της μεγάλωσαν πια. Ο μικρός τελείωσε πριν δυο χρόνια το πανεπιστήμιο, έφυγαν από την πόλη τους και δουλεύουν στην Αγία Πετρούπολη. Όπως της είχαν πει και από το πρακτορείο, υπολόγιζε ότι τα δέματα θα φθάσουν σπίτι λίγο πριν την Πρωτοχρονιά. Το λεωφορείο θα έκανε το γύρο της Ρωσίας και η πόλη της είχε σειρά λίγο πριν το τέλος του δρομολογίου. Την παραμονή των Φώτων, πρωί-πρωί, την πήρε ο μικρός της γιος. Το δικό του δέμα δεν είχε ακόμη φθάσει και εκείνος περίμενε πώς και πώς να φορέσει τα καινούρια του ρούχα στο πάρτυ της επόμενης ημέρας. Τηλεφώνησε στη μεταφορική γεμάτη αγωνία. «Επειδή αλλάζουν λεωφορεία, το δέμα κάπου καθυστέρησε, μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα φθάσει» αλλά εκείνη αρρώστησε δυο νύχτες απ’ την έγνοια της, Χριστούγεννα και να μην πάρει το παιδί τα δώρα του, αμαρτία δεν είναι;

Εννιά χρόνια έχει να τα δει. Ο μικρός της, ο πιο αγαπημένος της, θα την περνάει τώρα σίγουρα δυο με τρία κεφάλια. Αν μπορούσε θα της μιλούσε με τις ώρες στο τηλέφωνο, για τη δουλειά του, τα κορίτσια, ό,τι του έρθει. Με τον μεγάλο, πιο λιγομίλητο και σοβαρό, μιλάνε όλο και πιο αραιά, μαθαίνει τα νέα του από τον άλλο. Δεν νοσταλγεί ακριβώς την πόλη της, το σπίτι, τη γειτονιά της. Και οι φίλες της κι οι συγγενείς σκόρπισαν πια στον κόσμο. Ούτε που νοσταλγεί τα παλιά και ας τα βλέπει στον ύπνο της τις νύχτες. Μονάχα που ξέρει καλά πως στα αλήθεια δεν έχει κανέναν και αυτό όπως και αν το κοιτάει, ιδίως κάποιες φορές, της σφίγγει την καρδιά.

Τα πρωινά ως αργά το απόγευμα φυλάει δυο παιδιά: τα ταΐζει, τα παίζει, τα βάζει και τα βγάζει από το σχολικό, τα φυλάει μερικά σαββατόβραδα. Και καμιά φορά, έτσι όπως στρώνει τραπέζι και τα χαζεύει να τρώνε-μπορεί η κούραση, μπορεί και η συνήθεια- ξεχνάει για λίγο πως είναι σε ξένο σπίτι, ξεχνάει πόσο και πώς ζυγίζει του καθενός το αίμα και η καταγωγή και μαλακώνουν μέτωπο και μάτια, τόσο που της φαίνεται της χαζούλας πως αυτά τα παιδιά είναι στα αλήθεια συγγενείς της: μια αγκαλιά τους ίδια με των δικών της παιδιών, μια κουβέντα για το σχολείο, τα παιχνίδια, τους φίλους, ως και για τα μαλλιά της και δικής της στα αλήθεια υπόθεση. Τις προάλλες στα γενέθλια της τα μικρά την περίμεναν με μια τούρτα πίσω από την πόρτα και η μάνα τους με μια τσάντα καλλυντικά. «Μόνο για σένα Νάντια και για κανέναν άλλο». Την πήραν τα κλάματα, για τα παιδιά, τα γενέθλια, την τούρτα και τα καλλυντικά που ποτέ ξανά κανείς δεν της είχε χαρίσει.

Μια φίλη της από την ίδια πόλη παντρεύτηκε πριν λίγο καιρό με συνοικέσιο, καλός άνθρωπος ο άνδρας της, της έδωσε χρήματα, της ψώνισε ό,τι ήθελε και την έστειλε να δει τους δικούς της στη Ρωσία ύστερα από έξι χρόνια για έναν μήνα. Πριν φύγει, η Νάντια της έδωσε εντολή. Να της φέρει ένα αρκουδάκι για το κοριτσάκι που φυλάει, ένα dvd με το ίδιο αρκουδάκι, έναν κροκόδειλο και μια γριά πάνω σε ένα τρένο που τραγουδούν και ένα περιπολικό για το αγόρι.
Έχασε τον άνδρα της στα 32. Έτσι όπως τον θυμάται πια, ήταν καλός και ήσυχος άνθρωπος. Στην πατρίδα της ήταν μοδίστρα. Εδώ φύλαξε παππούδες και γιαγιάδες, έτριψε καταστρώματα και τουαλέτες σε σκάφη, σκάλες, μπαλκόνια και δωμάτια σπιτιών, κράτησε παιδιά.

Την πρώτη γιαγιά που φύλαξε την αισθάνθηκε σα μάνα. Και εκείνη γραπωνόταν από πάνω της τόσο σφικτά για να την σαπουνίσει, της φύλαγε τα χέρια όταν την χτένιζε μετά το λούσιμο με έναν τρόπο που η δική της μάνα δεν την είχε αγγίξει ποτέ. Στην κηδεία της, Σεπτέμβρη μήνα, ζήτησε να την ετοιμάσει μονάχη, την έκανε μπάνιο, της φόρεσε καινούριες κάλτσες, της έβαλε στην τσέπη το χτενάκι της, έτσι, για να το έχει μαζί και να είναι το χώμα της πούλουλο και η ψυχή της γιαγιάς γαληνεμένη. Σαράντα βράδια κρατούσε μισάνοικτο το παράθυρό της και όταν είδε μια πεταλούδα να ξεκολλάει από το ταβάνι και να βγαίνει, ηρέμησε μιας και σιγουρεύτηκε για τα καλά πως η γιαγιά ως καλός άνθρωπος πήγε ήσυχη με τους αγγέλους.

Κάθε φορά που τηλεφωνεί στη δική της μάνα, εκείνη κλαίει και της ζητάει να γυρίσει στο σπίτι τους. Ποιο σπίτι, σκέφτεται από μέσα της και καθώς κλείνει το τηλέφωνο γελάει πικρά. Σπίτι δεν υπάρχει. Ούτε επιστροφή. Ούτε και οικογένεια. Γιατί για όλους αυτούς που φεύγουν μακριά από τα σπίτια, δεν σώζεται η αγάπη (όση πραγματικά υπήρξε), παραμορφώνεται, χάνεται, ξεθωριάζει, ώσπου να σβήσει για τα καλά, μιας και πέρα από τα χωμένα πενηντάευρα σε μπουφάν και σε τσέπες, πουθενά κανείς δεν τους περιμένει.

Τα βράδια μετά τη δουλειά κάνει από μόνη της ασκήσεις. Γυμνάζει τα χέρια, τα πόδια, το μυαλό της. Για να κρατήσουν ακόμη καιρό και να μπορεί να δουλεύει, για να απασχολήσει κάπως τον χρόνο και για εκείνη. Καμιά φορά πίνει ένα κρασάκι, χορεύει με το πρόγραμμα του ρωσικού καναλιού, βάφει τα νύχια, απαλά χρώματα, τα καθαρίζει, έτσι μπας και δείξει λιγάκι περιποιημένη. Θα ήθελε να παντρευτεί. Μακάρι από αγάπη. Κάποτε ένας άνδρας της έταξε να παντρευτούν. Δεν το έκανε. Του έδωσε πίσω τα δώρα του -μια γούνα, ένα κολιέ και εκατό ευρώ- και εκείνος τα πήρε. Η συγκάτοικός της βγαίνει με κάποιον. Την περιμένει κάτω από το σπίτι κάθε βράδυ Παρασκευής, την γυρίζει Κυριακή. Μένει σπίτι του όλη μέρα τα Σάββατα, του καθαρίζει, τον πλένει, του μαγειρεύει και ύστερα κοιμούνται μαζί. Δεν βγαίνουν έξω, δεν πηγαίνουν πουθενά. Και εκείνη κοντεύει στα πενήντα και για αυτό ξέρει καλά πως κάποια στιγμή θα την αφήσει σίγουρα για κάποια νεώτερη. Και τι έγινε που τα ξέρει: Καμιά φορά δεν αντέχεται για χρόνια τόση μοναξιά.

Στο λεωφορείο μετά τη δουλειά η Νάντια ευχαριστιέται να μετράει σπίτια. Τη μια τα μονά, την άλλη τα ζυγά. Θα ήθελε να αγοράσει από ένα σπίτι για τους γιους της. Να έχουν κάτι από τη μάνα τους, μια άνεση, μια σιγουριά. Αν δουλέψει ακόμη έξι-εφτά χρόνια, ίσως τα καταφέρει. Όχι όμως στην Αγία Πετρούπολη που είναι ακριβά. Σπίτι στη δική τους πόλη. Για εκείνη δεν τη νοιάζει και πολύ. Μάλλον καθόλου. Το μόνο που τη στεναχωρεί είναι πως το δικό της σπίτι στην Αθήνα δεν έχει μπαλκόνι. Ποτέ δεν είχε μπαλκόνι στην Ελλάδα και είναι κρίμα, γιατί είναι στα αλήθεια όμορφα τα μπαλκόνια όταν ανθίζουν την άνοιξη κάτω από τόσο ήλιο…
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News