428
|

“Κάψα-χιτ”, Πέτρος Αυλίδης (Γαβριηλίδης)

Γιούλα Ράπτη Γιούλα Ράπτη 14 Ιουνίου 2010, 08:33

“Κάψα-χιτ”, Πέτρος Αυλίδης (Γαβριηλίδης)

Γιούλα Ράπτη Γιούλα Ράπτη 14 Ιουνίου 2010, 08:33

Πόσο καλή παρέα μπορεί να σου κάνει μια σαύρα, ντάλα Καλοκαίρι, σ΄ ένα νησί του Αιγαίου, με τον Ντέρτι-Εφ Εμ να παίζει χιτ καψουροτράγουδα; Τι αμοιβαία σχέση τρυφερότητας και αλληλοκατανόησης μπορεί να δημιουργηθεί αιφνίδια κάτω από μια συκιά, με μόνους μάρτυρες τα τζιτζίκια, τα μηρμύγκια και ένα στρατό θυσιασμένων μυγών και κουνουπιών;

Ο Πέτρος Αυλίδης στο “Κάψα-χιτ” – λογοπαίγνιο στα Αγγλικά (heat-hit), ανακατεύει θερινές στιγμές σαν καλός dj σ΄ένα remix (αγαπημένη του συνήθεια απο τα μουσικά σετ στα club του Βερολίνου, όπου ζει από το 1980).

Έχει επίσης φουλ χρόνο για να λιάζεται κι ο ίδιος σαν σαύρα σε ένα νησί, αφού μετά απο 18 χρόνια εργασίας, ως ψυχίατρος, τα παρατάει και στρέφεται στις δύο μεγάλες του αγάπες, την μουσική και τη γραφή. Οταν τον ρώτησα γιατί σταμάτησε να ασκεί την ψυχιατρική, η απάντησή του με εντυπωσίασε. “Κατάλαβα ότι μου χρησίμευε όσο δεν τα είχα βρει με τον εαυτό μου. Μόλις συνέβη, δεν με ενδιέφερε πιά”!

Διάβασα το Κάψα-χιτ σε δυό βραδιές με ζέστη και οι μικρές κοφτές, λακωνικές προτάσεις του Αυλίδη, με υπόκρουση τα σουξέ του Ντέρτι Εφ-Εμ, δημιούργησαν μαι μικρή ταινία, στην οποία βρέθηκα να παίζω κι εγώ: να κατεβαίνω από το καράβι στο μώλο, παρέα με τον καβοδέτη, να τρώω μελιτζανάκι γλυκό στη Λόντζα, να βοηθάω κι εγώ τον Ναύαρχο στα σταυρόλεξα, να ακούω τον Μπόλα να λέει φράσεις μεγάλων αντρών, να περνάω από του Μπέμπη για εφημερίδες, να στέκομαι για λίγο μπροστά από τον Στρατηγό που τον έρριξαν με φάρμακα στην κατατονία για να μην του τα φάει όλα η Ρωσίδα Βαλεντίνα…

Κυρίως βρέθηκα μαζί με τον συγγραφέα, να κυνηγάμε μύγες και στιγμές- που φεύγουν το ίδιο εύκολα- να μπλέκομαι στο δάσος απο καλώδια και μπαλαντέζες, για λάπτοπ, μινι ντίσκ και ηχεία, που είχε απλώσει στο μικρό κυκλαδίτικο σπίτι, περιμένονας το θαύμα της έμπνευσης, ή τα πνεύματα να κάνουν τα θαύματά τους.

Τον άφηνα κάπως ήσυχο όταν ετοίμαζε το γεύμα της σαύρας, για να του φτιάξω τον αγαπημένο παγωμένο φραπέ και να στρίψω ένα ακόμη τσιγάρο-καπάκι, ή να πιάσω μια μπύρα, μάρκας “παγωμένη”. Τον άφησα επίσης μόνο με μια ταχπίνα με παρεό, αλλά κατά τ΄αλλα κάναμε πολύ καλή παρέα, μιλώντας σχεδόν συνθηματικά, προσπαθώντας να “πιάσουμε” στιγμές που είναι τόσο φευγαλέες, ακόμη κι αν έχεις μπροστά σου ένα ράθυμο ελληνικό καλοκαίρι.

Φουλ Καλοκαίρι, δηλαδή, φουλ άπλα χρόνου, φουλ σκέψεις που δεν καταλήγουν, φουλ μιξ, που λέει κι ο ίδιος. Οπως μάλιστα διευκρινίζει όλα τα πρόσωπα, πλην της σαύρας και των πνευμάτων, είναι φανταστικά…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News