742
|

Ο παππούς μου ο Φώτης, ετών 99

Ο παππούς μου ο Φώτης, ετών 99

Ο παππούς μου ο Φώτης είναι σχεδόν 99 χρόνων. Με καμάρι περιμένει τον Αύγουστο του 2013 για να κλείσει τα 100. Τον έχει βάλει στόχο τον αιώνα και θέλει να τον φτάσει, να τον κατακτήσει. Έχει άσπρα μαλλάκια, με χωρίστρα από τα αριστερά προς τα δεξιά. Φοράει γυαλιά με σκούρο κοκάλινο σκελετό. Κάθε μέρα περπατάει στη γειτονιά του, τα Κάτω Πατήσια. Τα τελευταία χρόνια κρατάει πάντα το μπαστουνάκι του για στήριγμα, για παρέα. Η γιαγιά μου έφυγε πριν από 5 χρόνια. Έφυγε μετά από σχεδόν 70 χρόνια γάμου. Γάμου με προξενιό, που πρόκοψε και γέννησε πολλούς απογόνους και περισσότερες χαρές. Ο παππούς μου λοιπόν, καθημερινά πηγαίνει στον μπακάλη, στον τσαγκάρη, παίρνει το τρένο και κατεβαίνει στον Πειραιά, στην Ομόνοια.

Όταν βρίσκεται στο σπίτι κάθεται πάντα σε μια συγκεκριμένη πολυθρόνα, δίπλα στο παράθυρο. Θέλει να βλέπει έξω, στον δρόμο. «Χάλασε η γειτονιά, παιδί μου. Τώρα πια δεν ξέρω κανέναν. Οι παλιοί πεθάνανε και οι καινούργιοι είναι όλοι ξένοι», μου λέει με παράπονο. «Δεν μπορώ να συνεννοηθώ, δεν τους καταλαβαίνω». Τον έχω ρωτήσει πολλές φορές αν φοβάται. «Λίγο, καμιά φορά».

Χτες το πρωί ο παππούς μου πήγε στην τράπεζα για να πάρει τη σύνταξή του. 430 ευρώ. Έβαλε τα χρήματα στην τσέπη του και κατευθύνθηκε στο σούπερ μάρκετ. Πήρε ένα γάλα και ένα πακέτο μακαρόνια, πλήρωσε και ξεκίνησε για το σπίτι του. Σημείωση: το σπίτι είναι δίπλα στον Ηλεκτρικό σταθμό και αγκαλιά με τη «λαϊκή» της γειτονιάς. Φτάνοντας στην είσοδο, σταμάτησε, έβγαλε τα κλειδιά του και άνοιξε αργά την πόρτα. Πριν προλάβει να καταλάβει το παραμικρό, ένας σκούρος/έγχρωμος/μαύρος (βάλτε ό,τι λέξη θέλετε για να είμαστε όλοι πολίτικαλυ κορέκτ) τον έσπρωξε με βία προς το εσωτερικό της πολυκατοικίας. Σε χρόνο dt ο σκούρος έπιασε τον παππού μου από τον λαιμό και άρχισε να τον σφίγγει. Ένας φίλος του σκούρου, με το ίδιο χρώμα επιδερμίδας και την ίδια αστραπή στα μάτια, άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του. Το κάνω πιο λιανά: δύο ψηλοί, πλαταράδες, σωματώδεις τύποι τα βάζουν με έναν αδύναμο, ηλικιωμένο και, πλέον, απολύτως φοβισμένο άνθρωπο στην είσοδο του σπιτιού του. Δίπλα στο τρένο, δίπλα στη λαϊκή. Βρίσκουν τα λεφτά. Τον πετούν στο δάπεδο. Φεύγουν.

Και πίσω μένει αυτός. Το βλέμμα του φωνάζει την ώρα που η φωνή του δεν συνεργάζεται. Το σώμα του άντεξε ακριβώς επειδή δεν πρόβαλε αντίσταση στους ληστές. Κι αν τον είχαν μαχαιρώσει; Κι αν πέφτοντας είχε χτυπήσει στο κεφάλι; Κι αν.. Κι αν.. Κι αν..

Η μαμά μου και οι δύο θείοι μου, τα παιδιά του, μαθαίνουν τα νέα και τρέχουν να τον βρουν. Η αστυνομία είναι ήδη εκεί. Παίρνει καταθέσεις. «Κλέψανε κι άλλη μια γιαγιά σήμερα. Με τον ίδιο τρόπο. Την ακολούθησαν από την τράπεζα. Ναι, και τι να κάνουμε κι εμείς; Είμαστε λίγοι. Δεν φτάνουμε. Το λέμε συνέχεια στα Κεντρικά και δεν μας ακούει κανείς. Τα λεφτά, πάνε, ξεχάστε τα. Αύριο θα τη στήσουμε έξω από την τράπεζα. Δεν μπορεί, θα τους πετύχουμε γιατί τώρα ξέρουμε… αλλά και να τους πιάσουμε, τι θα γίνει; Θα τους κρατήσουνε μια βδομάδα μέσα και μετά, πάλι έξω, πάλι τα ίδια.» Αυτές τις κουβέντες τις ακούω συνέχεια τα τελευταία χρόνια. Ο Χρυσοχοΐδης, ο Παπουτσής, ο Βουλγαράκης, ο Πολύδωρας και δεν ξέρω εγώ ποιος άλλος, με κοροιδέψανε. Και τώρα, οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι ξανά υποψήφιοι. Καλά να πάθουμε.

Ο τελευταίος Ζητάς, λίγο πριν φύγει από το σπίτι του παππού, ψιθυρίζει στο αυτί της μαμάς μου, αυτό που ευρέως πια αποτελεί κομμάτι της πραγματικότητάς μας. «Μόνο η Χρυσή Αυγή μπορεί πλέον να βάλει τάξη», είπε και έφυγε. Το όργανο της τάξης διαφήμισε τα όργανα της αταξίας. Το όργανο της τάξης υπέδειξε τον φασισμό και την έλλειψη δημοκρατίας ως τον μόνο τρόπο «…για να καθαρίσει το κέντρο». Δεν θα επανέλθω. Τα έχω πει. Τα έχω γράψει. Εξακολουθώ να αηδιάζω με τη βλακεία μας.

Ο παππούς μου κάθεται στην πολυθρόνα του. Αμίλητος. Τον πονάει, λέει, ο λαιμός του. Από το σφίξιμο. Όσο τον βλέπω, νιώθω ότι το σφίξιμο της καρδιάς του είναι μεγαλύτερο. Βαθύτερο. Τι να του πω; Πώς να τον βοηθήσω να ξεπεράσει το σοκ και τον φόβο; Κυρίως τον φόβο. Αυτό τον φόβο που τον ξέρω καλά από την επίθεση που εγώ δέχτηκα πριν 3,5 χρόνια. Αυτό τον φόβο που μπορεί να σε ακινητοποιήσει, να σε ιδρυματοποιήσει μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Δεν θέλει, λέει, να βγει έξω τώρα. Νιώθει κουρασμένος. Θα ξαναπροσπαθήσω. Σε λίγο. Το απόγευμα. Αύριο. Συνέχεια. Μόνο έτσι θα καταφέρει να φτάσει στον στόχο του. Μόνο έτσι θα κατακτήσει τον αιώνα που λαχταρά… Γιατί είναι δικός του αυτός ο αιώνας. Του ανήκει, πώς το λένε…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News