1898
H Ζυλιέτ Μπινός (δεξιά) υποδύεται την Κοκό Σανέλ στη σειρά «The New Look» της πλατφόρμας Apple TV+ | GETTY / APPLE TV

Η αλήθεια για την Κοκό Σανέλ και τους Ναζί

Protagon Team Protagon Team 29 Φεβρουαρίου 2024, 12:15
H Ζυλιέτ Μπινός (δεξιά) υποδύεται την Κοκό Σανέλ στη σειρά «The New Look» της πλατφόρμας Apple TV+
|GETTY / APPLE TV

Η αλήθεια για την Κοκό Σανέλ και τους Ναζί

Protagon Team Protagon Team 29 Φεβρουαρίου 2024, 12:15

Τη δεκαετία του 1910, χάρη στην απεριόριστη φαντασία της, η ασύγκριτη Κοκό Σανέλ απελευθέρωσε τις γυναίκες από τους κορσέδες τους, δημιουργώντας άνετα φορέματα από ζέρσεϊ με απλές γραμμές, τις έβαλε να φορέσουν παντελόνια και ανδρικές μαρινιέρες, ενώ αργότερα τους χάρισε το «μικρό μαύρο φόρεμα» και το κλασικό άρωμα Chanel No 5.

Ηταν επίσης κορυφαία στην αυτό-εφεύρεση. Μεγαλωμένη στην πραγματικότητα από καλόγριες αφότου πέθανε η μητέρα της και ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένεια, η κορυφαία σχεδιάστρια της γαλλικής μόδας αρνιόταν να παραδεχτεί τη φτωχικά παιδικά της χρόνια. Μετά την επιτυχία της, δεν δίστασε να πληρώσει τα δύο αδέρφια της για να μη μιλήσουν ποτέ γι’ αυτήν, επειδή θα την ντρόπιαζαν με το ταπεινό τους status.

Η Κοκό ήταν επιρρεπής στο να διηγείται φανταστικές ιστορίες για τη ζωή της, υπάρχει όμως ένα γεγονός που είναι  αδιαμφισβήτητο: συνεργάστηκε με τους Ναζί. Βέβαια, ίσως να βοήθησε και τη γαλλική Αντίσταση…

Γυναίκα απόλυτα αποφασισμένη στο να ελέγχει την εικόνα και την παρακαταθήκη της, η Κοκό Σανέλ άφησε τελικά πίσω της ένα χάος, γράφει στο BBC Culture η Κάριν Τζέιμς με αφορμή τη νέα σειρά «The New Look» της πλατφόρμας Apple TV+ για την Κοκό Σανέλ και τον Κριστιάν Ντιόρ στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε μια σειρά γεμάτη ζωντανούς και πολυσήμανους διαλόγους, καμία ατάκα δεν είναι πιο αιχμηρή από την απάντηση του Ντιόρ (τον υποδύεται ο Μπεν Μέντελσον) το 1955 –όταν ήταν ο «βασιλιάς» της μόδας– προς έναν φοιτητή της Σορβόνης που του ζητά να δικαιολογήσει γιατί σχεδίαζε για συζύγους και φιλενάδες των Ναζί κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στο Παρίσι, ενώ η Σανέλ (Ζιλιέτ Μπινός) είχε κλείσει τον οίκο της. «Υπάρχει η αλήθεια», του λέει, «αλλά υπάρχει πάντα και μια άλλη αλήθεια που ζει πίσω από αυτήν».

Η σειρά, που ξεκινάει το 1955 και σύντομα μας πάει πιο πίσω, στα χρόνια του πολέμου, αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας εμπνευσμένης από την Ιστορία. Αλλά δείχνει με ακρίβεια την αλήθεια δυο πολύ διαφορετικών αντιδράσεων την περίοδο του Β’ ΠΠ.

Η αλήθεια του Ντιόρ είναι πιο απλή. Υπήρξε σταθερά πιστός στη Γαλλία. Συνέχισε να σχεδιάζει για τους Ναζί για να βγάζει τα προς το ζην και να επιβιώσει, ενώ χρησιμοποίησε τα χρήματα αυτά για να υποστηρίξει τις ηρωικές αντιστασιακές προσπάθειες της αδερφής του Κατρίν (Μέισι Γουίλιαμς), η οποία τελικά συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε σε στρατόπεδο εργασίας. Ισως, λοιπόν, η ελάχιστα γνωστή ιστορία της Κατρίν Ντιόρ να είναι η σπουδαία ανακάλυψη της σειράς και το πιο συγκινητικό στοιχείο της.(Δείτε το trailer)

Αντίθετα, η πραγματικότητα της Σανέλ είναι θολή στις λεπτομέρειές της και αντικείμενο πολύ διαφορετικών ερμηνειών ακόμα και σήμερα, επισημαίνει η Τζέιμς στο BBC Culture. Είναι γνωστό ότι διατηρούσε μακρόχρονη σχέση με τον πράκτορα των Ναζί, βαρόνο Χανς Γκoύντερ φον Ντινκλάγκε, γνωστό ως «Σπατς» (Κλάες Μπανγκ). Αυτός και άλλες επαφές που είχε με Ναζί βοήθησαν να απελευθερωθεί ο αγαπημένος της ανιψιός, Αντρέ, γάλλος αξιωματικός, από ένα γερμανικό στρατόπεδο φυλακών. Δεν υπάρχει, εξάλλου, αμφιβολία ότι συμμετείχε στην επιχείρηση «Modelhut».

Ηταν ένα γελοίο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο ένας στρατηγός των Ναζί στρατολόγησε τη Σανέλ για να ταξιδέψει στην ουδέτερη Μαδρίτη με την ελπίδα να λάβει ένα μήνυμα από τον παλιό της φίλο Ουίνστον Τσόρτσιλ, που θα τους πρότεινε να διαπραγματευτούν το τέλος του πολέμου, αγνοώντας διακριτικά τον Χίτλερ. Το κωδικό της όνομα ήταν «Γουεστμίνστερ», ένα νεύμα ίσως στις ισχυρές σχέσεις της με τη Βρετανία και πιθανόν στη δεκαετή σχέση της, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920, με τον δούκα του Γουεστμίνστερ. Η Κοκό προσπάθησε επίσης, ανεπιτυχώς, να χρησιμοποιήσει τους φυλετικούς νόμους των Ναζί, που εμπόδιζαν τους Εβραίους να έχουν επιχειρήσεις, για να πάρει τον έλεγχο της εταιρείας αρωμάτων της από τους Εβραίους συνεργάτες της.

Κάποιοι βιογράφοι και ιστορικοί την έχουν δυσφημήσει για όλα αυτά, μεταξύ άλλων και ο  αείμνηστος Χαλ Βον σε ένα σοκαριστικό βιβλίο με τίτλο «Sleeping with the Enemy: Coco Chanel’s Secret War» (2011).  Η Ρόντα Γκαρέλικ, μια από τις πιο προσεκτικές και οξυδερκείς βιογράφους της Κοκό Σανέλ, στο βιβλίο της «Mademoiselle: Coco Chanel and the Pulse of History» (2014) καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι πιθανώς πίστευε στον Ναζισμό και επίσης ότι υποκινήθηκε από σκοπιμότητα, ιδιοτέλεια και αντισημιτισμό. «Ο πατριωτισμός έπαιζε γι’ αυτήν πάντα μικρότερο ρόλο από την εξουσία», γράφει η Γκαρέλικ και λέει ότι, «Ποτέ δεν αναγνώρισε τις συνέπειες της προσπάθειάς της να επικαλεστεί τους ειδεχθείς νόμους του ναζιστικού αρειανισμού εναντίον των δικών της επιχειρηματικών εταίρων».

Ωστόσο, η Ζυστίν Πικαρντί, συγγραφέας του βιβλίου «Coco Chanel: The Legend and the Life», που κυκλοφόρησε σε νέα έκδοση πέρυσι, η οποία έχει επίσης γράψει μια βιογραφία της Κατρίν Ντιόρ με τίτλο «Miss Dior»  (2021), λέει στο BBC Culture: «Είναι πολύ εύκολο να πει κανείς ότι η Σανέλ ήταν ναζί». Η Πικαρντί πιστεύει ότι η Σανέλ ήταν υπερβολικά αγγλόφιλη και πίστευε πολύ στην ελευθερία για να ασπαστεί τον ναζισμό, έστω κι αν χρησιμοποίησε τάχιστα τις ναζιστικές διασυνδέσεις της. Η «επιχείρηση Modelhut», λέει η γαλλίδα συγγραφέας, «είναι ενδιαφέρουσα, αλλά δεν την καθορίζει πραγματικά».

Μια περίπλοκη παρακαταθήκη

Το «New Look» έχει τη δική του οπτική γωνία, υποδηλώνοντας ότι η συνεργασία της Σανέλ με τους γερμανούς κατακτητές, εκτός από τη χρήση των νόμων της Αρίας φυλής, ήταν μάλλον απρόθυμη. Η πρώτη εικόνα που έχουμε  γι’ αυτήν στη σειρά, εν καιρώ πολέμου, το 1943, την δείχνει να φτάνει μέσα στη νύχτα στο στρατόπεδο για να ελευθερώσει τον Αντρέ. Είναι πολύ αναστατωμένη, σχεδόν εκτός εαυτού, θέλοντας απελπισμένα να σώσει τον συμπαθητικό ανιψιό της.

Σε αυτό το φανταστικό σενάριο, βασίστηκε σε έναν φίλο της, που συνεργάστηκε με τους Ναζί, τον βαρόνο Λουί ντε Βοφρελάν, για να κανονίσει την αποφυλάκιση του ανιψιού της χωρίς να έχει σκεφτεί τις συνέπειες. Ο βαρόνος επιμένει ότι πρέπει να συναντήσει τον Σπατς, διαφορετικά θα κινδυνεύσει εκείνος και έτσι ξεκινάει η σχέση της με τον Γερμανό. Δεν είναι μόνο πρόθυμη. Είναι και πολύ ερωτευμένη μαζί του, παραδόξως αφελής για τις προθέσεις του. Αλλά επίσης παγιδεύεται όλο και περισσότερο, και απειλείται δια της βίας να ενταχθεί στην «Επιχείρηση Modelhut», στην οποία αντιστέκεται σθεναρά.

Στην πραγματική ζωή, όμως, η σχέση της Σανέλ με τον Σπατς ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, το 1941, πιθανότατα ως μια υπολογισμένη, πολύ προσεκτική προσπάθεια για να βοηθήσει να απελευθερωθεί ο ανιψιός της. Η Πικαρντί  λέει, «Νομίζω ότι θα έκανε τα πάντα για να τον σώσει. Και τότε είναι που αρχίζει να έχει σχέση [με τον Σπατς]». Ωστόσο, χρειάστηκαν 18 μήνες, μέχρι να λειτουργήσουν οι σωστές διασυνδέσεις των Ναζί για την απελευθέρωση του Αντρέ. Οι περισσότεροι βιογράφοι της συμφωνούν ότι η απελευθέρωση του Αντρέ ήταν πιθανότατα το αρχικό κίνητρο για τη συνεργασία της. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, όπως γράφει η Γκαρέλικ, «η Σανέλ ξεπέρασε το κάλεσμα του οικογενειακού καθήκοντος να πλησιάσει τους Ναζί».

Οπως λέει στο BBC Culture ο δημιουργός της σειράς Τοντ Κέσλερ: «Στόχος ήταν να απεικονιστεί το πνεύμα της Κοκό Σανέλ  όσο το δυνατόν ακριβέστερα» και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί μια δραματική σειρά, που θα μπορούσε να κάνει τους θεατές να αλλάζουν τις απόψεις τους για αυτήν, ανάλογα με τις πράξεις της. Και συνεχίζει: «Δεν με εμπνέει να γράφω για κακούς ή ήρωες. Αυτό που με εμπνέει είναι να εξερευνώ την “γκρίζα ζώνη”, γιατί με φέρνει πιο κοντά στην κατανόηση των χαρακτήρων και των αποφάσεων που έπρεπε να πάρουν».

Τόσο αυτός όσο και η Πικαρντί επισημαίνουν τη σημασία της κριτικής αυτών των επιλογών στο οδυνηρό πλαίσιο της εποχής. Ο Κέσλερ σημειώνει ότι δύο χρόνια μετά την έναρξη της Κατοχής, κανείς δεν ήξερε ότι θα διαρκέσει τέσσερα. Θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον. «Ολοι οι χαρακτήρες έπαιρναν αποφάσεις, μερικές φορές πολλές αποφάσεις την ημέρα, για το πώς θα επιβιώσουν και πώς θα φτάσουν στην επόμενη μέρα», λέει ο δημιουργός της σειράς, «Ο φόβος, ο τρόμος που αντιμετώπιζαν καθημερινά διευρύνει τη συμπόνια κάποιου για αποφάσεις και επιλογές, που έκαναν οι άνθρωποι, όπως η Κοκό Σανέλ εκείνη την περίοδο».

Οι κριτικές της σειράς είναι διχασμένες, αλλά οι πιο εκρηκτικές επισημαίνουν τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζει λιγότερο κακή τη δουλειά της Σανέλ για τους Ναζί. Ο Guardian γράφει: «Το Ολοκαύτωμα μένει ουσιαστικά έξω από την ιστορία υπέρ ενός ανταγωνισμού για το τούλι». (Μια δίκαιη παρατήρηση, σημειώνει η Κάριν Τζέιμς στο BBC Culture, αν και κατά τη γνώμη της η σειρά έχει εκπληκτικά λίγα πράγματα σχετικά με τα φουστάνια.) Το RogerEbert.com αποκαλεί την  σειρά «απολύτως ρεβιζιονιστική αντιμετώπιση της Σανέλ», στην οποία «οι σεναριογράφοι φαίνονται αφοσιωμένοι να κάνουν ό,τι μπορούν για να ελαχιστοποιήσουν ή να αποκρύψουν» την αλήθεια των ναζιστικών δεσμών της Κοκό Σανέλ.

Και αν βοήθησε την Αντίσταση, ήταν λιγότερη η προσωπική της εμπλοκή από ό,τι στη συνεργασία της με τους Ναζί. Η Πικαρντί λέει ότι η Σανέλ έκρυβε στο σπίτι της στη Ριβιέρα έναν ασύρματο πομπό, που χρησιμοποιούσε η γαλλική Αντίσταση, ενώ επίσης ήταν καταφύγιο για τους Εβραίους που προσπαθούσαν να φύγουν από τη Γαλλία. Σε ντοκουμέντα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τα γαλλικά αρχεία η Σανέλ αναφέρεται ως μέλος της Αντίστασης. Ωστόσο, όπως αναφέρει το France24, τουλάχιστον ένας ιστορικός αντιμετώπισε με δυσπιστία αυτούς τους ισχυρισμούς. Αυτά τα ντοκουμέντα εμφανίζονται για πρώτη φορά δημόσια στην τρέχουσα έκθεση του V&A στο Λονδίνο, με τίτλο «Gabrielle Chanel. Fashion Manifesto». Η Οριόλ Κιουλέν, επιμελήτρια της έκθεσης, δήλωσε στον Guardian: «Τα νέα στοιχεία δεν την απαλλάσσουν. Το μόνο που κάνουν είναι μια εικόνα πιο περίπλοκη».

Το πιθανό αντιστασιακό έργο της Σανέλ δεν περιλαμβάνεται στη σειρά «The New Look», επειδή ο Κέσλερ –όπως είπε- ήθελε τουλάχιστον δύο αξιόπιστες πηγές για κάθε γεγονός και ότι αποδείξεις ότι βοήθησε την Αντίσταση «δεν εμφανίστηκαν και πάλι». Στην πραγματικότητα, αμέσως μετά την Απελευθέρωση του Παρισιού, η Σανέλ  ανακρίθηκε από τις γαλλικές αρχές για τους ναζιστικούς της δεσμούς, αλλά αφέθηκε ελεύθερη μέσα σε λίγες ώρες.  Θεωρείται ευρέως από τους ιστορικούς -αν και δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία- ότι η φιλία της με τον Τσόρτσιλ την βοήθησε κατά κάποιο τρόπο να ξεφύγει εύκολα, είτε αυτός παρενέβη άμεσα είτε όχι.

Σύντομα η Σανέλ κατέφυγε στην Ελβετία για να γλιτώσει από αντίποινα κάθε είδους και έμεινε εκεί για σχεδόν μια δεκαετία. Συνέχισε τη σχέση της με τον Σπατς για χρόνια μετά τον πόλεμο και ποτέ δεν αντιμετώπισε επίσημες συνέπειες για τις δραστηριότητές της εν καιρώ πολέμου. Η σειρά καλύπτει εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν υπάρχουν spoilers για επεισόδια, που δεν έχουν  κυκλοφορήσει ακόμη, εκτός από το ότι ορισμένα από αυτά που απεικονίζει είναι αληθινά και πολλά, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του Σπατς, απέχουν πάρα πολύ από την ιστορική πραγματικότητα.

Η συνεργασία της Κοκό Σανέλ με τους Ναζί μπορεί να αμαύρωσε την εικόνα της, αλλά δεν παύει να θεωρείται η πιο σημαντική σχεδιάστρια του 20ου αιώνα, σημειώνει η Κάριν Τζέιμς στο BBC Culture. Ωστόσο, οι σκοτεινές αλήθειες για τους δημιουργικούς ανθρώπους δεν αφορούν μόνο το παρελθόν. Για παράδειγμα, το «High and Low: John Galliano» του Κέβιν Μακντόναλντ είναι ένα συναρπαστικό νέο ντοκιμαντέρ για τον γνωστό σχεδιαστή Τζον Γκαλιάνο, του οποίου η καριέρα συνηχεί με εκείνη της Κοκό Σανέλ. (Δείτε το trailer του ντοκιμαντέρ)

 

Το αντισημιτικό και ρατσιστικό του παραλήρημα το 2011 (έχει αποτυπωθεί σε βίντεο να διακηρύσσει την αγάπη του στον Χίτλερ)  έθεσε τον Γκαλιάνο εκτός του Οίκου Dior, στον οποίο ήταν δημιουργικός διευθυντής. Αλλά τέσσερα χρόνια μετά την πτώση του από την κορυφή, επέστρεψε μετανιωμένος με τη συλλογή «Artisanal» για τον οίκο Margiela, η οποία έλαβε διθυραμβικές κριτικές.

Στο ντοκιμαντέρ, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ κριτικός μόδας και πολιτισμού της Washington Post, Ρόμπιν Γκίβαν, μιλά για τον Γκαλιάνο με όρους που θα μπορούσαν κάλλιστα να ισχύουν και για τη Σανέλ επισημαίνει η Τζέιμς στο BBC Culture. Ακόμα κι αν πιστεύεις ότι ο Γκαλιάνο αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία, λέει ο Γκίβαν, «μπορείς πάντα να νιώσεις βαθιά μέσα σου αυτό που είπε. Είναι δυνατό να κρατήσεις αυτές τις δύο αντιφατικές σκέψεις στο μυαλό σου ταυτόχρονα».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...