3716
H Γκαμπριέλ «Κοκό» Σανέλ στο διαμέρισμα της στο Παρίσι, στο 31 rue Cambon, το 1937 | Roger Schall/Condé Nast/Shutterstock

Πώς η Κοκό Σανέλ άλλαξε το γυναικείο ντύσιμο

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 14 Αυγούστου 2023, 12:15
H Γκαμπριέλ «Κοκό» Σανέλ στο διαμέρισμα της στο Παρίσι, στο 31 rue Cambon, το 1937
|Roger Schall/Condé Nast/Shutterstock

Πώς η Κοκό Σανέλ άλλαξε το γυναικείο ντύσιμο

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 14 Αυγούστου 2023, 12:15

Μια από τις πιο απαιτητικές πτυχές της αξιολόγησης της μακράς, παραγωγικής ζωής της Κοκό Σανέλ είναι το πόσο αναξιόπιστα υπήρξαν τα δεδομένα της. Η ιδιοφυΐα της σε ό,τι είχε σχέση με την αισθητική επεκτάθηκε και στο δικό της παρελθόν, μη μπορώντας να αντισταθεί στο να το φέρει στα μέτρα της. «Μακάρι να σταματούσες να λες ψέματα», της είπε κάποτε διαμαρτυρόμενος ο Μπόι Κάπελ, ο πρώτος πλούσιος άγγλος εραστής της. (Και βασικά κατά συρροή μοιχός, αλλά …)

Το έργο της, ωστόσο, δεν λέει ψέματα. Κομψά, επαναστατικά, πρωτότυπα, απελευθερωτικά και άμεσα αναγνωρίσιμα, πολλά από τα σχέδια της Κοκό Σανέλ από τις δεκαετίες του 1920, του ’30, του ’50, του ’60 και του ’70 δεν είναι μόνον επίκαιρα, καθοδηγούν επίσης  άλλους σχεδιαστές σήμερα. Τα ευρηματικά μπουκλέ και τουίντ σακάκια της επαναλαμβάνονται συνεχώς και αυτή τη στιγμή υπάρχουν με εκατοντάδες άλλες ετικέτες, σε καταστήματα high street μέχρι μπουτίκ της haute couture· οι κλασικές δίχρωμες γόβες της (που δείχνουν το πόδι μικρότερο και τις γάμπες μακρύτερες), τα εντυπωσιακά κοσμήματα με τις ψεύτικες πέρλες και οι καπιτονέ τσάντες είναι λίγες μόνο από τις εμπνευσμένες δημιουργίες της, που εξακολουθούν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μόδας.

Και ακριβώς τη δουλειά της κορυφαίας γαλλίδας σχεδιάστριας μόδας -όχι την βιογραφία της- εξετάζει μια τεράστια έκθεση με τίτλο «Gabrielle Chanel. Fashion Manifesto», η οποία πρόκειται να εγκαινιαστεί στις 16 Σεπτεμβρίου στο Μουσείο Victoria and Albert στο Λονδίνο και θα διαρκέσει μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου 2024. «Αυτό που μας εξέπληξε πραγματικά είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι κατασκευασμένα τα ενδύματα», λέει στην Telegraph η Οριόλ Κάλεν, ανώτερη επιμελήτρια του V&A στο τμήμα Υφασμάτων και Μόδας. «Είδαμε εκατοντάδες. Τα υφάσματα και τα κοψίματα είναι απίστευτα, διαχρονικά, εκλεπτυσμένα, κομψά και avant garde, κλασικά, δεν φεύγουν ποτέ από τη μόδα. Υπάρχουν τόσα πολλά κομμάτια, όπως ένα παντελόνι με παγιέτες της δεκαετίας του 1930, που άνετα θα μπορούσε να φορεθεί τώρα», λέει.

Τα χαρακτηριστικά τουίντ ταγιέρ της Κοκό Σανέλ είναι πάντα στη μόδα (Victoria & Albert Museum)

Κι όμως… η προσωπική ιστορία σπάνια μπορεί να απομονωθεί εντελώς από το έργο του ανθρώπου, πράγμα που ισχύει ιδιαίτερα για την Κοκό Σανέλ: η παραγωγή της ήταν έκφραση του απαράμιλλου γούστου της, το οποίο με τη σειρά του, ήταν μια απάντηση στις δικές της εμπειρίες και επιθυμίες, γράφει στην Telegraph η Λίζα Αρμστρονγκ.

Γεννήθηκε φτωχή στις 19 Αυγούστου 1883, ανατράφηκε σε μοναστήρι, έγινε τραγουδίστρια δεύτερης κατηγορίας και υποχρεώθηκε να βγάζει αλλιώς τα προς το ζην (αρχικά φτιάχνοντας ψάθινα καπέλα), ευλογημένη με άψογο στυλ· οπότε είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς τις επιρροές της. Το γεγονός ότι, μέσω μιας σειράς ερωτικών σχέσεων με πλούσιους και επιφανείς άνδρες, έγινε μια από τις πιο διάσημες και επιτυχημένες επιχειρηματίες της εποχής της, προσθέτει στην αύρα της.

Βρέθηκε, εξάλλου, στο σταυροδρόμι μόδας και κουλτούρας: ήταν φίλη με καλλιτέχνες όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο ρώσος κριτικός τέχνης και χορογράφος Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, ο θεατρικός συγγραφέας (και ένας από τους πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες της γαλλικής πρωτοπορίας) Ζαν Κοκτώ, και ο σουρεαλιστής ποιητής Πιερ Ρεβερντί, -τον πλήρωνε για να «λουστράρει» τους πολλούς αφορισμούς της-, οι οποίοι έγιναν εξίσου διάσημοι με εκείνη.

Mεταξωτό πλεκτό καπέλο της Γκαμπριέλ Σανέλ του 1917 (© CHANEL / Nicholas Alan Cope)

Το 1938, η γαλλική Vogue δημοσίευσε 31 αποφθέγματά της/(βελτιωμένα από τον Ρεβερντί) μεταξύ των οποίων «Το πρόσωπο είναι ένας καθρέφτης, στον οποίο αντανακλώνται οι κινήσεις της εσωτερικής ζωής: δώστε του πολλή προσοχή» και «Η αηδία είναι συχνά η οπισθοφυλακή της ευχαρίστησης και συχνά η εμπροσθοφυλακή της»…

Δεν είναι περίεργο, λέει η Κάλεν, το γεγονός ότι μέχρι σήμερα υπάρχουν 172 βιογραφίες της Σανέλ· κανένας άλλος σχεδιαστής δεν έχει προσελκύσει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Η Κοκό είναι απλά συναρπαστική.

Ωστόσο, στις μέρες μας, καμία έρευνα για το παρελθόν δεν μπορεί να ξεφύγει από το «presentism», την τάση ορισμένων κριτικών να αγνοούν το ιστορικό πλαίσιο και να ερμηνεύουν τα πάντα αποκλειστικά μέσα από έναν σύγχρονο φακό. Για αυτούς τους ανθρώπους η Σανέλ είναι ιδιαίτερα προβληματική. Βέβαια ακόμη και με τα πρότυπα της εποχής της, ορισμένες από τις ενέργειές της ήταν τερατώδεις. Κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν ήταν απλά ερωμένη του Χανς Γκύντερ φον Ντινκλάγκε, αξιωματικού των Ναζί και στενού συνεργάτη του Γιόζεφ Γκέμπελς.

Στο βιβλίο του «Sleeping With the Enemy: Coco Chanel, Nazi Agent», ο ερευνητής δημοσιογράφος Χαλ Βον παρουσιάζει πειστικά στοιχεία ότι η Κοκό Σανέλ ήταν αδιόρθωτη αντισημίτρια και ενεργή πράκτορας των Ναζί (πράκτορας 7124) με το κωδικό όνομα, «Westminster». Παραδόξως, μέσω της σχέσης της με τον τότε δούκα του Γουέστμινστερ είχε, επίσης, φιλική σχέση με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ.

Ο ερευνητής δημοσιογράφος Χαλ Βον ισχυρίζεται ότι η Κοκό Σανέλ ήταν πράκτορας των Ναζί

Σε μια από τις μεταγενέστερες αφηγήσεις της, η Σανέλ ισχυρίστηκε ότι ο Τσόρτσιλ την χρησιμοποιούσε ως ένα είδος απεσταλμένου ειρήνης σε ανώτερους Ναζί, μια ερμηνεία που υπονομεύτηκε, ωστόσο, από έγγραφα τα οποία αποχαρακτηρίστηκαν δεκαετίες αργότερα. Ισως ο Τσόρτσιλ να αγνοούσε αυτή την προδοσία. Λέγεται, πάντως, ότι αμέσως μετά τον πόλεμο παρενέβη για να μην κατηγορηθεί η Σανέλ ως συνεργάτης των Γερμανών.

Η έκθεση «Fashion Manifesto» αποφεύγει επιμελώς το πολιτικό κομμάτι της ζωής της. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 2020 στο Παρίσι, στο Palais Galliera, λίγοι όμως την είδαν τότε λόγω της πανδημίας. Εκτοτε έχει εμπλουτιστεί σημαντικά από το V&A, ενσωματώνοντας τις βαθιές βρετανικές συνδέσεις της Σανέλ και εμβαθύνοντας στα δικά της αρχεία, που ενισχύθηκαν σημαντικά τη δεκαετία του 1970 από τον Σέσιλ Μπίτον, ο οποίος είχε πάθος για το V&A· ανησυχώντας ότι η υψηλή ραπτική πέθαινε, ο φωτογράφος της βρετανικής αριστοκρατίας, της μόδας, της πολιτικής και της κουλτούρας άρχισε να καλεί τους πελάτες οίκων μόδας να κάνουν δωρεές στο μουσείο.

Το «Fashion Manifesto», γράφει στην Telegraph η Λίζα Αρμστρογκ  επιχειρεί στην ουσία να περιγράψει τι έκανε η Σανέλ για τις γυναίκες· και έκανε αρκετά, όχι επειδή ήταν αλτρουίστρια αλλά επειδή αυτό που ήταν καλό για την Κοκό, αποδείχτηκε καλό και για τις γυναίκες σε όλο τον κόσμο.

H Ντόροθι και στο βάθος ένας παπάς, στο Παρίσι το 1960 (© William Klein)

«Εκανε ό,τι έπρεπε για να επιβιώσει», θα έλεγε αργότερα η ανιψιά της, Γκαμπριέλ Λαμπρουνί. Σε κάθε περίπτωση, η Σανέλ είναι μια σημαντική προσωπικότητα του πολιτισμού του 20ου αιώνα και η ακύρωσή της στον 21ο αιώνα θα ήταν αυτογκόλ, γράφει η Αρμστρογκ. Στην πράξη, ενσάρκωσε πολλές φεμινιστικές –και θηλυκές– βασικές αρχές και τα ρούχα της υπήρξαν τόσο το μέσο όσο και το μήνυμα για τις γυναίκες, που αναζητούσαν μια παρόμοια αίσθηση ελευθερίας. Η Σανέλ, απλά, άλλαξε για πάντα τον τρόπο που ντυνόμαστε.

Οκτώ καινοτομίες από την Κοκό Σανέλ 
Αρωμα Chanel No 5

Μπορεί να φαίνεται προκλητικό το να βάζεις ένα άρωμα πάνω από τις πολλές καινοτομίες της Κοκό Σανέλ, αλλά όπως λέει η Κάλεν, «Από τότε που κυκλοφόρησε, το Chanel No 5 στήριξε την αυτοκρατορία Chanel».  Το άρωμα παρουσιάστηκε στις 5 Μαΐου 1921 (η Chanel ήταν πιστή αριθμολόγος)· και πάνω από έναν αιώνα μετά εξακολουθεί να φαίνεται σύγχρονο όσο λίγα άλλα αρώματα· ήταν ένα πραγματικά ριζοσπαστικό άρωμα εκείνη την εποχή, φτιαγμένο από ένα μείγμα φυσικών συστατικών (γιασεμί, τριαντάφυλλο, σανταλόξυλο, υλάνγκ-υλάνγκ και νερόλι) με αλδεΰδες, που μόλις πρόσφατα είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούνται από τους αρωματοποιούς.

Η Μέριλιν Μονρόε βάζει άρωμα Chanel No. 5 καθώς ετοιμάζεται να βγει στη Νέα Υόρκη, το 1955. Αν και ελαφρώς τροποποιημένο το άρωμα Νο 5 συνεχίζει σταθερά να πωλείται από το 1921 (Ed Feingersh/Michael Ochs Archives/Getty Images)

Ηταν πολύ πιο περίεργο και περίπλοκο από τα αρώματα τριαντάφυλλου, λεβάντας και μόσχου που ήταν τότε δημοφιλή. Χρόνια αργότερα, σε μια από τις πολλές ευφάνταστες αφηγήσεις της, η Σανέλ ισχυρίστηκε ότι είχε βρει τη σύνθεση μόνη της, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη νότια Γαλλία, όπου είχε αποσυρθεί για να θρηνήσει το θάνατο του αγαπημένου της Μπόι Κάπελ.

Η αλήθεια είναι ότι άρωμα δημιουργήθηκε το 1920 από τον Ερνέστ Μπο, τεχνικό διευθυντή των αρωμάτων Chanel από το 1924 έως το 1954,  όταν επέστρεψε από μια εκστρατεία στον Αρκτικό Κύκλο, σε μια προσπάθεια να αιχμαλωτίσει το φρέσκο άρωμα, που αποπνέουν οι λίμνες και τα ποτάμια εκεί. Και του πήρε αρκετά χρόνια για να βρει αλδεΰδες, που ήταν αρκετά σταθερές για να κρατήσουν και να ενισχύσουν το άρωμα.

Παρουσίασε εννέα επιλογές στη Σανέλ, από τις οποίες την κέρδισε η πέμπτη. Το επόμενο βράδυ –σύμφωνα με τη βιογραφία της Ζουστίν Πικαρντί «Coco Chanel: The Legend and the Life»– η Κοκό πήρε μαζί της ένα δείγμα από το νέο άρωμα, στο πιο μοδάτο εστιατόριο στις Κάννες, ψέκασε τον αέρα γύρω από το τραπέζι της και περίμενε τις αντιδράσεις.

Tο 1924 δημιουργήθηκε το πρώτο κόκκινο κραγιόν Chanel και ακολούθησε μια ολόκληρη σειρά πολυτελών προϊόντων ομορφιάς (Chanel/Facebook)

Δεν ήταν η πρώτη couturier που κυκλοφόρησε ένα άρωμα με τιο όνομά της· το είχε κάνει ήδη ο πρωτοπόρος Πολ Πουαρέ το 1911. Αλλά ήταν η πρώτη, που έκανε μαζική παραγωγή, αναγνωρίζοντας ότι η απήχησή του θα μπορούσε να εκτείνεται πολύ πέρα από τους πλούσιους πελάτες της, στις μπουτίκ της στην Ντοβίλ, το Παρίσι και το Μπιαρίτζ .

Ο ιδιοκτήτης των Galeries Lafayette, ενός από τα κορυφαία γαλλικά πολυκαταστήματα, που την υποστήριξε από τις πρώτες μέρες της όταν ακόμη ήταν καπελού, τη σύστησε στον Πιέρ Βερταϊμέρ, ο οποίος μαζί με τον αδερφό του Πολ είχαν μετατρέψει το Bourjois, έναν οίκο θεατρικού μακιγιάζ σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες καλλυντικών στη Γαλλία. Η Σανέλ χρειαζόταν τα εργοστάσιά τους για να πετύχει το όνειρό της να παράγει βιομηχανικές ποσότητες Νο 5. Οι αδελφοί Βερταϊμέρ συμφώνησαν με την προϋπόθεση να έχουν το 70% των Les Parfums Chanel. Η Κοκό κράτησε το 10% και ο Τεοφίλ Μπαντέρ, ιδιοκτήτης των Galeries Lafayette, το υπόλοιπο 20% (οι Βερταϊμέρ, όμως θα το εξαγόραζαν αργότερα). Η ειρωνεία της τύχης είναι δε ότι η αντισημίτρια Κοκό θα όφειλε τη μετέπειτα οικονομική της ασφάλεια σε μια εβραϊκή οικογένεια…

Αυτό το 10% ήταν αρκετό για να κάνει την Κοκό τρομερά πλούσια. Ακολούθησαν και άλλα αρώματα και το 1924, κυκλοφόρησε το πρώτο της κόκκινο κραγιόν, πρελούδιο μιας πανίσχυρης σειράς ομορφιάς. Αλλά για το υπόλοιπο της ζωής της δυσανασχετούσε επειδή δεν είχε κρατήσει ένα μεγαλύτερο ποσοστό. Κάποια στιγμή, μάλιστα, κατά τη διάρκεια του πολέμου, σύμφωνα με τον Βον προσπάθησε να πάρει πίσω όλη την εταιρεία αρωμάτων, χρησιμοποιώντας τους νόμους των Ναζί για τους Αρειους.

Η γλυκιά ειρωνεία πάντως είναι ότι έναν αιώνα μετά, η εβραϊκή οικογένεια Βερταϊμέρ κατέχει όλη τη Chanel, η οποία, το 2022, απέφερε σχεδόν 20 δισ. ευρώ.

Σήμερα, το Chanel No 5, κάπως τροποποιημένο αλλά όχι έτσι ώστε να μην αναγνωρίζεται, παραμένει ένα από τα 10 κορυφαία bestseller αρώματα παγκοσμίως. Διαφημίστηκε σαν κάτι που «οι γυναίκες θα αγόραζαν οι ίδιες», αντί να τους χαρίσει ένας άνδρας κάτι άλλο που δεν θα ήταν του γούστου τους, και είναι ο ακρογωνιαίος λίθος ολόκληρης της επιχείρησης. Ενα πρωτότυπο, εύθραυστο πλέον, μπουκάλι παρουσιάζεται στην έκθεση «Fashion Manifesto».

Το μικρό μαύρο φόρεμα (LBD)

Και άλλοι σχεδιαστές είχαν σχεδιάσει μαύρα φορέματα προηγουμένως. «Η αλήθεια είναι ότι μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλές γυναίκες ντύθηκαν πένθιμα», λέει η Κάλεν, «Αλλά το μικρό μαύρο φόρεμα της Chanel ήταν πολύ άνετο». Η Vogue αποκάλεσε τα μαύρα φορέματα της Κοκό Σανέλ του 1926 τα «Ford της μόδας»: «Ηταν το απόλυτο φόρεμα για κάθε περίσταση, μια ριζοσπαστική μοντέρνα ιδέα γιατί μέχρι τότε οι γυναίκες άλλαζαν ρούχα πέντε φορές την ημέρα», λέει η Κάλεν.

Το μοντέλο Μάριον Μορχάους με μαύρο φόρεμα με κρόσσια Chanel στη Νέα Υόρκη, το 1962 (Edward Steichen/Condé Nast/Shutterstock)

Αναμφίβολα τα παιδικά της χρόνια στο μοναστήρι, περιτριγυρισμένη από μοναχές με μονόχρωμες συνήθειες σε ένα σπαρτιάτικο περιβάλλον, πυροδότησε τον ενθουσιασμό της για τον μινιμαλισμό, αλλά το ίδιο έκανε και η αγάπη της για το δράμα και την αντίθεση. Οταν όλα γύρω ήταν υπερφορτωμένα, είδε τη δύναμη της συγκράτησης. Ηξερε επίσης τη δύναμη της υπογραφής. Αν και δεν μάρκαρε ανοιχτά τα ρούχα της, ανέπτυξε διακριτικούς κώδικες. «Υπάρχει ένα συγκεκριμένο LBD στην έκθεση», λέει η Κάλεν, «ζέρσεϊ, μακρόταλο, με μακριά μανίκια, που ήταν σχετικά εύκολο να αντιγραφεί. Της άρεσε η ιδέα. Ηξερε ότι θα έκανε το όνομά της ακόμα πιο διάσημο αν οι γυναίκες κυκλοφορούσαν ντυμένες σε στυλ “Chanel-esque”».

«Costume jewelry», φανταχτερά «faux» κοσμήματα

Εκείνη την εποχή, ήταν πολύ τολμηρή πράξη να πειστούν αριστοκράτες με τιάρες στα θησαυροφυλάκια τους να πληρώσουν τεράστια ποσά για κοσμήματα «faux» (ψεύτικα), αλλά η Κοκό Σανέλ με τα μπιχλιμπίδια της, μπαρόκ μεν αλλά κομψά και μοντέρνα, το πέτυχε.

Mοντέλο σε επίδειξη του οίκου στο Παρίσι το 1985 με σκουλαρίκια Chanel (Victor VIRGILE/Gamma-Rapho via Getty Images)

Ονόμασε τα ψεύτικα κοσμήματά της «Costume jewelry» με την έννοια  ότι ήταν σχεδιασμένα για να συνοδεύουν ένα συγκεκριμένο ντύσιμο. Επέμενε ότι «δεν είναι φτιαγμένα για να προκαλούν την επιθυμία, απλώς την έκπληξη. Πρέπει να παραμείνουν στολίδια και διασκέδαση». Και ενθάρρυνε τον συνδυασμό αληθινών κοσμημάτων και «costume jewelry» σε τολμηρές συνθέσεις πάνω στα κατά τα άλλα μινιμαλιστικά της ρούχα.

Τα σχέδια της Κοκό ήταν αρκετά ολοκληρωμένα· έτσι, το 1932, λάνσαρε την πρώτη της κολεξιόν με εκλεκτά κοσμήματα, παρουσιάζοντάς τη ως έκθεση και χρεώνοντας εισιτήριο. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν, και η συλλογή ξεπούλησε… Δένοντας ψεύτικα μαργαριτάρια σε περίτεχνες καρφίτσες ή σε αλυσίδες που κρέμονταν σε μια γυμνή πλάτη και τυλίγονταν χαλαρά γύρω από τους καρπούς, έκανε τα μαργαριτάρια να φαίνονται μοντέρνα και σέξι. Πριν από τη Chanel θεωρούνταν παλιομοδίτικα ή κάπως παιδικά.

Η ίδια η Σανέλ, χάρη στις σχέσεις της με τον δούκα του Ουέστμινστερ και τη δική της επιτυχημένη καριέρα, συγκέντρωσε μια υπέροχη συλλογή από πολύτιμα κοσμήματα, τα οποία φορούσε σχεδόν πάντα. Η μικρή μοδίστρα προτιμούσε τα αληθινά κοσμήματα αφήνοντας την αριστοκρατία να φοράει ψεύτικα…

Αίσθηση άνεσης και ευκολίας

Είναι τρομερό να σκεφτεί κανείς ότι η γυναίκα, που έφερε στη μόδα την άνεση, την αγάπη για τα σπορ ρούχα και μια αίσθηση χορευτικής κομψότητας (Η Σανέλ ήταν γενναιόδωρη προστάτιδα των Ballets Russes και είχε μια θυελλώδη σχέση με τον συνθέτη τους Ιγκόρ Στραβίνσκι), είχε περάσει τα πρώτα χρόνια της ζωής της φορώντας κορσέδες με μπαλένες και γιάρδες από εδουαρδιανές σούρες.

Ανετα φορέματα της μεγάλης δημιουργού παρουσιάζονται στην αναδρομική έκθεση «Gabrielle Chanel. Fashion Manifesto» (© CHANEL / Nicholas Alan Cope)

Αλλά από το 1914 και μετά, με το αλάνθαστο ένστικτό της για το μέλλον, γοητεύτηκε από τα ανδρικά ρούχα, επιλέγοντας κομμάτια από την αθλητική γκαρνταρόμπα του Μπόι Κάπελ (ήταν παίκτης του πόλο). «Αφού είσαι τόσο δεμένη μαζί τους», της είπε ο Κάπελ, «θα σε πάω να σου φτιάξει κομψά ρούχα ένας  άγγλος ράφτης». Πολλά από αυτά που θα παρουσίαζε, λοιπόν, στη ναυαρχίδα των μπουτίκ της, στην παρισινή Rue Cambon (απέναντι από το αγαπημένο της ξενοδοχείο «Ritz»), είχαν τις ρίζες τους στη λονδρέζικη Σάβιλ Ρόου.

Τα παντελόνια με πιέτες, τα μεταξωτά φορέματα του τένις, τα δίχρωμα brogue, τα οποία μεταμόρφωσε σε γόβες με χαμηλό τακούνι, τα ριγέ μπλουζάκια και τα μακριά, λεπτά σακάκια της, τα οποία όφειλαν τη γέννησή τους στα κάρντιγκαν που φορούσαν ο Κάπελ και ο Δούκας του Γουέστμινστερ, θα γίνονταν όλα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Chanel. Δεν ήταν μόνο χρήσιμα και κομψά ρούχα. Συνόψιζαν στάσεις ανδρικής αυτοπεποίθησης και μια καλή αίσθηση, «bien dans sa peau», που ήθελε η Chanel για όλες τις πελάτισσές της.

Οι υπερμεγέθεις, ατημέλητες και «boyfriend» αναλογίες του σήμερα οφείλουν την ύπαρξή τους στην κομψότητα με την οποία τις διαπότισε πριν από έναν αιώνα. Η κίνηση και η ροή προήλθαν από την αγάπη της για τον χορό και τον αθλητισμό, και τα ρούχα που γέννησαν. Το πιο παλιό ένδυμα στην έκθεση είναι ένα μεταξωτό φόρεμα του τένις με ναυτικό γιακά από το 1916.

Το τουίντ ταγιέρ

Η αγάπη της Κοκό Σανέλ για το τουίντ έχει τις ρίζες της στην αγάπη της για τον Μπέντορ, τον 2ο δούκα του Γουεστμίνστερ, με τον οποίο είχε μια δεκαετή σχέση από το 1923. Η Κοκό περνούσε τόσο πολύ χρόνο στη Βρετανία –όχι μόνο στο Λονδίνο, αλλά και στα κτήματά του στο Τσέσαϊρ και στο Λόχμορ στη Σκωτία, καθώς και στο τεράστιο γιοτ του δούκα, με το οποίο περιπλανιόνταν στη Μεσόγειο–  ώστε είναι πράγματι εκπληκτικό το πώς κατάφερε να διευθύνει ταυτόχρονα μια επιτυχημένη επιχείρηση στη Γαλλία. Το 1927, άνοιξε επίσης μια μπουτίκ στην οδό Ντέιβις στο Μεϊφέαρ, κοντά στη γεωργιανή έπαυλη του Μπέντορ.

Ενα από τα εμβληματικά μάλλινα τουίντ ταγιέρ Chanel με τα χαρακτηριστικά επιχρυσωμένα μεταλλικά κουμπιά από την κολεξιόν «Φθινόπωρο-Χειμώνας 1964» (© Patrimoine de CHANEL, Paris / Nicholas Alan Cope)

Και έφερε μεν στο Λονδίνο τη νεανική παριζιάνικη κομψότητά της, κατάλαβε όμως επίσης την τοπική αγορά, σχεδιάζοντας φορέματα για τις ιπποδρομίες του Royal Ascot και τους χορούς, τα πάρτι και άλλες εκδηλώσεις της Season (κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού) και λανσάροντας τα τουίντ ταγιέρ που βασίζονταν στα σπορ τουίντ του Μπέντορ, τα οποία δανειζόταν και φορούσε παλιότερα. Εντόπισε, μάλιστα, υφαντουργεία στη Σκωτία και στο Καρλάιλ όπου της έφτιαχναν τα δικά της σχέδια. Μάλιστα, ο Linton στο Καρλάιλ εξακολουθεί να φτιάχνει τουίντ υφάσματα για τον οίκο Chanel.

Τα ταγιέρ της Chanel ήταν στενά, αλλά αποδομημένα, με ελάχιστη ή καθόλου επένδυση βάτας στους ώμους, επενδεδυμένα με μεταξωτή φόδρα, ζυγισμένα με μια λεπτή χρυσή αλυσίδα ραμμένη στο στρίφωμα, μασχάλες κομμένες ψηλά για να δημιουργούν ένα στενό, κομψό μανίκι που εξακολουθούσε να επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση των χεριών.

Για το comeback show της το 1954, μετά από απουσία 15 ετών (έκλεισε τον οίκο ραπτικής της το 1939 με το ξέσπασμα του πολέμου και το 1945 μετακόμισε στην Ελβετία), ξανασχεδίασε τα ταγιέρ της για τη νέα εποχή. Με πιο κοντά σακάκια – τζάκετ, πιο κοντές, αλλά πάντα στενές φούστες, ήταν μια βελτιωμένη, κομψά ρεαλιστική απάντηση στο over-the-top, New Look του 1947, του Dior. Και, όπως συνέβη με την υπόλοιπη κολεξιόν της, οι αμερικανοί συντάκτες μόδας άρχισαν να την επευφημούν.

Το μπουκλέ ταγιέρ παρέμεινε κλασικό έκτοτε, φορέθηκε από διασημότητες όπως οι Τζάκι Κένεντι, Λόρεν Μπακόλ, Μάρλεν Ντίτριχ, Ζαν Μορό, πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό και πολλές άλλες.  Αργότερα, ο Καρλ Λάγκερφελντ θα διασκέδαζε ατελείωτα, παρουσιάζοντας το μπουφάν Chanel «Scuba» Jacket από ύφασμα τζιν, φροντίζοντας να παραμείνει για πάντα επίκαιρο καθώς εκατομμύρια γυναίκες θα φορούσαν κάποια εκδοχή του. Τη δεκαετία του 1960, η Κοκό ανέτρεψε επίσης το δικό της «μνημείο», φτιάχνοντάς το με πούλιες και έντονα χρώματα. Δεν μπορούσε να μείνει εντελώς μακριά από την εποχή που ζούσε,  ούτε το ήθελε. Η προσαρμοστικότητα του σακακιού της είναι απόδειξη της ιδιοφυΐας της.

Το ζέρσεϊ της ελευθερίας

Μέχρι το 1913, που η Σανέλ άρχισε να το χρησιμοποιεί για τις πρώτες της συλλογές, το ζέρσεϊ ήταν ένα χρηστικό ύφασμα που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για ανδρικά εσώρουχα, και κατηγορηματικά όχι από τις γυναίκες της καλής κοινωνίας.

Ζέρσεϊ φόρεμα της Κοκό Σανέλ, 1935 (© CHANEL / Nicholas Alan Cope)

«Τίποτα δεν είναι πιο όμορφο από την ελευθερία του σώματος», είπε κάποτε η Σανέλ. Και το ζέρσεϊ, ένα ρευστό, εύκαμπτο πλεκτό ύφασμα, τη βοήθησε να το πετύχει, αν και παραπονιόταν επίσης για το πόσο δύσκολο ήταν να το κάνει να φαίνεται πολυτελές. Αλλά ήταν επίσης φθηνό, πράγμα σημαντικό όταν ξεκινούσε την επιχείρησή της και ήθελε να έχει ανταγωνιστικές τιμές.

Ως νεαρή κοπέλα, ένιωθε λαχτάρα για τα δαντελένια φορέματα σε παστέλ χρώματα, που δεν μπορούσε ποτέ να έχει. Και όταν τα άντεχε οικονομικά, δεν τα ήθελε πια. και μάλλον είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν της πήγαιναν καν. «Η εποχή των υπερβολικών φορεμάτων έχει περάσει», είπε στον φίλο της Πολ Μοράν, ο οποίος, κατόπιν εντολής της, έγραψε ένα από τα πολλά απομνημονεύματα για εκείνη.

Η τσάντα «2.55»

Η Κοκό Σανέλ είχε σχεδιάσει τσάντες και στο παρελθόν. Αλλά το 1955 χρειαζόταν κάτι τοτεμικό που θα την έστεφε βασίλισσα πλάι στον βασιλιά Ντιόρ, ενώ θα αντιπροσώπευε επίσης αυτό που οι γυναίκες ολοένα και περισσότερο φιλοδοξούσαν να αποκτήσουν: ανεξαρτησία. Μπορούσε να το κάνει αυτό μια τσάντα; Φυσικά και μπορούσε αν ήταν ελαφριά, δεν χρειαζόταν να την κρατάς (hands-free), απαλή και φιλική.

Αντί για χερούλι, η «2.55» (ονομάστηκε έτσι από τον μήνα Φεβρουάριο και το έτος 1955 που κυκλοφόρησε) είχε μια μακριά χρυσή αλυσίδα και μπορούσε να φορεθεί στον ώμο ή να μπει μέσα στην τσάντα και να μετατραπεί σε clutch.  Ηταν απαλή χάρη στο καπιτονέ δέρμα αρνιού (άλλη μια άλλη πολύτιμη υπογραφή του οίκου Chanel). Μια εξωτερική τσέπη την έκανε ακόμη πιο λειτουργική, ενώ η εσωτερική μπορντό επένδυση υποτίθεται ότι αντιπροσώπευε το χρώμα της στολής, που φορούσε η Κοκό στο μοναστήρι.

Ενσάρκωση της απόλυτης κομψότητας, η γαλλίδα Μαρί-Ελέν Αρνό, μοντέλο και πρόσωπο του οίκου, ντυμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με Chanel με ένα σύνολο τουίντ από την κολεξιόν «φθινόπωρο / χειμώνας 1959-1960 και την εμβληματική τσάντα «Mademoiselle 2.55» και δίχρωμες γόβες Chanel (© CHANEL)

Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Λάγκερφελντ πέρασε δέρμα στην αλυσίδα για να την κάνει πιο άνετη στον ώμο, και αρκετά μακριά για να φοριέται χιαστί, και πρόσθεσε δύο διπλά μεταλλικά C στο καπάκι· χυδαία μεν για τα πρότυπα της Κοκό (το μοντέλο χωρίς τα C, που θεωρείται πιο αριστοκρατικό από τους γνωρίζοντες, ονομάζεται «Mademoiselle», όπως της απευθυνόταν πάντα το προσωπικό της), αλλά αποδείχτηκε εξαιρετικά δημοφιλής.

Η «2.55», ή «Flap Bag», έχει εμφανιστεί σε εκατοντάδες διαφορετικές εκδοχές και υλικά, από ζέρσεϊ και χόρτο (ράφια) μέχρι χάντρες και σατέν. Εχουν γεννηθεί αμέτρητες κόπιες της και, μαζί με τις «Kelly» και «Birkin» του οίκου Hermès, είναι μια από τις λίγες τσάντες που πωλούνται περισσότερο σε καταστήματα ειδών vintage παρά σε μπουτίκ. Καθόλου ασήμαντο κατόρθωμα δεδομένου ότι, από την πανδημία, η Chanel αύξησε τις τιμές της «2,55» πάνω από 30%, προκαλώντας την οργή των θαυμαστριών της ενώ ταυτόχρονα τις έκανε να την ποθούν ακόμη περισσότερο.

Οι δίχρωμες γόβες

Μια φωτογραφία της Κοκό Σανέλ με τον σταρ των Ballet Russes, Σερζ Λιφάρ,  από το 1937, δείχνει την σχεδιάστρια με δίχρωμες εσπαντρίγιες. Δύο δεκαετίες αργότερα θα επεξεργαζόταν την ιδέα, και στη κολεξιόν της του 1957, θα λανσάριζε δίχρωμες εξώφτερνες γόβες με τακούνι 5 εκατοστών.

Αυτό το πρωτότυπο παπούτσι Chanel παρουσιάστηκε σε μια από τις αγαπημένες της αποχρώσεις, καμηλό με μαύρες μύτες, και σχεδιάστηκε για να μεταφέρει μια γυναίκα από την ημέρα στη νύχτα. Αλλά υπήρχαν και άλλα χρώματα, πάντα με το πιο σκούρο άκρο μπροστά για να προστατεύει το παπούτσι δίνοντάς του ταυτόχρονα έναν αριστοκρατικό τόνο: «Με τέσσερα ζευγάρια παπούτσια μπορώ να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο», δήλωnε η Κοκό.

Εκτοτε οι γυναίκες περπατούν φορώντας συστηματικά Chanel. Ο Λάγκερφελντ έπαιζε διαρκώς με το κλασικό μοντέλο της Mademoiselle, με πιο διάσημη την, πλέον καλτ, εκδοχή της μπαλαρίνας που κυκλοφόρησε το 1986. Το μοντέλο του 2015 ήταν πιο ακριβές και έκτοτε μπεστ σέλερ.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...