771
O Ριμπερί προσπαθεί να κρύψει τα δάκρυά του αποχαιρετώντας τους οπαδούς της Σαλερνιτάνα | Facebook/Franck Ribéry

Φρανκ Ριμπερί: Ο «σημαδεμένος» που νίκησε τις ατυχίες του

Sportscaster Sportscaster 23 Οκτωβρίου 2022, 13:08
O Ριμπερί προσπαθεί να κρύψει τα δάκρυά του αποχαιρετώντας τους οπαδούς της Σαλερνιτάνα
|Facebook/Franck Ribéry

Φρανκ Ριμπερί: Ο «σημαδεμένος» που νίκησε τις ατυχίες του

Sportscaster Sportscaster 23 Οκτωβρίου 2022, 13:08

Το είχε ανακοινώσει την Παρασκευή, μέσω των social media, σε τέσσερις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά). Και το Σάββατο, στο Σαλέρνο, στον αγώνα της Σαλερνιτάνα με τη Σπέτσια (1-0), έγραψε τον επίλογο της ένδοξης καριέρας του, γνωρίζοντας την αποθέωση από τους οπαδούς της τελευταίας του ομάδας.

Με τόσους πολλούς και σοβαρούς τραυματισμούς που πέρασε, ίσως και ο ίδιος ο Φρανκ Ριμπερί να μην περίμενε πως θα έπαιζε μπάλα μέχρι τα 40 (έκλεισε τα 39 στις 7 του περασμένου Απριλίου).

Εμαθε να παλεύει με την ατυχία από την ημέρα που γεννήθηκε. Τους βιολογικούς του γονείς δεν τους γνώρισε, καθώς τον εγκατέλειψαν στα σκαλιά ενός μοναστηριού. Υιοθετήθηκε από ένα φτωχό ζευγάρι στη Βουλώνη: τον οικοδόμο Φρανσουά Ριμπερί και την νταντά Μαρί – Πιερ. Ηταν, μόλις, δυο ετών όταν ένα τροχαίο ατύχημα (το αυτοκίνητο των γονιών του συγκρούστηκε με φορτηγό), λίγο έλειψε να κόψει το νήμα της ζωής του.

Καθόταν στο πίσω κάθισμα και «εκτοξεύθηκε» από το παρμπρίζ αρκετά μέτρα μακριά. Οι γιατροί κατάφεραν να τον σώσουν, όμως χρειάστηκε να του κάνουν 100 ράμματα στο κεφάλι. Οι αντιαισθητικές –για πολλούς, αποκρουστικές– ουλές, που έμειναν χαραγμένες στο πρόσωπό του, έκαναν τα παιδικά του χρόνια κόλαση. Αλλά, καθώς μεγάλωνε, τον βοήθησαν να «χτίσει» έναν δυνατό χαρακτήρα.

Οι συμμαθητές του τον αποκαλούσαν «Κουασιμόδο», ή «Σημαδεμένο». Τα επίμονα βλέμματα του κόσμου, γεμάτα οίκτο και απέχθεια, ήταν η καθημερινότητα των τρυφερών του χρόνων. Οπου κι αν πήγαινε, όλοι τον κοιτούσαν περίεργα. «Ποτέ δεν ασχολήθηκαν μαζί μου επειδή ήμουν καλός άνθρωπος, ή καλός ποδοσφαιριστής, αλλά μόνο λόγω της ουλής. Αυτό ήταν πολύ σκληρό. Οταν είσαι μικρός, υποφέρεις κάθε φορά που σπάνε πλάκα μαζί σου. Αλλά δεν πήγα ποτέ στη γωνία να κλάψω», είχε εξομολογηθεί το 2018 στο Canal+.

Αν και ένας καλός πλαστικός χειρουργός θα μπορούσε να διορθώσει την εικόνα του, εκείνος άφησε τα σημάδια του να γίνουν το «σήμα κατατεθέν» του. Το γιατί, το έχει εξηγήσει σε συνεντεύξεις του. «Χωρίς τις ουλές θα ήμουν ένα κανονικό αγόρι. Αυτές μου έδωσαν τη δύναμη να γίνω αυτό που είμαι σήμερα. Κάποια στιγμή είπα “ως εδώ”. Εμαθα να βγάζω τον θυμό μου μέσα από το ποδόσφαιρο. Νιώθω περήφανος για όσα πέρασα τότε. Δεν ήταν εύκολο, γι’ αυτό σήμερα αγαπώ τη ζωή μου και το πρόσωπό μου».

Ούτε τα πρώτα του χρόνια στο ποδόσφαιρο ήταν ρόδινα. Επειτα από τρία χρόνια στις ακαδημίες της Λιλ, τον απέρριψαν επειδή ήταν μικροκαμωμένος (αλλά και γιατί δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του). Το πρώτο σημαντικό βήμα στην καριέρα του το έκανε σχετικά αργά, στα 21 του, όταν υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο στη Μετς (2004) και αγωνίστηκε για πρώτη φορά στην Α’ Κατηγορία.

Υστερα έπαιξε στη Γαλατασαράι και στη συνέχεια στη Μαρσέιγ. Είχε έρθει η ώρα να ανεβεί σε μια από τις πιο φημισμένες ποδοσφαιρικές σκηνές, όπου πρωταγωνίστησε επί 12 χρόνια. Από το 2007 έως το 2019, στην Μπάγερν ξεδίπλωσε όλες του τις αρετές, και εξελίχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους εξτρέμ της γενιάς του.

Η «αέρινη» ντρίμπλα του, η ταχύτητα και η άψογη τεχνική του, έγιναν αντικείμενο θαυμασμού. Το 2009 συνάντησε τον Αριεν Ρόμπεν, για να συνθέσουν μαζί ένα «δίδυμο» με το προσωνύμιο «Robbery», το οποίο αναστάτωνε τις αντίπαλες άμυνες. Ο Ζινεντίν Ζιντάν τον έχει χαρακτηρίσει ως «κόσμημα» του γαλλικού ποδοσφαίρου. Μεταξύ άλλων, του έχουν πλέξει το εγκώμιο ο Πεπ Γκουαρντιόλα, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ και ο Καρλ-Χάιντς Ρουμενίγκε.

Στα 36 αποχώρησε από τη Βαυαρία, λόγω ηλικίας. Ταλαιπωρημένος από πολλούς, σοβαρούς τραυματισμούς, θα ήταν λογικό να αποσυρθεί από τα γήπεδα. Εκείνος, όμως, συνέχισε στην Ιταλία. Πρώτα στη Φιορεντίνα και έπειτα στη Σαλερνιτάνα.

Εχει τονίσει πως μόνο την οικογένειά του βάζει πάνω από το ποδόσφαιρο: τη σύζυγό του, Βαχίμπα, την οποία ερωτεύθηκε στα 16 του (για να την παντρευτεί, ασπάστηκε το Ισλάμ), και τα πέντε τους παιδιά. «Είναι η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου», τονίζει συχνά.

Και με τεράστια κατανόηση, όπως αποδείχτηκε το 2010, όταν ο «καλός της» ενεπλάκη σε ένα «ροζ σκάνδαλο». Μαζί με τους συμπαίκτες του στην εθνική Γαλλίας, Καρίμ Μπενζεμά και Σίντνεϊ Γκοβού, είχαν συνευρεθεί ερωτικά, επί πληρωμή, με μια 17χρονη ιερόδουλη, χωρίς να γνωρίζουν ότι η κοπέλα ήταν ανήλικη. Ευτυχώς για εκείνους, το παραδέχτηκε η ίδια στο δικαστήριο.

Επειτα από τη δημοσιότητα που είχε πάρει η υπόθεση, η καλλονή από το Μαρόκο, Ζαϊά Ντεάρ, έκανε σπουδαία καριέρα στο μόντελινγκ (υπήρξε μούσα του διάσημου σχεδιαστή μόδας Καρλ Λάγκερφελντ).

Το 2013 αναδείχθηκε κορυφαίος ποδοσφαιριστής της Ευρώπης, όμως δεν κατάφερε να κερδίσει τη «Χρυσή Μπάλα». Είναι το μεγάλο του παράπονο, όπως εξομολογήθηκε στην Equipe το 2019: «Η τρίτη θέση ήταν μια τεράστια αδικία, εκείνη τη σεζόν δεν είχα τίποτα να ζηλέψω από τον Ρονάλντο και τον Μέσι».

«Υπάρχουν κάποια φώτα που απλά δεν μπορούν να σβήσουν», έγραφε ένα από τα πανό που κρέμασαν στο Στάντιο Αρέχι οι οργανωμένοι οπαδοί της Σαλερνιτάνα για να αποχαιρετήσουν τον Ριμπερί.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...