855
|

Ο ευεργέτης μου, ο Αχμέτ

Κώστας Ρεσβάνης Κώστας Ρεσβάνης 6 Απριλίου 2013, 00:40

Ο ευεργέτης μου, ο Αχμέτ

Κώστας Ρεσβάνης Κώστας Ρεσβάνης 6 Απριλίου 2013, 00:40

Όταν ακούω για «ενσωμάτωση» ξένων υπηκόων και αλλοθρήσκων στην ελληνική κοινωνία, κουμπώνομαι. Διότι το θέμα δεν είναι η τεχνητή αναπαραγωγή νέων «ελληνοχριστιανών» με διάφορα κόλπα (βαφτίσεις κ.λπ.) και συχνά εκβιασμούς, αλλά η δημιουργία προϋποθέσεων για αρμονική συνύπαρξη σε ένα περιβάλλον θεσμικό και κοινωνικό, που σέβεται ενσυνείδητα τη διαφορετικότητα και πασχίζει για μια πολύπλευρη αλληλεγγύη. Ό,τι πιο ευχάριστο γι’ αυτό το θέμα ήταν η πρόσφατη απόφαση του Μπουτάρη και του Καμίνη να δημιουργήσουν -επιτέλους(!)- χώρους προσευχής για τους μουσουλμάνους στις πόλεις τους. Ας αφήσουμε στην άκρη τους αφιονισμένους και τους πολιτικάντηδες να μιζάρουν στην πατριδοκαπηλία, στη «χριστιανοσύνη» τους και στο προσχεδιασμένο μίσος. Σε αυτή την καθημερινή μάχη αν κάτι σώζει είναι η κατανόηση και η αλληλεγγύη. Το ένιωσα προσωπικά πριν πολλά χρόνια και με χάραξε για πάντα.

Το μακρινό 1966, έχοντας εγκαταλείψει, ένα χρόνο πριν, την Ιατρική Σχολή με στέλνει η φιλτάτη πατρίς, ως χαρακτηρισμένο Αριστερό, μουλαρά στο Τάγμα Ορεινών Μεταφορών (ΤΟΜ), στο Αργος Ορεστικό της Καστοριάς. Εκείνα τα χρόνια αυτή την ειδικότητα έδιναν κυρίως σε τρεις κατηγορίες: Σε εγγράμματους, φοιτητές και πτυχιούχους Αριστερούς, σε αναλφάβητους και σε μουσουλμάνους της Βόρειας Ελλάδας. Μετά από υποτυπώδη εκπαίδευση, το παράταιρο ανθρώπινο μείγμα μπαίνει στους στάβλους με τα θηριώδη μουλάρια κρατώντας τη στλεγγίδα στο χέρι. Κάμποσα τρυφερά πόδια σαν και μένα, με τα γυαλάκια μας, έντρομοι από τα χλιμιντρίσματα και τις κινήσεις των ζώων, δίσταζαν να τα πλησιάσουν και ας ούρλιαζε ο λοχίας. Ξαφνικά, με αρπάζει ένα δυνατό χέρι. «Μη φοβάσαι, ντόκτορ…(προσωνύμιο από τις ημιτελείς σπουδές μου)… Φώναξε στο ζώο «άνοιξε», άρπα το γερά από το χαλινάρι να καταλάβει ότι εσύ είσαι ο αφέντης και άρχισε να το καθαρίζεις… Να έτσι…».

Ήταν ο Αχμέτ, ένας γεροδεμένος μουσουλμάνος από ορεινό χωριό της Κομοτηνής, που στρατεύθηκε στα 30 του χρόνια  επειδή η στρατολογία τον μπέρδεψε με κάποιον συγχωριανό του και τον κάλεσε όταν πια παντρεύτηκε και είχε αποκτήσει τρία παιδιά. Μια μέρα που βρέθηκα να φυλάω σκοπιά μακριά από το στρατόπεδο κοντά στις όχθες του Αλιάκμονα, άκουσα ένα χαμηλόφωνο μακρόσυρτο μουρμουρητό της προσευχής των μουσουλμάνων. Διακρίνω τον Αχμέτ και δεν τον διακόπτω. Σηκώνεται σε λίγα λεπτά από τη θέση της προσευχής, κάθεται οκλαδόν και αρχίζει το πιο σπαρακτικό τραγούδι -κάτι σαν αμανέ- που είχα ακούσει στη ζωή μου. Στις μικρές παύσεις ξεχώριζαν καθαρά οι λυγμοί του. Σε λίγο στη σκοπιά θα μου αφηγηθεί το μαρτύριό του. Άρρωστα τα δύο παιδιά του και η γυναίκα του έστειλε ένα γράμμα ζητώντας λεφτά αφού «οι γονείς σου μου δίνουν ίσα-ίσα για να τρώμε».

«Πού να βρω, ρε ντόκτορ, εδώ τα λεφτά; Οι γονείς μου είναι φτωχοί. Τι θα γίνουν τα παιδιά μου;». Του είπα μερικά αμήχανα λόγια παρηγοριάς, συζητήσαμε αρκετά, έμαθα πολλά για τη ζωή εκεί πάνω και γυρίσαμε στο στρατόπεδο. Την άλλη μέρα συζήτησα το θέμα με έναν μουσουλμάνο δάσκαλο, μουλαράς κι’ αυτός και καλό φιλαράκι. Αποφασίσαμε να μαζέψουμε οι δύο μας κάποια χρήματα από παιδιά εμπιστοσύνης και να τα στείλει αυτός στη γυναίκα του Αχμέτ. Απαράβατος όρος: Να μη μάθει κανένας άλλος ότι έδωσαν χρήματα και μη μουσουλμάνοι, διότι θα είχαμε άλλα τραβήγματα… Το επόμενο πρωί το έμβασμα έφευγε για το μακρινό χωριό της Κομοτηνής.

Πέρασαν περίπου δύο εβδομάδες και βρέθηκα σταβλοφύλακας, 12 με 3 τη νύχτα. (Καθήκοντα του σταβλοφύλακα είναι να προσέχει μη πλακωθούν στις κλωτσιές τα μουλάρια και τραυματιστούν, να τα ταΐζει και να καθαρίζει τις κοπριές τους). Λίγο πριν τελειώσει η υπηρεσία μου εισβάλει στο στάβλο ο διοικητής του τάγματος, ένας άγριος εθνικιστής κομμουνιστοφάγος, με συνοδεία έναν λοχία και έναν αλφαμίτη. Φοβήθηκα, γιατί ήξερα πόσο είχαν υποφέρει άλλοι συνάδελφοι από τον ανεξέλεγκτο γαλονά. Αρχίζει να εξετάζει την καθαριότητα του χώρου και των περίπου 50 μουλαριών και αλόγων και ανακαλύπτει στην οπλή του ενός πατημένη κοπριά και μια μικρή τούφα σανού. Φωνές, απειλές και εντολή στο λοχία: «Γράψτου 10 μέρες αυστηρά φυλάκιση». Που θα πει έκτιση της ποινής με εγκλεισμό στο πειθαρχείο. Αλλά αυτός ο βασανιστής είχε βάλει και το δικό του κερασάκι στην ποινή: Μία μέρα έδινε φαϊ στους τιμωρημένους και μία μόνο νερό!

Το πειθαρχείο ήταν ένα κελί με δύο ζευγάρια σιδερένιες κουκέτες και ένα καγκελόφραχτο παραθυράκι δίχως τζάμια, κάτι που πολλαπλασίαζε το καστοριανό ψοφόκρυο. Προσπαθώντας να ξεκλέψω λίγο ύπνο, κοντά στα μεσάνυχτα ακούω μια πέτρα να χτυπάει τα κάγκελα του παραθύρου. Αμέσως μετά και άλλη μία. Ανεβαίνω στην κουκέτα και βλέπω στο περβαζάκι του παραθύρου μισή κουραμάνα και ένα κουτάκι γάλα εβαπορέ! Με αυτά πέρασα την επόμενη μέρα. Η παράτολμη και παράνομη τροφοδοσία επαναλήφθηκε άλλες τέσσερις νύχτες έως ότου τελείωσε η τιμωρία.

Προσπάθησα τις επόμενες ημέρες με διάφορα μισόλογα να μάθω τον ευεργέτη μου. Μάταιος κόπος. Στόματα ερμητικά κλειστά – και δικαίως. Σε λίγες εβδομάδες ήρθε η μετάθεσή μου για το ΤΟΜ Ιωαννίνων. Δεν είχα κάνει είκοσι βήματα από την πύλη εξόδου και ακούω δυνατή φωνή: «Ντόκτορ…ντόκτορ, κάτι ξέχασες.…». Ο Αχμέτ είχε παραμερίσει τον αλφαμίτη της σκοπιάς και ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος μου. Αγκαλιαστήκαμε, μου κλείνει το μάτι και ψιθυρίζει: «Εγώ έκλεβα από τα μαγειρεία κουραμάνα και γάλα και στα έφερνα στο πειθαρχείο, γιατί τα λόγια που μου είπες στη σκοπιά δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, να το ξέρεις καρντάς…». Με χτυπάει στην πλάτη και μου δίνει ένα σακούλι με αυτό το κάτι που είχα «ξεχάσει». Ένα κουτί γάλα εβαπορέ, πρόσχημα να ξεγελάσει τον αλφαμίτη και να έχω κάτι για τον δρόμο…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News