1108
Οι αυξήσεις των τιμών που «καίνε» την αγοραστική δύναμη αποτελούν πρόβλημα για τον Μπάιντεν στις ΗΠΑ. Και για τον Μητσοτάκη στην Ελλάδα | Shutterstock

Γιατί ανησυχεί ο Μπάιντεν; Είναι οι τιμές, ανόητε

Protagon Team Protagon Team 13 Απριλίου 2024, 08:15
Οι αυξήσεις των τιμών που «καίνε» την αγοραστική δύναμη αποτελούν πρόβλημα για τον Μπάιντεν στις ΗΠΑ. Και για τον Μητσοτάκη στην Ελλάδα
|Shutterstock

Γιατί ανησυχεί ο Μπάιντεν; Είναι οι τιμές, ανόητε

Protagon Team Protagon Team 13 Απριλίου 2024, 08:15

Θυμάστε τη φράση «Είναι η οικονομία, ανόητε»; Επινοήθηκε από τον Τζέιμς Κάρβιλ, σύμβουλο στρατηγικής της επιτυχημένης εκστρατείας του Μπιλ Κλίντον το 1992, όταν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές και διαδέχτηκε το 1993 στον Λευκό Οίκο τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο.

Παραφράσσοντας τη διάσημη αυτή διατύπωση, οι Times του Λονδίνου επέλεξαν τον τίτλο «Είναι οι τιμές, ανόητε» για να εξηγήσουν γιατί η καλή πορεία της οικονομίας υπό τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν δεν του αποφέρει υψηλά ποσοστά δημοφιλίας. Oύτε περισσότερους πόντους στις μετρήσεις ενόψει των κρίσιμων προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου του 2024, όπου θα έχει αντίπαλο τον Ντόναλντ Τραμπ.

Tην ανάλυση υπογράφει ο Τζέραρντ Μπέικερ, ο οποίος αρθρογραφεί και στους λονδρέζικους Times, όντας παράλληλα αρχισυντάκτης της αμερικανικής οικονομικής εφημερίδας Wall Street Journal. «Αυτό που ενοχλεί περισσότερο το σύγχρονο κατεστημένο, τις έχουσες υψηλή μόρφωση και τεχνοκρατική καταξίωση ελίτ, οι οποίες μοχθούν ανιδιοτελώς για να σώσουν τους κατωτέρούς τους από το να περιπέσουν σε λάθη, είναι η απόλυτη αχαριστία των ανθρώπων επί των οποίων οι (εν λόγω ελίτ) γεννήθηκαν για να ηγούνται».

Παρένθεση. Το δικαιολογημένα ειρωνικό ύφος του Μπέικερ για όσους κρίνουν μόνο με βάση τους αριθμούς τη ζωή της μεσαίας τάξης, παραπέμπει στα επιχειρήματα του Σταν Γκρίνμπεργκ, πρώην συμβούλου του Μπιλ Κλίντον (στη χώρα μας έχει χτιστεί ένας μύθος για τον Γκρίνμπεργκ λόγω της συμβουλευτικής σχέσης του με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη).

Με ένα δικό του άρθρο, συμπτωματικά στους λονδρέζικους Times, τον Ιανουάριο, ο πολύπειρος δημοσκόπος είχε υποστηρίξει πως αν ο Τζο Μπάιντεν θέλει να νικήσει τον Τραμπ θα πρέπει να εγκαταλείψει τις ελίτ, οι οποίες συμφωνούν μεταξύ τους στους κύκλους της Ουάσινγκτον εθελοτυφλώντας για την οικονομική πραγματικότητα της μεσαίας τάξης.

♦ Διαβάστε: «Σταν Γκρίνμπεργκ σε Μπάιντεν: Για να νικήσεις, αγνόησε τις ελίτ»

Πίσω στην ανάλυση του Τζέραρντ Μπέικερ. «Αυτοί οι εκλεπτυσμένοι», γράφει στους Times του Λονδίνου, «της μόνιμης γραφειοκρατίας, των πανεπιστημίων και των μέσων ενημέρωσης περνούν τις μέρες τους εξηγώντας υπομονετικά στις βουβές μάζες τις αρετές του μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα, της επιλογής φύλου στην παιδική ηλικία, της αποφυλάκισης των εγκληματιών, της παγκόσμιας οικονομικής ολοκλήρωσης και των ανοιχτών συνόρων. Αλλά οι αχάριστες μάζες απλά δεν το εκτιμούν. Αντ’ αυτού, παραμένουν εγωιστικά προσκολλημένες στην πίστη τους για πράγματα όπως το βιολογικό φύλο, ο νόμος και η τάξη, οι καλές δουλειές, η εθνική ταυτότητα, η ασφάλεια των συνόρων και οι σόμπες αερίου».

Ο Μπέικερ εκτιμά πως αυτή η απόσταση ανάμεσα στις «βασικές αλήθειες της ζωής» που προτείνουν στις μάζες τα «προοδευτικά αφεντικά» και στην πραγματικότητα που βιώνουν οι μάζες αντανακλάται στη διαφορά απόψεων για το θέμα της οικονομίας καθώς βαδίζουμε προς τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.

Η δική τους οικονομική πραγματικότητα

Είναι αλήθεια ότι οι επιτελείς της εκστρατείας Μπάιντεν και κάποιοι φιλικοί προς τον Λευκό Οίκο αρθρογράφοι εκφράζουν ειλικρινή απορία για την αποδοκιμασία που δηλώνουν στις μετρήσεις οι αμερικανοί ψηφοφόροι για τους χειρισμούς του προέδρου της χώρας τους στην οικονομία.

Διότι τα λεγόμενα «Bidenomics», οι μαζικές κρατικές παροχές, οι επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια και σε έργα υποδομής γέννησαν όντως μια εντυπωσιακή οικονομική έκρηξη. «Κληρονόμησα μια οικονομία που βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού» δήλωσε ο Μπάιντεν στην ομιλία του για την «Κατάσταση της Ενωσης» τον περασμένο μήνα. «Σήμερα την οικονομία μας τη ζηλεύουν σε όλον τον κόσμο» πρόσθεσε.

Γιατί όμως η αίσθηση αυτή δεν έχει «περάσει» και στους ψηφοφόρους; Οπως τονίζεται στο άρθρο των Times, σύμφωνα με τον τελευταίο μέσο όρο των δημοσκοπήσεων της εταιρείας Real Clear Politics, μόλις το 39% των ψηφοφόρων εγκρίνει τους χειρισμούς του Μπάιντεν στην οικονομία. Το 57% τους αποδοκιμάζει. «Με τέτοια ποσοστά, η επανεκλογή είναι σχεδόν αδύνατη» σχολιάζει ο Μπέικερ.

Οι δείκτες, παρά ταύτα, είναι εντυπωσιακοί. Μετά την πανδημία οι ΗΠΑ απολαμβάνουν τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης από όλες τις μεγάλες οικονομίες, ενώ η ανεργία βρίσκεται εξαιρετικά χαμηλά, λίγο κάτω από το 4%. Ομως οι ψηφοφόροι δεν είναι ευχαριστημένοι από τη δική τους οικονομική πραγματικότητα.

«Δημοκρατικοί οικονομολόγοι όπως ο Πολ Κρούγκμαν –βραβευμένος με Νομπέλ, κάτοχος πολλαπλών καθηγητικών εδρών σε υψηλού κύρους (Ivy League) πανεπιστήμια και αρθρογράφος των New York Times (μια τριπλέτα διαπιστευτηρίων που σίγουρα επιβεβαιώνει το δικαίωμά του να δίνει διαλέξεις στους υπόλοιπους από εμάς)– έχουν πρωτοστατήσει υποστηρίζοντας ότι αυτό που συμβαίνει δεν έχει να κάνει με το πώς κατανοούν την οικονομική τους πραγματικότητα οι ψηφοφόροι, αλλά με μια πλασματική συνείδηση, που καλλιεργείται από έναν συνδυασμό πολιτικής κομματικοποίησης και κακής πληροφόρησης» σχολιάζει με οξύτητα ο Τζέραρντ Μπέικερ στο ίδιο άρθρο.

Ο αρθρογράφος των Times του Λονδίνου παραθέτει μια ακόμη φράση του Κρούγκμαν: «Ενα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος έχει οικονομικές αντιλήψεις αρκετά μακριά από την πραγματικότητα – ακόμη και αν τα πράγματα βελτιωθούν, πιθανότατα δεν θα ακούσει τα καλά νέα, ή θα διασκεδάσει με άλλες αρνητικές ιστορίες».

«Αυτό είναι σωστό: δεν φταίνε τα δεδομένα. Το πρόβλημα είναι οι άνθρωποι» σχολιάζει δηκτικά ο Μπέικερ. «Ωστόσο, οι αρνητικές απόψεις των ψηφοφόρων για την οικονομία δεν είναι τόσο δύσκολο να κατανοηθούν. Δεν απαιτούν κάποια νέα σχολή ανθρωπολογικής ανάλυσης ή πολιτισμικής κριτικής. Είναι οι τιμές, ανόητε» προσθέτει.

Η λύση του «μυστηρίου»

Στη συνέχεια ο Μπέικερ παραθέτει ορισμένα στοιχεία:

—Η συντριπτική οικονομική πραγματικότητα των τελευταίων τριών ετών ήταν η εκτίναξη του πληθωρισμού στα ύψη, παρότι επί 20 χρόνια ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ και στην ευρύτερη Δυτική οικονομία (και στην Ελλάδα) ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος. Οι τιμές αυξάνονταν κατά μέσο όρο 2% ετησίως, πράγμα που σημαίνει ότι οι περισσότεροι πολίτες δεν το αντιλαμβάνονταν από χρόνο σε χρόνο.

—Στη συνέχεια ο πληθωρισμός απογειώθηκε, φτάνοντας στις ΗΠΑ στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 40 ετών (9%) το καλοκαίρι του 2022. Εκτοτε έχει μειωθεί. Ωστόσο, αφού πρώτα οι τιμές αυξήθηκαν κατά 20% σε δύο χρόνια, ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να αυξάνονται. Η μείωση του πληθωρισμού (που επικαλούνται οι κυβερνήσεις και την ακούμε και στη χώρα μας) δεν σημαίνει ότι οι τιμές μειώνονται. Αυτό που μειώνεται είναι ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνονται οι τιμές.

«Σε αντίθεση με την ανεργία ή ακόμη και με την ανάπτυξη, την αύξηση των τιμών τη βιώνουν οι πάντες» υπογραμμίζει ο Μπέικερ. Παράλληλα, παρά τις αυξήσεις, τα εισοδήματα για τους περισσότερους ανθρώπους μόλις και μετά βίας συμβαδίζουν με το επίπεδο των τιμών.

«Οι οικονομολόγοι γνωρίζουν εδώ και καιρό πως όταν οι μισθοί και ο πληθωρισμός αυξάνονται παράλληλα με 5% ή 6%, οι άνθρωποι αισθάνονται πολύ λιγότερο ασφαλείς για την οικονομία απ’ ό,τι όταν οι τιμές και οι μισθοί αυξάνονται κατά 1% ή 2%» παρατηρεί ο έμπειρος δημοσιογράφος. Παράλληλα, οι συνέπειες του υψηλότερου πληθωρισμού γίνονται αισθητές και από την κατακόρυφη αύξηση των επιτοκίων, που είναι πιθανό να παραμείνουν για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε υψηλό επίπεδο, ακόμη κι αν στο μεταξύ έχει αποκλιμακωθεί ο ρυθμός της αύξησης των τιμών.

Κάπως έτσι λύνεται και το «μυστήριο» ως προς το γιατί οι ψηφοφόροι είναι δυσαρεστημένοι με την οικονομία σε χώρες όπου δείκτες πηγαίνουν καλά, όπως οι ΗΠΑ, αλλά και η Ελλάδα. Και σε πολιτικό επίπεδο ο πληθωρισμός έχει σχεδόν πάντοτε αρνητικές επιπτώσεις για τις κυβερνήσεις, όσο κι αν παλεύουν να τον αντιμετωπίσουν.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...