982
|

«Έχουμε τέτοια λουλούδια στη Δαμασκό»

Avatar Νίκη Κόλλια 17 Αυγούστου 2015, 19:54

«Έχουμε τέτοια λουλούδια στη Δαμασκό»

Avatar Νίκη Κόλλια 17 Αυγούστου 2015, 19:54

Γύρω στους τριάντα περιμένουν μέσα απ' τα κάγκελα στη σκάλα του αστυνομικού τμήματος στην Αγία Μαρίνα της Λέρου. Είναι μεσημέρι και η υγρασία είναι ανυπόφορη για τόσους πολλούς ανθρώπους στοιβαγμένους σε έναν τόσο στενό χώρο του ακάλυπτου. 
Απ' έξω στο δρόμο άλλοι, πολλοί, σκορπισμένοι σε μικρές ομάδες τριγυρνούν στο χωριό, γυρίζουν και μιλούν με τους μέσα -έχουν συγγενείς ή απλά γνωστούς- τους φέρνουν νερά και φαγητό. Ανάμεσά τους υπάρχουν μωρά, κάποιος βρήκε ένα πάρκο και τέσσερα-πέντε παίζουν ήσυχα εκεί μέσα. Κάποιοι έχουν στρώσει πρόχειρα στο πίσω μέρος του κτιρίου της αστυνομίας και ξάπλωσαν για λίγο μες το καταμεσήμερο, ενώ ένα μικρό αγόρι γύρω στα έξι παίζει πολλή ώρα επίμονα με τη σκιά του, της μιλά και ταυτόχρονα απαντάει τραγουδώντας. Οι πιο νέοι βουτούν στην θάλασσα και παίζουν στο νερό, φωτογραφίζονται, οι μαμάδες κρατούν απ' το χέρι τα παιδιά, τα κορίτσια φορούν πολύχρωμες μαντίλες και καθώς γυρίζουν δειλά-δειλά στο χωριό χαζεύουν κήπους, σπίτια και μαγαζιά.


Άφιξη στο λιμάνι της Σύμης…

Στη μικρή προκυμαία -ακριβώς μπροστά από δυο πελώρια κότερα- πέντε νέοι στέκονται σε κύκλο γύρω από έναν κύριο κάπως ηλικιωμένο, εκείνος κάθεται στη μέση και τους μιλά με αργές κινήσεις. Τον ακούνε με προσοχή και ύστερα από λίγο σηκώνεται κι ο κύκλος ανοίγει. Ένας του παίρνει απ' τα χέρια την πλαστική σακούλα-βαλίτσα με τα λίγα ρούχα. Σαν ένδειξη σεβασμού περισσότερο, παρά για να τον ξεκουράσει. 
Κάθε μέρα φτάνουν εδώ εκατό με διακόσια άτομα. Μακριά από τα σπίτια τους, σε άλλον τόπο, σε άλλον κόσμο, με άλλους ανθρώπους. Μετά την αστυνομία, τους αφήνουν ελεύθερους. Όλοι, με κάθε μέσο, καταλήγουν στο λιμάνι στο Λακκί, όπου πλέον κοιμούνται όλοι μαζί- κυριολεκτικά όπου βρουν άδειο χώρο. Το βράδυ έχει καράβι για την Κάλυμνο, οι πατεράδες παίρνουν στους ώμους τα μικρά και τρέχουν προς το λιμάνι. Έξω απ' το παλιό ιταλικό κινηματοθέατρο έχουν ξαπλώσει καμιά δεκαριά άνθρωποι και κοιμούνται μες τη μεγάλη μεσημεριανή ζέστη. Στο προαύλιο του λιμεναρχείου βρίσκονται οι πιο πολλοί, κάποιοι και κατά μήκος του τοίχου του νοσοκομείου, άλλοι μες το προαύλιό του. Εδώ, οι πιο πολλοί είναι νέοι, μικρά ζευγαράκια γύρω στα είκοσι με εικοσιπέντε, ενώ τα μικρά παιδιά παίζουν και τρέχουν στους τριγύρω δρόμους.


Ο άνδρας της Frontex επιβλέπει την αποβίβαση.

Συναντηθήκαμε στο πρακτορείο. Αγόραζαν εισιτήρια για τον Πειραιά και ποιος ξέρει για πού παραπέρα. Μοσχοβολούσαν κολόνια. Ύστερα από λίγο τους ξαναείδα έξω από έναν φράκτη στο Λακί, γεμάτο γιασεμιά. Και οι δυο μόλις τα είδαν, έκοψαν σχεδόν υπνωτισμένοι, από ένα λουλουδάκι. "Έχουμε τέτοια λουλούδια στη Δαμασκό" μου είπαν κάπως συνεσταλμένα, αφού πρώτη τους μίλησα και πως ήταν τα πρώτα που έβλεπαν στην Ελλάδα και τους έκανε εντύπωση.  

Η νοσταλγία είναι μάλλον διεθνής, το ίδιο και πολλά άλλα συναισθήματα.

Καθίσαμε δίπλα-δίπλα στο πλοίο για την Κω. Δεν ήταν πάνω από είκοσι χρονών, ή έτσι τουλάχιστον φαινόταν. Απ' την τσέπη του προεξείχαν τσιγάρα και το κινητό του και στα πόδια του είχε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, μισογεμάτη πράγματα. Για ώρα πολλή μιλούσε μ' έναν κύριο κάπου στα εξήντα, κι εκείνος του έδειχνε ένα βίντεο στο τηλέφωνο. Ο πατέρας του θα είναι, σκέφτηκα. Λίγη ώρα αργότερα με ρώτησε σε σπαστά αγγλικά, αν επιτρέπεται να σηκωθεί από την θέση του για να καπνίσει στο κατάστρωμα. Πιάσαμε κουβέντα. Μόνος του έφτασε στη Λέρο, η υπόλοιπη οικογένειά του -μάνα, αδερφή, αδερφός και πατέρας-έμειναν πίσω. Το βράδυ θα δοκίμαζε να περάσει και ο καλύτερός του φίλος. Ήταν ακόμη απέναντι. Μου τους έδειξε όλους σε φωτογραφίες. Σε μια φαινόταν το σπίτι του -μεγάλο με ξύλινη επένδυση και πολλά λουλούδια. Στη μέση της φωτογραφίας ο πατέρας του γελούσε και κρατούσε ψηλά ένα ποτήρι. Μάλλον είχαν γιορτή. Θα πήγαινε Αθήνα -ήταν ο πρώτος ξένος που την έλεγε Αθήνα, και την πρόφερε ολόσωστα έτσι-και από εκεί Σερβία και ύστερα Ολλανδία. Θα δουλέψει, έτσι σκοπεύει. Δεν μπορούσα να τον ρωτήσω τίποτε άλλο. Είπαμε διάφορα χαζά, με ρώτησε πόσο χρονών είμαι, αν έχω παιδιά, του έκανε εντύπωση που δεν έχω ακόμη στα τριάντα κι ύστερα κατέβηκε στο λιμάνι μαζί με άλλους πολλούς. Δίπλα τους συνεργεία με μηχανές και τριπόδια τους περίμεναν. Πριν κατέβει δώσαμε τα χέρια. Ύστερα, τον χαιρέτησα απ' το κατάστρωμα.


Και τώρα; Ευτυχώς είναι καλοκαίρι…

Φθάνοντας στο λιμάνι της Σύμης γύρω απ' το μεγάλο της ρολόι -τη μόνη σκιά έξω από το λιμεναρχείο- βρήκαμε ξαπλωμένους γύρω στους είκοσι ανθρώπους κυκλικά, σαν δείχτες του ρολογιού. Οι υπόλοιποι κρεμασμένοι στη βεράντα και τα γύρω παγκάκια, χάζευαν και μιλούσαν  μεταξύ τους. Ανάμεσά τους πάλι παιδιά, κάποια πολύ μωρά, κοιμούνταν ήσυχα κάτω απ' τον ήλιο. Το ίδιο βράδυ, δίπλα ακριβώς απ' το ρολόι, ένας τοπικός σύλλογος έδωσε συναυλία, και υπό τους ήχους του Χατζηδάκι, τα μωρά και οι μεγάλοι νανουρίστηκαν για ώρα. Δεν είμαι σίγουρη, αν και τι άκουγαν και με ποιο κουράγιο οι υπόλοιποι τραγουδούσαν.
Σήμερα το νησί -όπου υπάρχει βράχος, ξηρά, βραχονησίδα τριγύρω του- έχει γεμίσει ανθρώπους. Παντού. Οι περισσότεροι είναι με παιδιά- πολύ μικρά- ζαλισμένα και καμένα από τον ήλιο.

Αυτό που συμβαίνει είναι αδιανόητο. Η βάρκα διάσωσης πάει και έρχεται συνέχεια φορτωμένη. Χωράει -όπως τα υπολογίζω, βλέποντάς την γεμάτη- γύρω στους σαράντα ανθρώπους κάθε φορά, τρεις φορές πήγε και ήρθε ως τώρα γεμάτη παιδάκια. Λετονοί, η ακτοφυλακή της Frontex, βγάζουν έναν-έναν τους ανθρώπους στο λιμάνι της Σύμης. Το είδα με τα μάτια μου και γι' αυτό το περιγράφω: ήταν άψογοι. Υπομονετικοί και άκρως σοβαροί, πραγματικά μου έκανε εντύπωση. Διαρκώς φέρνουν ανθρώπους. Τα παιδιά είναι κατακόκκινα, κάπως φοβισμένα και σχεδόν αφυδατωμένα κάτω από τόσον ήλιο.

Αλλά δεν κλαίνε. Κανένα παιδί και κανέναν μεγάλο δεν είδα να κλαίει. Τόσες μέρες με τόσους ανθρώπους γύρω μου. Είναι ήσυχοι και καρτερικοί. Μέσα σε αυτό το αυγουστιάτικο φως, που μόνο με εκείνο το τρομακτικό φως των βιβλίων του Καμί μπορεί να συγκριθεί, όλοι αυτοί οι άνθρωποι στέκονται καρτερικά, σχεδόν στωικά να περιμένουν. Κι αυτό το συναίσθημα -παρά τα κύματα και τα νερά, παρά το άγνωστο και την έλλειψη οποιασδήποτε σιγουριάς- είναι το πιο δυνατό και το πιο πρωτόγνωρο συναίσθημα που έμαθα αυτό το καλοκαίρι.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News