1233
Μαύρες σημαίες και η λέξη «δικαίωση» στα κάγκελα του Εφετείου Αθηνών | INTIMEnews

Δίκη για το Μάτι: «Πήγαμε να βοηθήσουμε τη μάνα με το νεογέννητο μωρό της και μας έμεναν στα χέρια οι σάρκες της…»

Protagon Team Protagon Team 12 Ιανουαρίου 2023, 16:26
Μαύρες σημαίες και η λέξη «δικαίωση» στα κάγκελα του Εφετείου Αθηνών
|INTIMEnews

Δίκη για το Μάτι: «Πήγαμε να βοηθήσουμε τη μάνα με το νεογέννητο μωρό της και μας έμεναν στα χέρια οι σάρκες της…»

Protagon Team Protagon Team 12 Ιανουαρίου 2023, 16:26

Μία από τις πιο τραγικές ιστορίες της εθνικής τραγωδίας στο Μάτι άκουσαν όσοι βρέθηκαν την Πέμπτη στην αίθουσα του Εφετείου Αθηνών. Η κατάθεση του πυροσβέστη, Ανδρέα Δημητρίου, που έχασε στις φλόγες τη σύζυγό του και το μόλις έξι μηνών μωρό τους, ράγισε καρδιές στο δικαστήριο, ενώ για μία ακόμη φορά αναδείχθηκε η εγκληματική έλλειψη στοιχειώδους συντονισμού τις κρίσιμες ώρες που η φωτιά κατάπινε ανθρώπους και περιουσίες.

Χαρακτηριστική η περιγραφή μίας εκ των μαρτύρων, για την καταγραφή των θυμάτων σε… φύλλο εφημερίδας: «Μας έκαναν την καταγραφή σε χαρτί μιας εφημερίδας που είχαν κάτι Ιταλοί. Δεν είχαν χαρτί να μας καταγράψουν»!

Εξω από την αίθουσα, στα κάγκελα του Εφετείου, μαύρες σημαίες, και ένα πανό με τη λέξη «δικαίωση» και τους συγγενείς του κ. Δημητρίου να φθάνουν το δικαστήριο με ένα λευκό τριαντάφυλλο, στη μνήμη του βρέφους που βρήκε τραγικό θάνατο με τη μάνα του στις φλόγες.

«Είμαι μόνιμος κάτοικος στο Μάτι. Είμαι πυροσβέστης και εκείνη την ημέρα είχα τελειώσει την υπηρεσία μου και ήμουν στο σπίτι μου. Γύρω στις 5 ήρθε μήνυμα που μας καλούσε να πάμε στην υπηρεσία σε γενική επιφυλακή. Πήγα. Η σύζυγος ήταν στη διαδικασία να κοιμίσει τον μικρό. Καθ’ όλη τη διάρκεια που ήμουν στην υπηρεσία χτυπάγανε τα τηλέφωνα από κάτοικους που ήταν έντρομοι. Δεν υπήρχε διαθέσιμο μέσο εκείνη τη στιγμή όλα τα πυροσβεστικά ήταν έξω. Γύρω στις 6 συνάδελφος μου είπε ότι η πυρκαγιά θα μπει στο Μάτι και ότι έχει περάσει τη Μαραθώνος. Πήρα τη σύζυγο και της είπα να φύγει γιατί τα πράγματα δεν είναι καλά. Προσπάθησα να μιλήσω ξανά. Ηταν σε πανικό. Πίστευα ότι είχαν βρει ασφαλές καταφύγιο στην παραλία με το παιδί», ανέφερε στην κατάθεσή του  ο κ. Δημητρίου, για να συνεχίσει:

«Μετά από λίγο προσπάθησα να μιλήσω με συναδέλφους που είχαν πάει στο σημείο. Με πήρε ο διοικητής γύρω στις 7 και μου είπε να πάρω το δικό μου αμάξι και να πάω στο σημείο να ενημερώσω τον κόσμο να φύγει. Πήγα και είδα ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Με είχε συνοδεύσει ένας συνάδελφος. Προσπαθούσαμε να ενημερώσουμε το κόσμο. Επιστρέψαμε στην υπηρεσία».

«Γύρω στις 9 δέχθηκα μια κλήση. Μου είπαν ότι η Μαργαρίτα με τον μικρό ήταν στην παραλία. Ξεκίνησα. Με πήρε ο πεθερός μου και είχε φτάσει πριν από εμένα. Μου είπε να είμαι προετοιμασμένος και πως τα πράγματα δεν ήταν καλά. Έφτασα, δεν πίστευα ότι μπορεί να έχει γίνει αυτή η ζημία. Ο κόσμος στην παραλία ήταν σε κατάσταση σοκ. Ακουσα μια φωνή. Ηταν του πεθερού μου. Είδα τον μικρό να τον κράτα κάποιος άγνωστος και να του κάνει ανάνηψη. Η σύζυγος μου ήταν στη παράλια πεσμένη με τα μάτια κλειστά», περιέγραψε ο χαροκαμένος πατέρας.

«Εκείνη τη στιγμή την πήρα αγκαλιά. Εντόπισα ένα πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να πάρουν το μικρό μαζί με τον κύριο που έκανε προσπάθειες ανάνηψης».

Στη συνέχεια της κατάθεσής του μίλησε για όσα έζησε στο νοσοκομείο «Παίδων» όπου είχαν μεταφέρει το μωράκι και  στον «Ευαγγελισμό» όπου είχε διακομιστεί με βαριά εγκαύματα η σύζυγός του:

«Οι γιατροί με έβαλαν σε ένα χώρο να μου μιλήσουν. Κατάλαβα. Ηρθαν μετά από λίγο και μου είπαν ότι δεν μπόρεσαν να τον επαναφέρουν. Πήγα και τον είδα σε ένα χώρο που τον είχαν. Του είπα το τελευταίο αντίο. Επρεπε να πάω στον “Ευαγγελισμό” που ήταν η Μαργαρίτα. Φτάνοντας στο νοσοκομείο, διαπιστώνω ότι έχει διασωληνωθεί και είναι σοβαρά. Ζορίστηκα να την αναγνωρίσω. Τα εγκαύματα ήταν παντού, ήταν σαν βλέπω άλλον άνθρωπο. Την έβλεπα πέντε λεπτά την ημέρα μέχρι να φύγει…».

«Υπήρχε ακόμη χρόνος για το Μάτι. Ηταν αφημένοι στην τύχη τους. Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση κανένας συντονισμός. Δεν έκαναν τίποτα», ολοκλήρωσε την κατάθεσή του ο μάρτυρας.

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα ουρλιαχτά»

Την κατάθεσης του πυροσβέστη προηγήθηκε εκείνη της Δήμητρας Γουναρίδη, κατοίκου στο Μάτι που είδε το σπίτι της να καταστρέφεται ολοσχερώς από την πύρινη λαίλαπα. Οπως τόνισε,  κανείς δεν ειδοποίησε για τη φωτιά που πλησίαζε και έτσι νόμιζαν πως δεν κινδύνευαν.

«Ανοιξα την τηλεόραση και το μόνο που έλεγαν ήταν για την Κινέττα. Γύρω στις 5:30 το απόγευμα εκείνης της ημέρας με πήρε μια φίλη μου και μου είπε “η φωτιά έχει φουντώσει πάρε ό,τι νομίζεις πολύτιμο για σένα και ετοιμάσου”. Της είπα “αποκλείεται να συμβεί κάτι δεν ακούσαμε κάτι μια σειρήνα”. Ο ουρανός γίνονταν όλο και πιο σκοτεινός και βλέπαμε αποκαΐδια. Όμως δεν βλέπαμε κανένα πυροσβεστικό όχημα. Ετοίμασα τα πράγματα μου. Ένιωθα ότι κάτι κακό θα συμβεί. Πήρα την μητέρα μου και της είπα να ξέρετε ότι σας αγαπάω. Τηλεφώνησα και στον αδελφό μου, του είπα τα ίδια και να προσέχει τους γονείς μας», ανέφερε.

Μαζί με τη φίλη της κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα και εκεί,  όπως χαρακτηριστικά είπε, όσα βίωσε παρέπεμπαν σε σενάριο από ταινία επιστημονικής φαντασίας.

Γύρω στις 18.30, όπως είπε, η φίλη της της χτύπησε το κουδούνι για να την πάρει να φύγουν. Της είπε πως “γίνεται χαμός” και πως υπήρχε μεγάλο μποτιλιάρισμα από αυτοκίνητα:

«Ερχονταν αμάξια από όλες τις κατευθύνσεις. Τρέξαμε στη θάλασσα. Το θερμικό κύμα εκείνη την ώρα με έκανε να νιώθω πως θα πεθάνω… 40 μέτρα από τη θάλασσα. Μπήκαμε στη θάλασσα. Γινόταν πόλεμος. Ακούγαμε αμάξια να σκάνε. Εκρήξεις. Το μαγαζί στην Αργυρά Ακτή να έχει εκρήξεις, να πέφτουν στην θάλασσα ξύλα, τέντες μέσα στη θάλασσα κι εμείς να πηγαινοερχόμαστε να μην καούμε. Βγήκαμε νεκροί – ζωντανοί. Βγάλαμε τις μπλούζες και τις κάναμε μάσκα».

«Τα ουρλιαχτά από τους καμένους ανθρώπους δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Παιδάκια ούρλιαζαν, σκυλιά έκλαιγαν. Εμεινα έξι ώρες στην θάλασσα..Δίπλα μου ήταν η Μαργαρίτα με το μωράκι της το νεογέννητο (η σύζυγος και το μωρό του πυροσβέστη). Καμένη εκείνη, καμένο και το μωρό. Το θήλαζε για να το έχει στη ζωή. Μια γυναίκα δεν είχε αντοχές να βγει από τη θάλασσα. Πήγαμε να τη βοηθήσουμε και μας έμεναν στα χέρια οι σάρκες της…», περιέγραψε στο δικαστήριο η μάρτυρας.

Αλλα και στο λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφθαναν όσοι επέζησαν, η απουσία του κράτους ολοκληρωτική:  «Δεν υπήρχε ένα ασθενοφόρο, ένας να μας δώσει μια κουβέρτα. Πού ήταν το κράτος; Μας έκαναν την καταγραφή σε χαρτί μιας εφημερίδας που είχαν κάτι Ιταλοί. Δεν είχαν χαρτί να μας καταγράψουν».

«Αν υπάρχει κόλαση έτσι πρέπει να είναι»

«Κανείς δεν είχε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης», είπε στη δική του κατάθεση ο Ιωάννης Χαρδαλούπας, κάτοικος Αμερικής, που έχασε μητέρας και αδελφή.

«Κάποια στιγμή είμαστε στην αυλή και πέρασε ένα περιπολικό και μας είπε για καλό και για κακό φύγετε. Πήγαμε να πάρουμε τα αυτοκίνητα. Η αδερφή μου μπήκε στο ίδιο με τη μητέρα μου και εγώ ακολουθούσα με το δεύτερο αυτοκίνητο… Ο δρόμος προς την λεωφόρο Μαραθώνος ήταν απροσπέλαστος από τις φλόγες… Αν υπάρχει κόλαση έτσι πρέπει να είναι», ήταν η χαρακτηριστική αναφορά του μάρτυρα στην κατάθεσή του.

«Τις έβαλα στο δικό μου αυτοκίνητο, ήταν καμένες. Βγήκα στην Μαραθώνος και πήγα στο κέντρο υγείας στη Νέα Μάκρη. Συνάντησα μπλόκο της αστυνομίας και μου είπαν ότι θα πας μέσα από το Μάτι. Νόμιζα ότι κάτι ήξεραν. Μόλις μπήκα στο Μάτι κατάλαβα ότι αν δεν έπαιρνα την κατάσταση στα χέρια μου θα καιγόμασταν όλοι…Μπήκα στο αντίθετο ρεύμα με μεγάλη ταχύτητα… Φτάσαμε στο Μαρούσι τις διασωλήνωσαν. Τις έχασα και τις δύο».

Η κορη μου κάηκε «140 μέτρα από την θάλασσα», είπε ο μάρτυρας Αγγελος Σιαπκάρας: «Ξύπνησε το γαμπρό μου από τους καπνούς. Αποφάσισαν να φύγουν. Ο γαμπρός μου πήρε το παιδί τους και έφυγε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου κάηκε… Εκατόν σαράντα βήματα δικά μου ήταν η θάλασσα και μέχρι να φύγουν το σπίτι είχε πάρει φωτιά. Δεν μπορώ να διανοηθώ πως έγινε και κάηκε η κόρη μου σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Αν κάποιος τους ειδοποιούσε πιο νωρίς ως όφειλε, θα είχε σωθεί η κόρη μου και τόσοι άλλοι»,

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...