1302
O Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Ντάστιν Χόφμαν στο newsroom της Washington Post, στην ταινία «Όλοι οι ανθρωποι του προέδρου» (1976) | Warner Bros Inc. / Getty Images

Το newsroom πέθανε, ζήτω το newsroom!

O Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Ντάστιν Χόφμαν στο newsroom της Washington Post, στην ταινία «Όλοι οι ανθρωποι του προέδρου» (1976)
|Warner Bros Inc. / Getty Images

Το newsroom πέθανε, ζήτω το newsroom!

«Ακου πώς μιλάνε στο τηλέφωνο, τι ερωτήσεις κάνουν, πώς το συζητάνε, πώς το γράφουν. Κλέψε. Αντίγραψε. Κόλλησε δίπλα τους, ρώτησέ τους ό,τι θέλεις και ό,τι δεν καταλαβαίνεις. Και να σε βρίσουν, ξαναρώτα τους, κάποια στιγμή που δεν θα πήζουν, θα σου πουν, μάλλον θα σε βρίσουν πάλι, αλλά θα σου πουν. Και αν δεν σου πουν, έλα να ρωτήσεις εμένα. Και μετά γράψε, γράψε πολύ, ξαναγράψε, δώσ’ το να το δούμε, μάλλον θα σ’ το σκίσουμε, αλλά σε λίγη ώρα θα το έχεις ξαναγράψει καλύτερα. Σε λίγο καιρό θα είσαι ένας από αυτούς».

Βγαίνω από το γραφείο του διευθυντή της εφημερίδας και βρίσκομαι στη μικρή σε διαστάσεις και υποφωτισμένη αίθουσα σύνταξης, aka newsroom προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ενα σύννεφο καπνού από τσιγάρα με υποδέχεται μαζί με σύντομα βλέμματα αδιαφορίας από καμιά 20αριά δημοσιογράφους, που στριμωγμένοι, άλλοι καθιστοί και άλλοι όρθιοι, κάνουν όλα τα παραπάνω: γράφουν, μιλάνε, φωνάζουν, ζητούν ησυχία, βρίζουν, γελάνε, διαβάζουν. Ακούω μέσα μου μια φωνή να λέει: «Κύριε Σοφιανέ, καλωσήρθατε». Είναι η πρώτη μου ημέρα στη δημοσιογραφία. Δεν το περίμενα, αλλά πολύ σύντομα ήμουν όντως «ένας από αυτούς».

Ακριβώς 35 χρόνια αργότερα, στις αρχές του 2022, βρέθηκα να περνάω το κατώφλι ενός (ακόμη) newsroom, με πολλές οθόνες τηλεοράσεων, περισσότερες υπολογιστών, τηλέφωνα, πίνακες, σύγχρονη υποδομή. Μα, με ούτε έναν/μία δημοσιογράφο μέσα σε αυτό! Είναι η περίοδος προς το τέλος της πανδημίας και «όλοι δουλεύουν από το σπίτι», με πληροφορούν οι ελάχιστοι σε αριθμό συνάδελφοι, που βρίσκονται σε ξεχωριστά γραφεία.

Και αν στον συγκεκριμένο οργανισμό σταδιακά οι εργαζόμενοι επανήλθαν στον φυσικό χώρο τους, ακόμη και σήμερα πολλοί δημοσιογράφοι εργάζονται από απόσταση. Πολλά Μέσα, εφημερίδες, sites κλπ, κρατούν την πολιτική που μας επέβαλε ο κορονοϊός: λίγοι, οι επικεφαλής, βρίσκονται στα γραφεία του Μέσου, οι πολλοί είναι μακριά, τα emails και οι εφαρμογές τύπου Slack να ‘ναι καλά και η δουλειά «βγαίνει», ακόμη και αν οι δημοσιογράφοι δεν βγαίνουν από το σπίτι τους.

Ρέκβιεμ και για τη δημοσιογραφία;

Και αυτό συμβαίνει παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα. Όχι μόνο στη δημοσιογραφία. Κάτι τα μέτρα προστασίας,  κάτι τα λιγότερα έξοδα για χώρους, μετακινήσεις κλπ, κάπου εργοδότες και εργαζόμενοι βολεύτηκαν, αλλά πού οδηγεί αυτό; Ειδικά στη δική μας τη δουλειά, υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα: πώς βγαίνει (η δουλειά); Είναι πλήρης; Είναι η καλύτερη δυνατή; Αρκούν ένα zoom ή πολλά email για να αντικαταστήσουν όλα όσα ζούσαμε, παίρναμε και δίναμε στην αίθουσα σύνταξης; Πώς και πόσο αυτή η απόσταση επηρεάζει την ποιότητα (και την ποσότητα) του αποτελέσματος που παράγουμε; Μήπως μαζί με τα newsroom «πεθαίνει» και κάτι (ακόμη) από τη δημοσιογραφία;

Για την Maureen Dowd, αρθρογράφο των New York Times, η απάντηση είναι σαφής στο άρθρο της με τίτλο «Ρέκβιεμ για το newsroom». Προκύπτει, μάλιστα, από τις απαντήσεις επιφανών συναδέλφων της, αμερικανών δημοσιογράφων, με τους περισσότερους από τους οποίους έχει συνυπάρξει σε μικρά ή μεγάλα, πάντως ζωντανά, θορυβώδη, παραγωγικά newsroom.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ ένα επάγγελμα που να βασίζεται περισσότερο στην όσμωση και στο να είμαι κοντά με άλλους ανθρώπους, παρά τη δημοσιογραφία. Υπάρχει ένας λόγος που έκαναν όλες αυτές τις ταινίες για εφημερίδες: «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», «Spotlight: Ολα στο φως», «Το πρωτοσέλιδο», λέει ο φίλος της, Mark Leibovich, αρθρογράφος στο The Atlantic.

Ο συνάδελφός της στους NY Times, Jim Rutenberg, δεν τρολάρει κανέναν όταν περιγράφει πώς θα έμοιαζε σήμερα μια ταινία ή ένα σίριαλ για ένα δημοσιογραφικό Μέσο: «Ενα μάτσο άτομα, ο καθένας στο διαμέρισμά του, περιτριγυρισμένα από θλιβερά φυτά εσωτερικού χώρου, να χρησιμοποιούν το Slack;». Ποιον, αλήθεια, θα ενδιέφερε να το παρακολουθήσει; «Υπάρχει ένας λόγος που το κοινό θέλει να επισκέπτεται και να ξεναγείται στα δημοσιογραφικά γραφεία. Δεν θα ήθελαν περιήγηση σε ένα λογιστήριο», λέει ο Leibovich. Και έχει δίκιο.

Θυμάμαι το δέος με το οποίο μαθητές δημοτικών και γυμνασίων έμπαιναν στα γραφεία εφημερίδων και άλλων Μέσων όπου έχω εργαστεί. Ακόμη και στα χρόνια που το επάγγελμα είχε ήδη χάσει τη λάμψη του και το να είσαι δημοσιογράφος δεν σε έκανε αυτόματα δημοφιλή (το αντίθετο…), για πολλά από αυτά τα παιδιά ο χώρος έμοιαζε «μαγικός», ένιωθαν σαν να μπαίνουν μέσα σε κάτι σπουδαίο, ενθουσιάζονταν αν συναντούσαν κάποιον σπουδαίο (ή «σπουδαίο») ή τους λέγαμε «εδώ είναι το γραφείο του τάδε» (σπουδαίου).

Απλά, καθημερινά, «μαγικά»

Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα newsroom δεν έχουν τίποτα μαγικό. Ακόμη και αν παράγουν «μαγικό», πολύ ενδιαφέρον έως και καθηλωτικό περιεχόμενο. Μήπως, όμως, υπάρχει λόγος που αυτό το περιεχόμενο «βγαίνει» από εκεί μέσα; Όπως λέει Mike Isikoff, ερευνητής ρεπόρτερ στο Yahoo: «Τα δημοσιογραφικά γραφεία ήταν γεμάτα από κουτσομπολιά, αστεία, άγχος και περίεργους, ξεκαρδιστικούς χαρακτήρες. Τώρα καθόμαστε στο σπίτι μόνοι μας κοιτάζοντας τους υπολογιστές μας. Τι ξενέρωμα!». Ξενέρωτοι δημοσιογράφοι παράγουν ξενέρωτη δημοσιογραφία…

«Οι δημοσιογράφοι είχαν εκρήξεις θυμού, σπάζοντας τις γραφομηχανές τους ή τα τερματικά του υπολογιστή τους στο πάτωμα», αναπολεί η Maureen Dowd. «Υπήρχε μια απίστευτη συντροφικότητα και όρεξη για την όλη προσπάθεια, είτε δουλεύαμε ιστορίες για φόνο, είτε για πολιτική ή για τα δεινά της αναπαραγωγής των πάντα στον Εθνικό Ζωολογικό Κήπο». «Η κουβέντα και ο μεταξύ μας ανταγωνισμός μετέτρεψαν τα δημοσιογραφικά δωμάτια σε θερμοκοιτίδες σπουδαίων ιδεών», συμπληρώνει ο φίλος της, David Israel, που όταν τον γνώρισε, στα 25 του, ήταν ήδη ένας πολύ γνωστός αθλητικογράφος.

Βλέπεις με άλλες και άλλους «σαν και εσένα» κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, φωνάζεις, κλαις, αντιδράς μαζί τους, μπροστά τους, εκείνη τη στιγμή, εκεί και όχι από την κουζίνα του σπιτιού σου, μόνος σου. Ένας «πετάει» στον αέρα έναν τίτλο για ένα θέμα, κάποιος άλλος τον «πιάνει» και τον πάει παραπέρα, στο τέλος καταλήγουμε να έχουμε κάτι πραγματικά ευρηματικό και ενδιαφέρον για τον αναγνώστη/χρήστη/ακροατή/τηλεθεατή. Μια συνάδελφος μπαίνει φουριόζα και λέει για έναν καυγά που έστησε στον δρόμο με έναν άλλον οδηγό – ένα «θέμα» που αφορά χιλιάδες κόσμου έχει μόλις γεννηθεί. Ο φωτογράφος φέρνει το στικάκι με τις φωτογραφίες και τις βλέπετε μαζί στον υπολογιστή και λέει ο ίδιος την ιστορία πίσω από την καθεμία. Μια ματιά στο εξώφυλλο του περιοδικού από τον πιτσιρικά της ομάδας βρίσκει ένα λάθος που έχει ξεφύγει από όλους (ναι, συμβαίνει). Ένα γκολ στο ντέρμπι που εσύ πανηγυρίζεις και ο άλλος, δίπλα σου, βρίζει.

Όλα αυτά και πολλά άλλα, πάρα πολλά ακόμη, καθημερινά, απλά, καθόλου «μαγικά», συνέβαιναν επί δεκαετίες, συμβαίνουν σήμερα σε πολύ μικρότερη έκταση και συχνότητα στα ελάχιστα newsrooms που έχουν απομείνει.

Γράφεις για πολλούς, μόνος;

Και δεν είναι μόνο όσα γίνονταν μέσα, είναι και τα έξω και γύρω από αυτά: η έξοδος στο μπαλκόνι ή στη σκάλα υπηρεσίας για τσιγάρο και κουτσομπολιό, το ποτό με τους συναδέλφους μετά τη δουλειά στο κοντινό μπαράκι, η γρήγορη συνάντηση με μια πηγή πληροφοριών στη γωνία, όλα αυτά που δεν γίνονται με e-mail ή μέσω skype, η εγγύτητα, η αμεσότητα, η ταχύτητα, η πιστότητα, η αξιοπιστία, στο τέλος η ίδια η ποιότητα της δουλειάς, της δημοσιογραφίας, η ίδια η ζωή.

Στο κάτω κάτω, πώς μπορείς να κάνεις καλά κάτι που απευθύνεται σε πολλούς (δήμος), όταν το κάνεις μόνος σου; Δεν είναι παράδοξο αυτό; Δεν είναι λάθος;

«Ανησυχώ ότι ο ρομαντισμός, η αλχημεία, έχει φύγει», λέει η Dowd. «Μόλις οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν το εντελώς εκπληκτικό γεγονός ότι μπορούσαν να βγάλουν μια υπέροχη εφημερίδα από το σπίτι, αποφάσισαν “και γιατί να μην το κάνουμε;’’».

Αν δεν έχουμε ήδη πάρει την απάντηση σε αυτό το «γιατί», ας μη σκεφτόμαστε το παρελθόν και το «τι ωραία που ήταν» (που σε πολλά δεν ήταν). Ας σκεφτούμε το μέλλον της δημοσιογραφίας και της ενημέρωσης. Που αν θέλουμε να γίνεται από δημοσιογράφους, θα πρέπει τουλάχιστον να εξασφαλίσουμε ότι θα ξέρουν τη δουλειά. Όπως έλεγε εκείνος ο πρώτος διευθυντής μου, και συμφωνεί μεταξύ άλλων ο Mark Leibovich: «Η καλύτερη σχολή δημοσιογραφίας είναι να ακούει κανείς δημοσιογράφους να κάνουν τη δουλειά τους».

Αρκεί, βεβαίως, να κάνουν τη δουλειά τους σωστά, όχι να αντιγράφουν από το ένα site στο άλλο. Αρκεί να δημιουργούν ενδιαφέρον πρωτογενές περιεχόμενο, όχι να «φτύνουν» λέξεις για να ξεγελάσουν τον αλγόριθμο.

Εναλλακτικά υπάρχει και το chatGPT, η τεχνητή νοημοσύνη. Και αυτό δεν είναι καθόλου (για) μια άλλη ιστορία…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...