888
|

Τελετή της διπλανής πόρτας

Τελετή της διπλανής πόρτας

Οι Μπιτλς ξελάσπωσαν τον Ντάνι Μπόιλ. Όταν στο τέλος της τελετής  έναρξης της Ολυμπιάδας του Λονδίνου 65 χιλιάδες θεατές, αλλά και όλοι οι αθλητές, τραγούδησαν μαζί με τον Πόλ ΜάκΚαρτνεϊ το «Hey Jude”, τα ξέχασα όλα. Είπα: αυτοί οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι δικοί μας, σημερινοί, κεφάτοι, απροσποίητοι, ροκ.  Σε μια πόλη ζωντανή, νεανική, φιλική, πολύχρωμη.                      

Τα ξέχασα όλα; Τρόπος του λέγειν. Γιατί δυστυχώς ακόμα και οι πιο φιλοβρετανοί, εγώ πρώτη και καλύτερη, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειές μας στάθηκε αδύνατον να δώσουμε στην  πολυαναμενόμενη τελετή βαθμό πολύ πάνω από την βάση. Τον  Ντάνι Μπόιλ δεν είχαν διαλέξει για τελετάρχη τους; Ας πρόσεχαν.  Δεν φημίζεται δα για την σκηνοθετική ευφυία και πρωτοτυπία του –δεν φαντάζομαι να σας άρεσε το κιτς και μελό «Slumdog Millionaire»; Ο Ζανγκ Γιμού πρίν τέσσερα χρόνια μας είχε εξοργίσει με την κινέζικη μεγαλομανία του, αλλά ακόμα κι όταν το θέαμά του για τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου μύριζε απολυταρχισμό και ανθρώπινη ισοπέδωση, έβλεπες ότι το είχε κεντήσει ένας εστέτ. Προκαλούσε θαυμασμό.   

Εντάξει, τα παραλέω. Μεμονωμένες ωραίες στιγμές υπήρξαν και στο βρετανικό υπερθέαμα των 27 εκ λιρών,  23 χιλιάδων κοστουμιών, 12 χιλιάδων ερμηνευτών, 70 προβάτων,12 αλόγων, 3 αγελάδων, δύο κατσικιών, 10  κοτών και 3 σκύλων. Καμμιά, όμως, συνεκτικότητα, αφηγηματικότητα, πνευματικότητα. Και είναι, παρακαλώ η πατρίδα του Σέξπιρ. Ούτε μιά τόση δά εικόνα,που να ξέφευγε από τα τετριμμένα. Και είναι παρακαλώ η πατρίδα της Τρέισι ‘Έμιν και του Ντέμιεν Χέρστ. Ούτε μια χορογραφία, ένα κοστούμι, ένα σκηνικό, μια μουσική που να έχει κάτι το ιδιαίτερο. Ακόμα και η ροή ,το μοντάζ της βραδυάς, από έναν υποτίθεται κινηματογραφιστή με περγαμηνές, όλο cut και cut και cut ήταν και αναγγελίες από τα μικρόφωνα (!). Τώρα θα δείτε εκείνο και τώρα το άλλο.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτά που θα θυμόμαστε από την τελετή είναι οι στάρ, που ο Μπόιλ ενέπλεξε με ένα, να το παραδεχτούμε αυτό, χιούμορ και αυτοσαρκασμό very very british. Tην βασίλισσα Ελισάβετ,που δέχτηκε να υποδεχθεί στο Μπάκινχαμ τον Τζέϊμς Μπόντ (Ντάνιελ Κρέγκ), να συνταξιδέψει μαζί του σε ελικόπτερο και να πέσει στο στάδιο με αλεξίπτωτο (στα ψέματα, βεβαίως). Τον Ρόουαν  Άτκινσον, που ως βαριεστημένος, γκαφαδόρος και μοχθηρός κιμπορντίστας στη Φιλαρμονική του Λονδίνου έκλεψε την παράσταση από τον σερ Σαϊμον Ράτλ, που διηύθυνε το θέμα του Βαγγέλη Παπαθανασίου από τους «Δρόμους της φωτιάς». Τον Άκραμ Καν να χορεύει. Την Τζ. Κ. Ροουλινγκ να διαβάζει υπό τους ήχους της μπάντας του Μάϊκ Ολντφιλντ, ενώ γύρω της ζωντάνευαν δεκάδες Λόρδοι Βόλντεμορτ, Μαίρες Πόπινς ως κι εκείνος ο άγριος τυπάκος, που κυνήγαγε τα παιδιά στο Chitty-Chitty-Bang-Bang. Τον Μπέκαμ να χαμογελάει σαν χαζός ενώ οδηγούσε σκάφος με την ολυμπιακή φλόγα στον Τάμεση. Τον αγαπημένο μου Κένεθ Μπράνα  να θυμίζει, άγνωστο γιατί, τον Αβραάμ Λίνκολν είτε διάβαζε ένα κομμάτι του Κάλιμπαν από την «Τρικυμία» του Σέξπιρ, είτε ηγείτο μιάς ομάδας μεγαλοαστών-τραπεζιτών-βιομηχάνων (θα σας γελάσω) που χόρευαν την πιο άθλια χορογραφία ever.

Είναι όρος απαράβατος για κάθε τελετή έναρξης ολυμπιακών αγώνων να υμνεί την ιστορία και τον πολιτισμό της οργανώτριας χώρας. Δεν του έδεσε το φαί του Μπόιλ (δεν είναι όλοι Δημήτρης Παπαιωάννου). Η ειδυλλιακή, εξοχική καταπράσινη Αγγλία με τα χωριουδάκια και τις ειρηνικές της ασχολίες, πρώτη εικόνα της βραδυάς, έδωσε τη θέση της στις καμινάδες και τους εξαθλιωμένους εργάτες της βιομηχανικής επανάστασης. Ωραία ιδέα. Χαώδης και άνευρη εκτέλεση. Η αναφορά στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, πάλι, ξεχείλωσε κι αυτή. Βλέπαμε και ξαναβλέπαμε παιδάκια στα κρεβάτια τους και νοσοκόμες να ξεσαλώνουν χορεύοντας. ‘Ετσι που να αναρωτιέμαι με το δίκιο μου γιατί έχασε το μπρίο του ο σκηνοθέτης και έδειξε τις σουφραζέτες, που στο κάτω-κάτω κάνανε τα ακατανόμαστα, πολύ ροκ πράγματα,  σαν κάτι αγέλαστες νταρντάνες με πλακάτ.

Λεπτομέρειες. Nομίζω ότι αυτό που πάνω απ’ όλα ενδιέφερε τον Μπόιλ  δεν ήταν ούτε η ιστορία, ούτε η πολιτική, ούτε ο πολιτισμός του νησιού του. Απ’ όλα τα θαύματά του (Isles of wonder ήταν και ο τίτλος της τελετής) διάλεξε να εστιάσει στη νεολαία, τη διασκέδασή της και, φυσικά, τη μουσική της. Την ποπ και τη ροκ. Θεμιτό και αναμενόμενο. Και πιασάρικο. Έκανε την τελετή έναρξης πανηγύρι. Γιατί όχι; Απλώς είμαι πολύ περίεργη τι του έμεινε να βάλει στην τελετή λήξης όταν από τώρα ξεμπέρδεψε με Μπιτλς, Ρόλινγκ Στόουνς, Arctic Monkeys, Jam, Who, Ντεϊβιντ Μπάουι και πολλούς άλλους, που ως ψιλοάσχετη δεν έπιασα, ενώ γύρω από ένα τυπικό εγγλέζικο σπίτι χιλιάδες ορμητικοί νεαροί και νεαρές χόρευαν και ερωτεύονταν. 

Θέλω, όμως, να είμαι απολύτως δίκαιη. Μπορεί να μη βρήκα στο Λονδίνο την υπογραφή του μεγάλου καλλιτέχνη, στην οποία μας είχαν καλομάθει ο Παπαιωάννου και ο Γιμού, είδα, όμως, μια χύμα γιορτή στα μέτρα του ανθρώπου. Μια τελετή της διπλανής πόρτας, αφού ακόμα και τα πολλά εφέ ο Μποϊλ τα απέφυγε (δεν νομίζω να πέταξε παραπάνω από ένας άνθρωπος). Κι όταν ειδα και πώς άναψε ο ολυμπιακός βωμός, είπα μέσα μου: νάτη η άποψή του, διάχυτη σε όλη τη βραδυά,  αλλά τόσο σαφής, χειροπιαστή και τολμηρή στο τέλος. 

Για πρώτη φορά στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων δεν έφτασε στο βωμό ένας και μόνος κορυφαίος αθλητής, αλλά εφτά έφηβοι μαζί, η νέα γενιά, οι ολυμπιονίκες του μέλλοντος. Με τις δάδες τους μετέδωσαν τη φλόγα στα χάλκινα πέταλα, που συνόδευαν κάθε εθνική ομάδα. Αυτά ορθώθηκαν, ενώθηκαν και δημιούργησαν την πιο συλλογική, αγαπησιάρικη ολυμπιακή φλόγα. Θα καίει στο Λονδίνο μέχρι τις 12 Αυγούστου. «Remember to let her into your heart, then you can start to make it better». Μήπως σ’ αυτην αναφέρθηκε και ο σερ Πολ; 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News