Η χαμένη κληρονομιά του Τζο Μπάιντεν
Η χαμένη κληρονομιά του Τζο Μπάιντεν
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όλες οι προεδρικές κληρονομιές είναι ανάμεικτες. Οι καλύτεροι κάνουν λάθη και οι χειρότεροι κάνουν ορισμένα πράγματα σωστά. Αλλά η κληρονομιά του Τζο Μπάιντεν είναι πιο ανάμεικτη από τις περισσότερες, έστω και μόνο επειδή έκανε μερικά σημαντικά πράγματα κατά βάση σωστά και ορισμένα άλλα, εξίσου σημαντικά, κατά βάση λάθος.
Οσον αφορά τα θετικά, η απόδοση της αμερικανικής οικονομίας ήταν εξαιρετικά καλή υπό τον Μπάιντεν. Μετά την πανδημία το ΑΕΠ αυξήθηκε σημαντικά, από περίπου 21 τρισ. δολάρια το 2020 σε περισσότερα από 29 τρισ. δολάρια το 2024. Η οικονομία δημιούργησε περισσότερες από 16 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και η ανεργία μειώθηκε σημαντικά. Και μέσω σημαντικών νομοθετημάτων –όπως ο δικομματικός νόμος για τις υποδομές, ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού και ο νόμος για τους ημιαγωγούς και την επιστήμη– ο Μπάιντεν εξασφάλισε σημαντική χρηματοδότηση για τη βελτίωση των υποδομών, την εγχώρια παραγωγή ημιαγωγών και την καθαρή ενέργεια.
Αλλά η αύξηση των ομοσπονδιακών δαπανών προκάλεσε επίσης αύξηση του πληθωρισμού, με τις τιμές καταναλωτή να αυξάνονται περίπου κατά 20% σε διάστημα τεσσάρων ετών. Συνέβαλε επίσης στη διόγκωση του ελλείμματος, με το δημόσιο χρέος να αυξάνεται κατά περίπου 7 τρισ. δολάρια, φτάνοντας τα 36 τρισ. δολάρια έως το τέλος του 2024.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Μπάιντεν στην εξωτερική πολιτική ήταν αναμφίβολα η Ουκρανία. Ενώ η κυβέρνηση τελικά δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εισβολή του Βλαντίμιρ Πούτιν, προέβη σε μια άνευ προηγουμένου δημιουργική χρήση πληροφοριών για να προειδοποιήσει την Ουκρανία και τον κόσμο. Εφάρμοσε επίσης σοφά μια στρατηγική έμμεσης προσέγγισης, μέσω της οποίας οι ΗΠΑ και οι εταίροι τους στο ΝΑΤΟ παρείχαν στην Ουκρανία τα μέσα για να αμυνθεί, αποφεύγοντας την άμεση στρατιωτική εμπλοκή, η οποία θα μπορούσε να είχε προκαλέσει έναν μεγαλύτερο –ή ακόμα και πυρηνικό– πόλεμο.
Η πολιτική αυτή πέτυχε κατά μεγάλο βαθμό. Σχεδόν τρία χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, ο Πούτιν δεν κατάφερε να πετύχει τους στόχους του, παρά τη διαφορά από άποψη στρατιωτικής ισχύος και πληθυσμού. Πράγματι, η Ουκρανία αντιστάθηκε στον ρωσικό στρατό, οδηγώντας τη σύρραξη σε τέλμα, και διατήρησε την ανεξαρτησία της.
Ομως η πολιτική αυτή δεν ήταν τέλεια. Ηταν λανθασμένη όσον αφορά την υπερβολική προσοχή στην προμήθεια της Ουκρανίας με προηγμένα οπλικά συστήματα και τη δυνατότητα χρήσης τους με τρόπο που ήταν πιο πιθανό να επηρεάσει τη δράση των ρωσικών δυνάμεων. Παρομοίως, η παρουσίαση της σύρραξης ως πολέμου μεταξύ των δυνάμεων της δημοκρατίας και των δυνάμεων του αυταρχισμού εμπόδισε την οικοδόμηση μιας ευρείας διεθνούς συμμαχίας που θα αντιτασσόταν στον Πούτιν και θα υποστήριζε τις κυρώσεις.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν απέτυχε επίσης να καθορίσει επιτεύξιμους πολεμικούς στόχους. Φοβούμενη να μην κατηγορηθεί για προδοσία κατά ενός εταίρου και για υποχώρηση ενόψει της επιθετικότητας, η κυβέρνηση υπέκυψε στην Ουκρανία, η οποία μέχρι τα τέλη του 2024 συνέχιζε να κάνει λόγο για ανάκτηση όλων των εδαφών που απώλεσε από το 2014, εκφράζοντας μια θέση που, αν και κατανοητή, δεν ήταν ρεαλιστική από στρατιωτική άποψη. Το ότι επιτράπηκε ο καθορισμός στόχων που δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν λειτούργησε υπέρ όσων εναντιώνονταν στην αρωγή της Ουκρανίας.
Γενικότερα, ο Μπάιντεν έκανε σημαντικά βήματα για να αποκαταστήσει συμμαχίες που είχαν κλονιστεί και αποδυναμωθεί κατά την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ. Ουσιαστικά αντικατέστησε το «Πρώτα η Αμερική» με το «Πρώτα οι Σύμμαχοι». Αντιλήφθηκε τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της στρατολόγησης εταίρων για την αντιμετώπιση κοινών περιφερειακών και παγκόσμιων προκλήσεων.
Υπό τον Μπάιντεν το ΝΑΤΟ διευρύνθηκε –με την προσχώρηση της Φινλανδίας και της Σουηδίας– και συνέχισε να εκσυγχρονίζεται, ενώ συνάφθηκε και μια σημαντική τριμερής συνεργασία με τη Βρετανία και την Αυστραλία (AUKUS). Ο Μπάιντεν κατάφερε επίσης να μεσολαβήσει για μια ιστορική επαναπροσέγγιση Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας.
Αλλού όμως, στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, επικράτησε η στρατηγική στασιμότητα. Οσον αφορά την Κίνα, ο Μπάιντεν διατήρησε τους εισαγωγικούς δασμούς του Τραμπ και επέβαλε μια σειρά από ελέγχους στις εξαγωγές κρίσιμων τεχνολογιών. Η ανανέωση του διαλόγου δεν ανέκοψε τη συνεχιζόμενη στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας ή την υποστήριξή της στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Παρομοίως πραγματοποιήθηκαν ελάχιστες πρόσωπο με πρόσωπο διπλωματικές επαφές με τη Βόρεια Κορέα, η οποία παρέμεινε εχθρική απέναντι στα συμφέροντα των ΗΠΑ, συνέχισε να παράγει πυρηνικά όπλα και πυραύλους και έστειλε στρατεύματα στη Ρωσία να πολεμήσουν για λογαριασμό του Κρεμλίνου.
Η πιο κραυγαλέα αποτυχία όσον αφορά την περιφερειακή στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν ήταν οικονομική. Ο Μπάιντεν ανακοίνωσε το Οικονομικό Πλαίσιο Ινδο-Ειρηνικού (IPEF), το οποίο απέβη άκαρπο, και οι ΗΠΑ δεν προσχώρησαν σε κανένα περιφερειακό εμπορικό σύμφωνο, επιτρέποντας στην Κίνα να εδραιώσει τη θέση της ως το οικονομικό κέντρο βάρους της περιοχής. Κατά βάση, το ελεύθερο εμπόριο έδωσε τη θέση του σε πολιτικές προστατευτισμού που έδιναν έμφαση στη δαπανηρή εγχώρια παραγωγή και στις διατάξεις περί αγοράς αμερικανικών προϊόντων.
Στο Αφγανιστάν ο Μπάιντεν εφάρμοσε τη συμφωνία που διαπραγματεύτηκε και υπέγραψε ο Τραμπ τον Φεβρουάριο του 2020, ανοίγοντας τον δρόμο για την επιστροφή των Ταλιμπάν. Παρ’ όλο που θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η συμφωνία υπονόμευσε ένα στάτους κβο που ήταν βιώσιμο και κρατούσε τους Ταλιμπάν σε απόσταση, δεν καταβλήθηκε καμία προσπάθεια για την αναθεώρησή της. Επειτα από χρόνια χρηματοδότησης και εκπαίδευσης από τις ΗΠΑ, ο αφγανικός στρατός κατέρρευσε μέσα σε λίγες ημέρες και 13 αμερικανοί στρατιώτες πέθαναν κατά τη χαοτική εκκένωση.
Ταυτόχρονα, οι προσπάθειες να τεθεί η Μέση Ανατολή σε δεύτερο πλάνο κατέρρευσαν την 7η Οκτωβρίου του 2023. Ο Μπάιντεν ορθώς τάχθηκε στο πλευρό του Ισραήλ τις ημέρες μετά τις επιθέσεις της Χαμάς, αλλά η σχεδόν άνευ όρων υποστήριξη έκανε τις ΗΠΑ να φαίνονται αδύναμες, καθώς η επακόλουθη στρατιωτική δράση του Ισραήλ στη Γάζα προκάλεσε τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων αμάχων και μια ανθρωπιστική κρίση. Η κυβέρνηση πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της προσπαθώντας να μεσολαβήσει για μια εκεχειρία μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς την οποία καμία πλευρά δεν ήθελε.
Ενώ η κατάσταση στην περιοχή είναι αναμφισβήτητα πολύ καλύτερη σε σχέση με πριν από τέσσερα χρόνια, αυτό δεν σχετίζεται με την πολιτική των ΗΠΑ, αλλά με την καρατόμηση της Χεζμπολάχ, τον αποδεκατισμό της Χαμάς, την απόφαση του Ισραήλ να πλήξει την αεράμυνα του Ιράν (καθώς και εγκαταστάσεις παραγωγής και αποθήκευσης όπλων) και με την πτώση του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία, η οποία θα πρέπει να αποδοθεί στην αδυναμία του Ιράν, στη διάσπαση της προσοχής της Ρωσίας και στον τουρκικό οπορτουνισμό.
Η μεγαλύτερη μεμονωμένη αποτυχία της κυβέρνησης Μπάιντεν σημειώθηκε στα νότια σύνορα των ΗΠΑ. Η παράτυπη μετανάστευση αυξήθηκε κατά περίπου οκτώ εκατομμύρια μεταξύ 2021 και 2024. Η κυβέρνηση προσπάθησε αρχικά να διαφοροποιήσει τη μεταναστευτική πολιτική της από εκείνη του Τραμπ, αλλά στη συνέχεια, όταν κατέστη σαφές ότι η προσέγγισή της ήταν αναποτελεσματική, άργησε να αντιδράσει.
Η απόφαση του Μπάιντεν να διεκδικήσει την επανεκλογή του, παρά τα χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας και τις ολοένα περισσότερες ενδείξεις ότι δεν ήταν πλέον ικανός να κάνει τη δουλειά του, άνοιξε επίσης τον δρόμο για τη νίκη του Τραμπ. Εάν είχε τηρήσει τις προηγούμενες υποσχέσεις του περί μεταβατικής προεδρίας και είχε επιλέξει να είναι πρόεδρος μίας θητείας, οι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να είχαν διεξαγάγει μια ανταγωνιστική διαδικασία ανακήρυξης υποψηφίου, προσφέροντας στους διεκδικητές του χρίσματος χρόνο για να καταστρώσουν ένα πρόγραμμα και να συστηθούν στους ψηφοφόρους.
Η κληρονομιά ενός προέδρου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τι διατηρεί ο διάδοχός του. Ο Μπάιντεν δεν είναι απλά άτυχος που τον διαδέχεται ο Τραμπ, ο οποίος έχει δεσμευτεί να αναιρέσει μεγάλο μέρος της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του. Η εξέλιξη αυτή είναι επίσης, σε μεγάλο βαθμό, ευθύνη του ίδιου του Μπάιντεν. Η μεγαλύτερη κληρονομιά του θα μπορούσε να είναι η έλλειψη μιας κληρονομιάς.
* O Richard Haass είναι επίτιμος πρόεδρος του Council on Foreign Relations, ανώτερος σύμβουλος στο Centerview Partners, συγγραφέας του «The Bill of Obligations: The Ten Habits of Good Citizens» (Penguin Press, 2023) και συντάκτης του εβδομαδιαίου newsletter Home & Away. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News