1142
|

Θανάσης Βαλτινός: “Η λογοτεχνία, τελικά, δεν είναι το στόρι, είναι οι λέξεις που το κουβαλάνε”

Θανάσης Βαλτινός: “Η λογοτεχνία, τελικά, δεν είναι το στόρι, είναι οι λέξεις που το κουβαλάνε”

Μια φοιτήτρια κάνει τη διατριβή της πάνω στο διήγημα του Θανάση Βαλτινού «Εθισμός στη Νικοτίνη» κι αυτός δέχεται να απαντήσει στις ερωτήσεις της. Τι θυμάται από τον πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο ένα παιδί, κινούμενο μεταξύ Σπάρτης, Γυθείου και Τρίπολης, που αργότερα θα καθορίσει την ελληνική λογοτεχνία;  

Αυτό το παιχνίδι των ερωτοαποκρίσεων διάλεξε ο συγγραφέας για το νέο του μυθιστόρημα. Κι αν κάποια στιγμή αποκαλύπτεται ότι η τυχερή φοιτήτρια είναι φανταστικό πρόσωπο, τα υπόλοιπα υλικά του βιβλίου δεν είναι απλώς πραγματικά -όσο το επιτρέπουν, βέβαια, τα πανίσχυρα δικαιώματα της λογοτεχνίας. Οικογένεια, σχολείο, φύση και ιστορία με γιώτα κεφαλαίο γίνονται στα χέρια του Θανάση Βαλτινού ένα ακόμα συναρπαστικό ανάγνωσμα,  που δεν λέγεται τυχαία «Ανάπλους».     

«Διάλεξα το πρόσχημα μιας συνέντευξης γιατί απέφυγα έτσι να μακρηγορήσω, μπόρεσα να πάω κατευθείαν σ’ αυτά που ήθελα να πω. Η σπουδή πάνω στη φόρμα κάθε φορά παίρνει και άλλη τροπή. Στον «Τελευταίο Βαρλάμη» διάλεξα έναν δοκιμιακό λόγο, τώρα μια συνέντευξη. Η λογοτεχνία, τελικά, δεν είναι το στόρι, είναι οι λέξεις που το κουβαλάνε. Και, όπως έχει πει ένας άγγλος ποιητής σε μια υπερβολή βεβαίως, λογοτεχνία είναι η σειρά των λέξεων».

-Που σταματάει το ντοκουμέντο και πού αρχίζει η μυθοπλασία ακόμα και σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο σαν αυτό;
«Χρησιμοποιώ τα αυτοβιογραφικά στοιχεία αλλά για να πάω παραπέρα. Κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο είναι μια αυτοαναιρούμενη αυτοβιογραφική ιστορία αλλά κι ένας ανάπλους προς το έργο μου, μια έκφραση της ποιητικής  μου, της θεωρίας μου για τη λογοτεχνία».

-Είναι τόσο ανεξάντλητο υλικό τα παιδικά σας χρόνια και ο Εμφύλιος στην Πελοπόννησο;
«Από κει αντλούν όλοι οι συγγραφείς. Είναι τα χρόνια που μάς σφραγίζουν. Τέτοια κείμενα δεν γράφονται χωρίς συγκίνηση. Είναι εξόφληση γραμματίων, που κάποια στιγμή τα πετάει κανείς πίσω του. Γράφεις και αλαφρώνεις. Θυμάμαι τα πάντα πολύ καλά, έστω κι αν μου διαφεύγουν λεπτομέρειες και, όπως λέω κάπου, οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν δεν υπάρχουν πια. Πιστεύω, όμως, ότι από τα χάσματα της μνήμης προκύπτει η ποιητική διάσταση του χρόνου». 

-Επιμένετε και στον «Ανάπλου» στα εγκλήματα των ανταρτών με μια κυρίως «από τα δεξιά» ματιά πάνω στα γεγονότα, χωρίς, βεβαίως, να αποσιωπάται η τρομοκρατία από χίτες και ταγμασφαλίτες.
«Για έναν συγγραφέα το «από τα δεξιά» ή «από τα αριστερά» δεν υπάρχει. Η θέση του είναι αυτή του ανένταχτου παρατηρητή, ενός ευαίσθητου υποκειμένου που αντιδρά αμερόληπτα. Κάθε  ένα από τα βιβλία μου, που αναφέρονται στον εμφύλιο, έχει και άλλη ματιά. Η αριστερά ενοχλήθηκε από την «Ορθοκωστά» όταν είδε να γράφονται ευθέως και ωμά αυτά που έγιναν. Αλλά και στην «Κάθοδο των εννιά» υπήρχαν  πολύ σκληρά πράγματα σ’ ένα ιδεολογικό επίπεδο.  Οι κυνηγημένοι αντάρτες εξέφραζαν αμφιβολίες και επιφυλάξεις για όσα κάποτε τους ενέπνευσαν σαν όραμα και όνειρο». 

-Και πώς εξηγείτε το γεγονός πώς η «Κάθοδος» όχι μόνο δεν ενόχλησε, αλλά διαβάστηκε από πολλούς και σαν αριστερό βιβλίο;
«Δεν ενόχλησε γιατί πιθανότατα εξέφραζε αυτό που πολλοί ένοιωθαν αλλά δεν τολμούσαν να αρθρώσουν. Δεν ενόχλησε γιατί οι ήρωές της κουβαλούσαν μια ακραία αξιοπρέπεια. «Πού να πιαστεί η ψυχή σου τώρα για να πεθάνεις», «τόσο όνειρο και να μην έχεις πού να φτάσεις». Οι λέξεις έχουν και μια συμβολική διάσταση. Ο συγγραφέας δουλεύει με την πραγματικότητα, αυτή είναι η πρώτη του ύλη και δεν μπορεί να την πλαστογραφήσει. Δεν θα μπορούσα να πλαστογραφήσω στον «Ανάπλου» ,για παράδειγμα, την εικόνα που έζησα στα 13 μου, του Σφακιανού, καπετάνιου του ΕΛΑΣ, στο μπαλκόνι του Δημαρχείου της Σπάρτης με τις δύο κάμες του στη μέση. Την Ελένη και τη Μαριώ. Με αυτές τιμωρούσε τα θύματά του, πάντα «προδότες»,  δίνοντας τους την ευχέρεια  να διαλέξουν. Αποθησαυρίστηκαν ακόμα και σε  παιδικό τραγουδάκι. «Τη μιά τη λεν Ελένη –την άλλη Μαριγώ, όλοι θα περάσετε από δώ»». 

-Η δουλειά νέων ιστορικών πάνω στην ίδια περίοδο (Μαραντζίδης, Καλύβας) νοιώθετε ότι σας δικαιώνει;
«Το θέμα δεν είναι αν νοιώθω δικαίωση, αν και έχουν πει ότι η «Ορθοκωστά» ήταν γι’ αυτούς η αρχή. Στην εργασία τους  υπάρχει έρευνα, δεν χωράνε ιδεολογικά κριτήρια. Είναι επιστήμονες –ούτε δεξιοί, ούτε αριστεροί. Έφτασαν να πουν ότι ο Καλύβας είναι πράκτορας των αμερικανών επειδή διδάσκει στο Γέϊλ. Αν δεν υπάρξει ομολογία όλων των πτυχών της εμφύλιας σύγκρουσης δεν θα πάμε παρακάτω, θα παίζουμε εσαεί «γκέο βαγκέο», σας πήραμε, μας πήρατε. Ο Γιώργος Μαργαρίτης στη δική του ιστορία του εμφυλίου πλαστογραφεί, αποκρύπτει, διαστρέφει  επιχαίροντας. Είναι ,δηλαδή, ιδεολόγος, είναι μαχητής, αλλά ιστορικός δεν είναι».

-Διαβάζοντας το βιβλίο ένοιωσα σαν να αναφέρεται στο σήμερα. Όπως μετά την απελευθέρωση, έτσι και τώρα υπάρχουν άνθρωποι που ,«σαν το αυγό ανάμεσα στις δύο πέτρες», δεν βολεύονται με τη ρητορική της βίας, το κάλεσμα σε κρεμάλες, θάνατο και  τιμωρία των «προδοτών». Ήταν αυτός ένας από τους στόχους σας; 
«Βεβαίως νοιώθω τις ομοιότητες. Δύο ήταν οι κρίσιμες στιγμές στην νεώτερη ελληνική ιστορία: η εποχή αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και η σημερινή. Και τότε και τώρα δεν υπάρχουν  μεγάλοι ηγέτες να πιάσουν τον ταύρο από τά κέρατα. Όλοι ελίσσονται με τρόπο μίζερο, σαν να έχουν  από ένα μικρομάγαζο ο καθένας, κατώτεροι του ύψους των περιστάσεων. Την λαϊκή χύμα οργή κάποιοι από δώ και από εκεί την εκμεταλλεύονται, φτάνει να αποκτούν ακροατήριο, χωρίς να σκέφτονται τι συνέπειες μπορεί να έχει». 
 

-Οι πνευματικοί άνθρωποι σε εποχές κρίσης δέχονται εκκλήσεις να παίρνουν θέσεις, να καθοδηγούν. Κάποιοι το κάνουν κατά κόρον, ο Θεοδωράκης, για παράδειγμα. Εσείς ποτέ. Γιατί;  
«Είμαι κατά των «δασκάλων». Η εποχή μας δεν έχει ανάγκη από δασκάλους του γένους. ‘Οσοι βγαίνουν και τους παριστάνουν είναι συνήθως γελοία πρόσωπα. Μόνο μέσα από τη δουλειά του και το προσωπικό του παράδειγμα, τον τρόπο που ζει και πολιτεύεται, μπορεί κανείς σήμερα να «διδάσκει». Ο κόσμος έχει ένστικτο, έχει μυαλό, έχει συμφέροντα. Μπορεί να ξεκαθαρίσει μόνος του τα πράγματα ,αλλά και τις ευθύνες του. Πρέπει κανείς να παραδέχεται κάποια στιγμή ότι γερνάει, ότι ο κόσμος αλλάζει και δεν μπορεί πιά να τον κατανοήσει».

-Μνημόνιο: αναγκαίο κακό ή εθνική υποδούλωση;
«Με  ενόχλησε στο βαθμό που αναγκαστήκαμε να το δεχτούμε. Ντροπή μας  που φτάσαμε ως εδώ. Αλλά από κει και πέρα, τι θα κάναμε;»

-Πώς θα αποτιμούσατε το έργο του Λουκά Παπαδήμου;
«Προσπάθησε να κάνει το καλύτερο και νομίζω ότι συγκράτησε πάρα πολλά πράγματα».  

-Πώς κρίνει ένας ακαδημαϊκός την άρνηση της ηγεσίας των πανεπιστημίων να εφαρμόσει το νέο νόμο και την προστασία που επεχείρησε να της προσφέρει ο υπουργός Παιδείας;
«Είναι ακατανόητα πράγματα κάποιοι να αρνούνται να εφαρμόσουν τους νόμους. Την περίμενα την στάση του κ. Μπαμπινιώτη. Εσείς γιατί εκπλαγήκατε; Ακριβώς γι’ αυτές τις δουλειές είναι, για να τα σκεπάζει όλα, να κλείνει τις γωνίες, πάντα πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Ευτυχώς του τράβηξε κάποια στιγμή το αυτί ο Παπαδήμος». 

-Θα ψηφίσετε στις εκλογές και με τι κριτήρια;
«Το δίλημμα είναι τεράστιο. Μέσα ,όμως, στο αδιέξοδο που υπάρχει, δεν λέω «δεν θα ψηφίσω» ή «θα ρίξω λευκό». Διαλέγω η ψήφος διαμαρτυρίας μου να πάει στον Στέφανο Μάνο, έναν πολιτικό που προτείνει πρακτικές λύσεις και είναι ειλικρινής, απαραίτητες αρετές σήμερα». 
       
*Ο "Ανάπλους" κυκλοφορεί από το βιβλιοπωλείον της Εστίας.
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News