1220
Από αριστερά προς τα δεξιά. Γιώργος Τράκας, Παρβέζ, και Μιχάλης Τράκας |

Σε ένα από τα πιο παλιά κηροπλαστεία της Ελλάδας

Από αριστερά προς τα δεξιά. Γιώργος Τράκας, Παρβέζ, και Μιχάλης Τράκας
|

Σε ένα από τα πιο παλιά κηροπλαστεία της Ελλάδας

Στου Ψυρρή, κάτω από την οδό Αθηνάς, υπάρχει ένα μικρόκοσμος που όσο κι αν γεμίζει Αirbnb και μπουτίκ ξενοδοχεία, καταφέρνει να σε γυρνάει πίσω στο χρόνο με τα μικρομάγαζα και τις μικροβιοτεχνίες του. Όσες απέμειναν, τέλος πάντων.

Φτάνοντας στη Βαρβάκειο τρόμαξα να περάσω. Γινόταν χαμός, ενόψει της γιορτής του Πάσχα. Πήρα την οδό Ευρυπίδου προς τα κάτω και έστριψα στην Αριστοφάνους. «Εκεί είναι το κηροπλαστείο μας», μου είχε πει ο Μιχάλης Τράκας στο τηλέφωνο. «Από το 1930 δεν έχει αλλάξει θέση».

Έχει αλλάξει βέβαια πρόσοψη. Το γκράφιτι απέξω φωνάζει 21ος αιώνας. Νομίζεις ότι μέσα θα βρεις κάποιο εναλλακτικό καφέ για νεοχίπιδες και τίποτα δεν σε προϊδεάζει για όταν ανοίξει η πόρτα. Είναι σα να μπαίνεις σε χρονοκάψουλα που σε πάει στου Ψυρρή του 1950. Στη συνοικία των κουτσαβάκηδων, των τσαγκαράδων, των μπακαλοταβερνείων και των μηχανουργείων. Στην καρδιά της μικρής βιοτεχνίας που έδωσε στον Νεοέλληνα ψωμί και μεροκάματο, πριν αποφασίσει να παραδώσει τη γειτονιά στην ξέφρενη διασκέδαση της millenial εποχής και στα παρατράγουδα της.

Κλωστή για το φυτίλι

Κατευθείαν σε παίρνει η μυρωδιά του κεριού. Έχει καταλάβει τον χώρο, το κερί και τα χνώτα της οικογένειας που επί τρεις γενιές το δουλεύουν: «Είμαστε από τα πιο παλιά κηροπλαστεία της Ελλάδος, όχι μόνο της Αθήνας. Οι περισσότεροι κηροπλάστες έχουν υπάρξει υπάλληλοι του παππού μου» αναφέρει ο Μιχάλης. «Το πρώτο κηροπλαστείο της Ελλάδας ήταν ο Καρώνης, που ήταν ξάδελφος του παππού μας. Τον κάλεσε από την Τρίπολη στην Αθήνα να εργαστεί στο κηροπλαστείο του. Όταν ο παππούς κατάφερε να μαζέψει χρήματα, άνοιξε το δικό του κηροπλαστείο, το δεύτερο στην Ελλάδα. Είναι αυτό που βλέπεις τώρα» συμπληρώνει την ιστορία ο αδελφός του, ο Γιώργος.

Ο παππούς το πέρασε στον πατέρα και ο πατέρας στους δύο γιους, οι οποίοι συνεχίζουν την παράδοση. Και δουλεύουν χωρίς σταματημό. Για την ακρίβεια, μου μιλάνε δουλεύοντας. Αν διακόψουν και παραδώσουν την προσοχή τους αλλού, κάτι μπορεί να πάει στραβά στη διαδικασία και άντε πάλι από την αρχή. Όπως μου λένε, η δουλειά τους έχει πάρα πολύ κουβάλημα, όπως και πολλή οδήγηση και ταξίδια γιατί πηγαίνουν παραγγελίες.

Η πρώτη ύλη των περισσότερων κεριών σήμερα είναι η παραφίνη. Υπάρχει και το αγνό, καθαρό μελισσοκέρι αλλά το κόστος εκεί ανεβαίνει.  Τα κεριά παραφίνης προτιμώνται γιατί είναι πιο οικονομικά: «Κεριά από καθαρό μελισσοκέρι παραγγέλνονται πιο σπάνια πια, κυρίως από μοναστήρια» σημειώνει ο Μιχάλης ρίχνοντας παράλληλα κουβάδες με την υγρή πρώτη ύλη, σε καζάνι που βράζει. Από πάνω περιμένουν τα φυτίλια, κρεμασμένα σε ειδικό κατασκεύασμα, να βουτηχτούν μέσα.

Η πρώτη ύλη πέφτει στο καζάνι. Γύρω γύρω βράζει νερό για να κρατάει τη θερμοκρασία

Παραδίπλα ένα άλλο μηχάνημα, η ανέμη. Εκεί ετοιμάζονται τελάρα με φυτίλια. Ο Μιχάλης το βάζει μπρος για να μου δείξει πώς πλέκονται επάνω τους οι κλωστές γύρω από τις οποίες θα σχηματιστούν κεριά. Όταν τα τελάρα είναι πλεγμένα, τα στηρίζουν επάνω στο μύλο και αρχίζει η κατάδυση τους στη λιωμένη πρώτη ύλη. Γύρω-γύρω ρίχνουν νερό για να κρατάει τη θερμοκρασία. Σαν μπεν μαρί, δηλαδή.

Κάθε τελάρο έχει το δικό του μέγεθος και προκύπτει το ανάλογο νούμερο κεριού. Ξεκινάει από το νούμερο ένα και φτάνει ως το εξήντα: «Υπάρχει και μηχάνημα μεγάλου μεγέθους που φτιάχνει λαμπάδες τάματος. Αυτό που λέμε θ’ ανάψω μια λαμπάδα στο μπόι σου» καταλήγει ο Μιχάλης. Γελάμε. Η ατμόσφαιρα είναι ποτισμένη με κούραση και ιδρώτα, αλλά και με την ευχάριστη διάθεση των ανθρώπων που αγαπούν ό, τι κάνουν.

Τελάρα με φυτίλια

Η παραφίνη είναι λευκή και το κίτρινο χρώμα του κεριού προκύπτει από ειδικές βαφές που ρίχνουν μέσα στην πρώτη ύλη, όσο είναι λιωμένη. Το Πάσχα χρησιμοποιούν και άλλα χρώματα για να φτιάξουν λαμπάδες, αλλά κατά κύριο λόγο παράγουν κεριά εκκλησίας.

«Ένα παραδοσιακό κηροπλαστείο όπως το δικό μας, στηρίζει την επιβίωση του στις εκκλησίες. Το Πάσχα έχουμε πολύ μεγαλύτερη γκάμα πελατών, γιατί παίρνουν από εμάς το κερί που φτιάχνουν τις λαμπάδες. Και βασικά είναι οι γιορτές που μας δίνουν ανάσα. Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, ο Δεκαπενταύγουστος..» αναφέρει ο Μιχάλης. «Και τα προσκυνήματα. Όταν είχε έρθει η Αγία Ζώνη στην Αττική χρειάστηκαν οχτώ με εννέα τόνους κεριά» προσθέτει ο Γιώργος.

Ημερησίως αυτήν την εποχή, ο όγκος της παραγωγής είναι μεγάλος. Περίπου ένας τόνος κεριά βγαίνει καθημερινά από αυτό το μικρό κηροπλαστείο. «Βγαίνουν κεριά όσο κρατάνε τα πόδια μας», λέει ο Γιώργος που όση ώρα μιλάμε τυλίγει κεριά ασταμάτητα, καθώς ετοιμάζουν μια μεγάλη παραγγελία: «Κάποιο Πάσχα ξεκινήσαμε να δουλεύουμε εδώ Δευτέρα ξημερώματα, φύγαμε Παρασκευή απόγευμα, ίσα για να κάνουμε ένα μπάνιο στο σπίτι και να επιστρέψαμε εδώ να συνεχίσουμε για άλλες τόσες μέρες».

Το μηχάνημα αυτό πλέκει τα φυτίλια στα τελάρα

Η κρίση δεν έχει απλώς επηρεάσει την αγορά του κεριού, όπως μου λένε τα δύο αδέλφια την έχει τσακίσει. Όπως συμβαίνει με όλες σχεδόν τις μορφές παραγωγής, έχουν ακριβύνει κι εδώ πολύ οι πρώτες ύλες. Ο Γιώργος αναφέρει ενδεικτικά ότι η τιμή της παραφίνης έχει μια αύξηση 250% τα τελευταία χρόνια. Το ίδιο το χαρτί και το φυτίλι, είναι κατά 300% πιο ακριβά.

Καθώς τους παρακολουθώ να εργάζονται, συνειδητοποιώ πόσο χοϊκό είναι το περιβάλλον και η διαδικασία. Μια παραγωγή που χρειάζεται ακόμα το ανθρώπινο χέρι, το μάτι και την εμπειρία. Να ρίξεις τον κουβά νερό στο μπεν μαρί του μηχανήματος. Να βουτήξεις τα κεριά όταν πρέπει, να τα αφήσεις να στεγνώσουν όσο χρειάζεται, προτού να ξαναβουτήξεις. Να επαναλάβεις μέχρι να πάρουν το κατάλληλο πάχος. Να καθαρίσεις από το καζάνι το κερί που στερεοποιείται στην επιφάνεια.

Φυτίλια έτοιμα να βουτήξουν στη λαγκαβία

Μαζί τους εργάζεται και ο Παρβέζ. Όταν πριν εφτά χρόνια τους ζήτησε δουλειά, τον πήραν κατευθείαν μιας και είχε εμπειρία στην κηροπλαστική. Δύσκολο να βρεις άνθρωπο να ξέρει αυτή τη δουλειά πια. Όση ώρα τους απασχολώ, ο Παρβέζ είναι αφοσιωμένος στην παραγωγή που τρέχει. Είπαμε, αν κάτι δεν γίνει στο χρόνο του, όλα θα πρέπει να γίνουν πάλι από την αρχή. «Έχουμε περάσει εδώ μέσα και καλά και κακά. Τα καλά είναι ότι δουλεύουμε με τον αδελφό μου και όλοι οι υπάλληλοί μας είναι φίλοι μας» λέει ο Μιχάλης.

Τους ρωτάω για τη γειτονιά. Μια επαγγελματική στέγη σαν τη δική τους, που βρίσκεται σταθερά στο ίδιο σημείο για σχεδόν έναν αιώνα, έχει ζήσει όλες τις μεταμορφώσεις –και παραμορφώσεις της: «Η γειτονιά έχει σκαμπανεβάσματα. Εγώ τη θυμάμαι παιδί μια πολύ ωραία γειτονιά. Μετά πήρε τα κάτω της με τα ναρκωτικά, πλημμυρίσαμε. Τώρα γίνεται πάλι μια προσπάθεια αναβάθμισης. Πλέον, δεν υπάρχουν τόσες βιοτεχνίες όσες παλιά, είμαστε ίσως από τις ελάχιστες που έχουν μείνει. Τώρα εδώ σηκώνονται σαν τα δέντρα τα ξενοδοχεία» απαντούν τα αδέλφια Τράκα όσο με ξεπροβοδίζουν.

Το κηροπλαστείο Τράκα απέξω

Ξαναπαίρνω την Ευρυπίδου προς την Αθηνάς, με τη μυρωδιά του κεριού να έχει τρυπώσει στα ρουθούνια μου. Λίγο παρακάτω μπλέκεται με τα μπαχάρια και μετά με τα κρέατα και τα τυριά. Η συνοικία του Ψυρρή έχει τη δική της γοητεία. Το κηροπλαστείο ανταμώνει με το κινέζικο μπακάλικο, το αγγλικό brunch με τον ανατολίτικο παστουρμά, το ορίτζιναλ βίντατζ με το μεταμοντέρνο βίντατζ. Πίσω από κάθε γωνιά, οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους. Αυτές είναι που τα δένουν όλα. Το παζλ, όσες αντιθέσεις κι αν έχει, στο τέλος βγάζει πάντα νόημα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...