635
|

“Πατρίδες” : κερδισμένη, θεατρική βραδιά

“Πατρίδες” : κερδισμένη, θεατρική βραδιά

Αυτή τη φορά δεν είδα ξέμπαρκους λαθρομετανάστες έξω από το Εθνικό Θέατρο, στα πεζοδρόμια της Μενάνδρου και της Αγίου Κωνσταντίνου, δυο-δυο, τρες-τρεις, να ανταλλάσουν λαθραίες ματιές με τους δήθεν άνετους θεατρόφιλους. Με ταξί έρχονταν, με ταξί έφευγαν και το μετρό δυο βήματα πιο πέρα. Ούτε τους συμπαθείς αστυνομικούς είδα, που έδιναν μια αίσθηση ασφάλειας -είχε ζητήσει σε υψηλούς τόνους από την πολιτεία ο απηυδισμένος Γιάννης Χουβαρδάς να προστατευθεί το πανέμορφο κτίριο του Τσίλερ από το γκέτο, που το πολιορκούσε ασφυκτικά: ναρκομανείς, βαποράκια, μικροεγκληματίες μετανάστες.                  

Σαν να πήγα σε άλλο Εθνικό το βράδυ της Παρασκευής. Άδειοι οι γύρω δρόμοι, ακόμα και η Ομόνοια που ξαφνικά μου φάνηκε τεράστια. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ «η σκούπα του Χρυσοχοϊδη πιάνει τόπο» και άρχισα  να αναζητώ με τα μάτια την παλιά, αλλόφυλη παρέα μου. Με μια δόση νοσταλγίας, εγώ η αρχιφοβιτσιάρα. Έτσι αποστειρωμένο θα είναι στο εξής το κέντρο; Για μας τους ντόπιους μόνο;                

Τους είδα, όμως, τους μετανάστες μου. Μπήκαν δειλά δειλά στην αίθουσα της Νέας Σκηνής καμιά δωδεκαριά, αφρικανοί και ασιάτες, άνδρες και γυναίκες. Οι δύο ελληνίδες που τους συνόδευαν, ήταν εθελόντριες στα προγράμματα υποστήριξης προσφύγων του Ερυθρού Σταυρού. Ήξεραν σε τι παράσταση τους έφερναν.                       

Γι’ αυτούς είναι γραμμένες οι «Πατρίδες» των Ρέππα-Παπαθανασίου κι ας αποτελείται το μεγαλύτερο μέρος τους από αυθεντικές, συγκλονιστικές μαρτυρίες δικών μας μεταναστών σε ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστραλία, Λατινική Αμερική. Να με συγχωρεί η χάρη μας. Αλλά μπροστά στις αφηγήσεις επί σκηνής του Μπακάρ Χουσείν από τη Συρία, του Μπαρκάτ από το Αφγανιστάν και του Ιρφάν Μουχαμάντ από το Πακιστάν η πλούσια μεταναστευτική μας μυθολογία μού φάνηκε ισχνή.                      

Όχι μόνο γιατί ανήκει σε άλλες εποχές, πού όσο κι αν φτωχύνει η Ελλάδα τέτοιες δεν θα ξαναζήσει –τα νέα παιδιά φεύγουν σήμερα στα ξένα με πτυχία και ξένες γλώσσες, νοιώθουν στον αναπτυγμένο κόσμο σαν στο σπίτι τους. Αλλά κυρίως γιατί κανείς Έλληνας μετανάστης δεν πέρασε ποτέ τις δικές τους φριχτές ταλαιπωρίες. Ούτε ο λατρεμένος μου παππούς, που στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στάλθηκε πακέτο από το  Έλις Αϊλαντ πίσω στην ορεινή Γορτυνία, επειδή ήταν μόλις 12 χρονών και είχε παπά πατέρα, άρα ψωμί να φάει.                 

Εμείς δεν φύγαμε μετανάστες κλεισμένοι σαν τα ποντίκια σε βυτιοφόρα. Δεν διασχίσαμε φουρτουνιασμένες θάλασσες στριμωγμένοι σε φουσκωτά, χωρίς να ξέρουμε κολύμπι. Δεν ξέβρασαν νεκρά τα παιδιά και τις γυναίκες μας τα κύματα του Αιγαίου. Δεν φάγαμε ξύλο από φαντάρους, δεν βιαστήκαμε σε κρατητήρια, δεν μας εκμεταλλεύτηκαν δουλέμποροι –το πολύ πολύ καπιταλιστές- δεν κοιμηθήκαμε στο δρόμο, ούτε γυρνάγαμε άνεργοι μήνες και χρόνια με τον τρόμο του κάθε μπάτσου. Συνήθως μας περίμεναν συγγενείς και δουλειές σε φάμπρικες. Ήμασταν νόμιμοι, ποτέ λαθραίοι.

Έτσι, όσο κι αν μου σηκωνόταν η τρίχα με τις ιστορίες των ελλήνων μεταναστών και ρούφαγα τη κάθε λέξη τους σαν υψηλή λογοτεχνία, ένοιωθα συνέχεια ότι βλέπω θέατρο.  Είναι τυχαίο ότι οι καταπληκτικοί έλληνες ηθοποιοί, ο καθένας κι ένα μικρό μονόπρακτο, έπαιζαν ρόλους, υποδύονταν πρόσωπα, υπερέβαλαν, διεκδικούσαν τον θαυμασμό του θεατή για την τεχνική, το συναίσθημα, το τάλαντό τους; Θα μου πείτε  έτσι το θέλησαν οι δύο σκηνοθέτες.                   

Δίπλα τους, όμως,  ο Μπακάρ Χουσείν, ο Μπαρκάτ και ο Ιρφάν Μουχαμάντ δεν είχαν ανάγκη από παλιά, δοκιμασμένα τερτίπια της σκηνής για να τα βγάλουν πέρα. Με την έντονη προφορά τους, είπαν ο καθένας τη μικρή του οδύσσεια, απλοί, γυμνοί, ευθείς, ασυγκίνητοι, μόνο με λίγο χιούμορ. Θα μού πείτε,  δεν είναι ηθοποιοί. Θα σας  πω ότι άλλο η ζωή, η δική σου ζωή και τραγωδία και άλλο οι μνήμες και οι αφηγήσεις παρμένες από βιβλία.                                               

Οι «Πατρίδες» των Ρέππα-Παπαθανασίου είναι η πιο κερδισμένη θεατρική βραδιά σε εποχές σκούπας και στρατοπέδων. Κι ας υπάρχει ο κίνδυνος η συγκίνηση, που εκμαιεύει, να καλύψει σαν άλλοθι την σύγχρονη αναισθησία μας. Τραγούδησα πάντως κι εγώ μαζί με τους ηθοποιούς, στο τέλος της παράστασης, το «δεν ρώτησες τόσο καιρό για μένα, πώς πέρασα τρελή στην ξενιτειά…». Και μετά, πήρα γρήγορα ταξί να απομακρυνθώ από το σκοτεινό κέντρο. Ο ταξιτζής σκυλόβριζε τους μετανάστες.           
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News