671
|

Αχ, Σμύρνη μου!

Αχ, Σμύρνη μου!

Να ξεκινάς για το Istanbul Theatre Festival, πού δίδαξε (και διδάσκει) στο τουρκικό κοινό τι θα πει παγκόσμια πρωτοπορία και να πέφτεις πάνω σε μια μάλλον συμβατική παράσταση  πού, όμως, λέγεται “Αh Smyrna’m , Guzel  Izmir’im” (Αχ Σμύρνη μου, όμορφό μου Ιζμίρ) είναι λίγο σουρεαλιστικό. Ήμουν αποφασισμένη στο πρώτο μου ταξίδι στην Πόλη να μην λοξοδρομήσω σε περασμένα μεγαλεία της φυλής μας, αλλά να μείνω σταθερά προσανατολισμένη στα οθωμανικά και ανατολίτικα στοιχεία της με μια μικρή παράκαμψη –παρασπονδία προς το Μουσείο της Αθωότητας του Ορχάν Παμούκ. Να, όμως, που ήρθε μόνη της η Ελλάδα και με πέτυχε στην αχίλλειο, θεατρική  μου φτέρνα. Και μάλιστα με βέλος καθαρόαιμο τούρκικο.                     

Μια μικρογραφία της Σμύρνης είχε στηθεί στην καρδιά του ασιατικού Καντίκιοϊ, σε υπερλούξ πολιτιστικό κέντρο με το άγαλμα του Ναζίμ Χικμέτ στην είσοδο, έναν από τους 21 διαφορετικούς χώρους του φεστιβάλ. Το θεατρικό έργο της Νεσρίν Καζάνκαγια (το σκηνοθετεί και κρατά και βασικό ρόλο) είναι σκανδαλωδώς φιλελληνικό. Εκτυλίσσεται το 1923 στην εξοχική έπαυλη της μεγαλοαστικής οικογένειας Βλαστού στο Μπουρνόβα, τις μέρες ακριβώς  που ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη Σμύρνη με την ανταλλαγή πληθυσμών. Αν δεν υπήρχε ο νεαρός υπηρέτης Μεχμέτ, πού κάποια στιγμή ξεσπάει, βλαστημάει  την «Μεγάλη Ιδέα»,  υμνεί τους νεότουρκους,  χαίρεται που οι «κατακτητές Έλληνες» μαζεύουν επιτέλους τα μπογαλάκια τους και παλεύει τελετουργικά (χορεύοντας ζεϊμπέκικο)  με το βαρύ πεπόνι της ελληνικής πλευράς, τον σνόμπ Θεοδόπουλο, η ιστορία του έργου θα ήταν too  good to be true.                          

Τέτοια γαλαντομία προς τους ‘Ελληνες ενώπιον τούρκικου κοινού, ομολογώ δεν την περίμενα. Eλπίζω να μην έχει η Νεσρίν την τύχη της Μαρίας Ρεπούση. Ο σπαραγμός των Βλαστών δεν περιορίζεται στον αποχωρισμό τους από τη λατρεμένη τους Σμύρνη, αφορά και τους τούρκους δουλευτές τους, που είναι ισότιμα μέλη της οικογένειας. Παράδειγμα; Η μέρα της περιτομής του μικρού Αλί Ριζά, γιού της ψυχοκόρης τους Μουζαγέν , είναι ευκαιρία για μεγάλη γιορτή με πλούσια δώρα στο αγοράκι, που φυσικά, έχει λωλαθεί από τον πόνο.                         

Δεν μας πέφτει λόγος. Έτσι αποφάσισε η τουρκάλα συγγραφέας, γέννημα και θρέμα σμυρνιά, πού η γιαγιά από τη μητέρα της μιλούσε ελληνικά. «Η Σμύρνη ήταν η Ατλαντίδα, η πιο πολιτισμένη πόλη στην ιστορία της ανθρωπότητας», δήλωσε κατηγορηματικά  στη  μικρή ελληνική δημοσιογραφική ομάδα, που έσπευσε  να την αναζητήσει μετά την παράσταση. «Δεν ήθελα ,βέβαια, να γράψω και την… Πολυάννα. Έπρεπε να φανούν και οι εθνικές διαφορές, τα  φανατισμένα άκρα ,που συνήθως φέρνουν τους πολέμους. Δεν είναι τυχαίο ότι η εικόνα της Σμύρνης, όπου συνυπήρχαν αρμονικά Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Λεβαντίνοι, μού ερχόταν συνέχεια στον νού στη διάρκεια της εμφύλιας αιματοχυσίας στη Γιουγκοσλαβία. Τότε αποφάσισα να γράψω και το έργο. Σκέφτηκα ότι αν θύμιζα τη θλιβερή μοίρα της όμορφης Σμύρνης ίσως έκανα κάποιους να συνειδητοποιήσουν την αξία της συνύπαρξης των ανθρώπων. Το χρώμα του αίματος, που χύνεται, είναι πάντα το ίδιο».                   

Ενάμιση χρόνο μάζευε υλικό και ιστορίες. Ηρθε και στην Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) για να μιλήσει με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Κι αν η πολυμελής  οικογένεια Βλαστού είναι εντελώς φανταστική, έχει τα πιο γνήσια ελληνικά σουσούμια. Ένα αρκετά μεγάλο μέρος των διαλόγων γίνεται στη γλώσσα μας  -με τούρκικους υπέρτιτλους για το κοινό. Ακόμα κι ένα κομμάτι από τον ‘Ομηρο ακούγεται στα αρχαία ελληνικά,  ενώ η παράσταση τελειώνει με την «’Αρνηση» του Γιώργου Σεφέρη (στο περιγιάλι το κρυφό) να τραγουδιέται  πάνω σε γνωστή ανατολίτικη μελωδία. «Ο Σεφέρης και ο Όμηρος ήταν Σμυρνιοί», εξηγεί τις επιλογές της η ενθουσιώδης συγγραφέας. Παράσταση, άλλωστε,  για τη Σμύρνη χωρίς τόνους μουσικής δεν γίνεται. Ξεκινά με τη γριά αρχόντισσα να τραγουδά το «εφύτεψα μια λεμονιά και πάω να την ποτίσω», ενώ πριν την έναρξη, στο διάλειμμα και στο σχόλασμα  τραγούδησα με την καρδιά μου διαδοχικά  το «Θαλασσάκι μου»,  τη «Σαμιώτισσα», τη «Γκιουλμπαχάρ» και άλλα που δεν πρόλαβα να σημειώσω.                

Και μη νομίζετε ότι τα βάσανα της οικογένειας Βλαστού συγκίνησαν μόνο τους τέσσερις Έλληνες ανάμεσα στο κοινό. Σε αντίθεση με άλλες εκδηλώσεις του προχωρημένου φεστιβάλ, αδελφάκι με το δικό μας, οι περισσότεροι θεατές ήταν μιας κάποιας ηλικίας.  Μια κυρία, που μυρίστηκε ότι είμαστε Έλληνες, μας πλησίασε. Ήταν από τα Ταταύλα. Είχε έρθει για να τιμήσει  τους παλιούς της γείτονες. Τον «κύριο Σωκράτη» και  τη «κυρία Λένα».      
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News