810
|

Περί νομομαθών, δικαιοσύνης και «λαϊκού» αισθήματος

Σώτη Τριανταφύλλου Σώτη Τριανταφύλλου 4 Οκτωβρίου 2013, 00:05

Περί νομομαθών, δικαιοσύνης και «λαϊκού» αισθήματος

Σώτη Τριανταφύλλου Σώτη Τριανταφύλλου 4 Οκτωβρίου 2013, 00:05

Τα μέλη, και ιδιαίτερα οι «αρχηγοί», της Χρυσής Αυγής είναι αξιομίσητα άτομα – φαιδροί τύποι° ακραία ανάγωγοι° σαφώς ψυχωσικοί° δυνάμει εγκληματίες. Αλλά, μόνον η τελευταία τους ιδιότητα ενδιαφέρει το σύστημα της Δικαιοσύνης και μόνον η τελευταία αντιμετωπίζεται με ποινές: φυλάκιση, αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων, χρηματικά πρόστιμα, αποζημιώσεις για σωματικές ή ηθικές βλάβες. Οι υπόλοιπες αντιμετωπίζονται με κοινωνική απομόνωση, γελοιοποίηση, εξοστρακισμό.

Εκθέτω εδώ μερικές σκέψεις σχετικά με αυτή την ανοιχτή υπόθεση:

​Η κυβέρνηση και οι θεσμοί –Δικαιοσύνη, αστυνομία, μέσα ενημέρωσης- σημείωσαν καθυστέρηση τριάντα χρόνων στο ζήτημα της Χρυσής Αυγής (το έχουμε πει πολλές φορές, το λέμε ακόμα μία). Ήδη από το 1980 η ΧΑ έπρεπε να παρακολουθείται για ενδεχόμενες παραβιάσεις των νόμων και του συντάγματος. Εξυπακούεται ότι στο κλίμα γενικευμένης χαλαρότητας, αν όχι ανομίας –εν μέσω του χορού αναρχικών, αναρχοφασιστών και αριστερής τρομοκρατίας- μια τέτοια παρακολούθηση ήταν μάλλον απίθανη. Όσο για τους δημοσιογράφους, λιγοστοί ασχολούνται με το ρεπορτάζ δρόμου: οι περισσότεροι κάνουν ρεπορτάζ υπουργείων. Το αποτέλεσμα είναι να διολισθαίνουν τα κοινωνικά φαινόμενα και να βρισκόμαστε ως δημοσιογράφοι και ως πολίτες μπροστά σε αλλεπάλληλες εκπλήξεις, συνήθως δυσάρεστες.

Μετά τη σκανδαλώδη καθυστέρηση και την εθελοτυφλία – τη συνηθισμένη συμπεριφορά «Ελέφαντας σε δωμάτιο»- η Δικαιοσύνη, η αστυνομία και τα μέσα ενημέρωσης κινήθηκαν θεαματικά. Οι δικαστές, οι αστυνομικοί και οι δημοσιογράφοι, αν και πελαγωμένοι -σκοτεινές υποθέσεις εκρήγνυνται κάθε μέρα, κάθε ώρα- ξεκίνησαν εκστρατεία εναντίον της ΧΑ με αφορμή έναν φόνο. Εδώ τίθενται τα εξής ζητήματα: πρώτον, η ανοχή και η όχι σπάνια ερωτοτροπία κυβερνητικών παραγόντων, αστυνομικών και δημοσιογράφων με τη ΧΑ, μετατράπηκε, εν μια νυκτί, σε υπερβάλλοντα ζήλο εναντίον της. Ιδιαίτερα οι δημοσιογράφοι που ευθύνονται για την άνοδο της ναζιστικής συμμορίας ξέχασαν την αήθη συμπεριφορά τους –κυρίως επειδή επιθυμούν να την ξεχάσουμε εμείς- και προσχώρησαν εύθυμα με το μέρος των καινούργιων νικητών, του Νόμου και της Τάξης. Αλλά το κακό έχει γίνει και δεν ξεγίνεται τόσο εύκολα.

Το σύστημα της Δικαιοσύνης κινείται με τους δικούς του κανόνες και ρυθμούς. Παρότι η ΧΑ έχει συσσωρεύσει εγκλήματα – φόνους, ληστείες, επιθέσεις, πρόκληση βλαβών, οπλοκατοχή και οπλοχρησία, «προστασία» μαγαζιών, παρεμπόριο, εκβιασμούς, φοροδιαφυγή, «εχθροπάθεια»-  για να συλληφθούν τα μέλη της και να οδηγηθούν σε δίκες, χρειάζονται αποδεικτικά στοιχεία. Αν οι δικαστές θέλουν να εξαρθρώσουν την εγκληματική οργάνωση, δεν πρέπει να βιαστούν διότι θα καταλήξουν να μοιράζουν καρικατούρες ποινών, όπως σε περιπτώσεις αρχιμαφιόζων που, ενώ πρόκειται για κατά συρροήν δολοφόνους, καταδικάζονται τελικά για παράνομο παρκάρισμα. Ωστόσο, η κοινή γνώμη έχει κάποιο δίκιο όταν διατηρεί επιφυλάξεις σχετικά με τον αδιάφθορο χαρακτήρα των δικαστών: πρώτον διότι όλο το σύστημα στην Ελλάδα είναι διεφθαρμένο (γιατί να εξαιρείται η Δικαιοσύνη;) και δεύτερον διότι οι δικαστές, που έχουν χάσει μια σειρά προνομίων από το 2011, πιθανότατα θέλουν να εκδικηθούν την κυβέρνηση όπως την εκδικούνται πολλές επαγγελματικές τάξεις. Ίσως λοιπόν η Δικαιοσύνη να «κάνει τη δουλειά της» -με την τυπολατρία που χαρακτηρίζει τους νομομαθείς- ίσως και να μην κάνει τη δουλειά της. Ο χρόνος θα δείξει. Για μια ακόμα φορά χρειάζεται υπομονή και ευελιξία: η τυπολατρία είναι άλλοτε ο ασφαλέστερος δρόμος, άλλοτε ο πιο επικίνδυνος.

Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή το «αντιφασιστικό» κίνημα στους δρόμους είναι, για μια ακόμα φορά, λανθασμένη αντιμετώπιση. Τα αντανακλαστικά του δρόμου αποτελούν μέρος της πολιτικής μας κουλτούρας η οποία βασίζεται στο λεγόμενο «λαϊκό αίσθημα» – αλλά το «λαϊκό αίσθημα» δεν μπορεί να ρυθμίζει τις εξελίξεις. Το «λαϊκό αίσθημα» ενίσχυσε τη ΧΑ: είναι τα εξαθλιωμένα χαμηλά στρώματα και οι παροιμιώδεις μικροαστοί που χειροκροτούν μορφές δημόσιας συμπεριφοράς σαν εκείνες του κ. Κασιδιάρη και του κ. Παναγιώταρου. Και παρότι ο κ. Κασιδιάρης και οι λοιποί πάσχουν από  σοβαρές ψυχικές διαταραχές, παρότι είναι άσχημοι, ανόητοι και άκρως αντιπαθητικοί, το στοίχημα δεν είναι ο εγκλεισμός για ψυχικές διαταραχές και βίαιες προθέσεις αλλά ο πολιτικός θάνατος.

Θα ήταν ευχάριστο να συλληφθούν και να φυλακιστούν σε κελί χωρίς κλειδί όλοι οι τραμπούκοι της ΧΑ – αλλά, πιο ευχάριστο και πιο χρήσιμο θα ήταν να αποκαλυφθούν οι έκνομες πράξεις της οργάνωσης και οι σχέσεις της με τα κρατικά όργανα ώστε, όπως προαναφέρθηκε, να αποδυναμωθεί και να περιθωριοποιηθεί η ΧΑ. Αυτό, ακόμα κι αν υπάρχει πολιτική βούληση εκ μέρους της κυβέρνησης και επαγγελματική συνέπεια εκ μέρους των δικαστών δεν μπορεί να γίνει με θριαμβικά χρώματα. Μπορεί να γίνει με επίπονη εργασία κατά την οποία η Δικαιοσύνη θα είναι «ελεύθερη» και ταυτοχρόνως «δεσμευμένη» να αποδείξει τυπικά ό,τι είναι ολοφάνερο ουσιαστικά. 

Πιθανότατα, η απελευθέρωση μερικών από τα αξιομίσητα στελέχη να οδηγήσει τη ΧΑ σε πράξεις αντεκδίκησης οι οποίες θα την παγιδέψουν από νομική άποψη. Αν, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, η ΧΑ «ξεθαρρέψει», θα πατήσει μια μνημειώδη μπανανόφλουδα και η υπόθεση θα καταλήξει με τον επιθυμητό τρόπο: κελί χωρίς κλειδί. Προς το παρόν, η συμπεριφορά των προσωρινά ελεύθερων Χρυσαυγιτών – που, στην καθημερινή μας γλώσσα, χαρακτηρίζεται ως «ανάγωγη σε βαθμό κακουργήματος»- πρέπει και μπορεί να αποδειχτεί πράγματι μέρος ενός κακουργήματος με νομικούς όρους.

Το κεντρικό πρόβλημα δεν είναι λοιπόν η ποινική αντιμετώπιση της ΧΑ, μολονότι, θα το επαναλάβω, αποτελεί απαραίτητη διαδικασία. Το κεντρικό πρόβλημα είναι η πολιτική της εκμηδένιση, η στροφή της ελληνικής κοινωνίας από το μίσος στη μετριοπάθεια και την αλληλεγγύη.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News