623
|

Γιάννης Μπέζος

Γιάννης Μπέζος

Ούτε οι παλιοί μου σύντροφοι στα «μετερίζια», που έλεγε ο Λεωνίδας, της κομμουνιστικής ανανέωσης, ούτε καν οι πολυαγαπημένοι μου φίλοι, που με πάθος στρατεύθηκαν στην ΔΗΜΑΡ και με «εκβιάζουν» συναισθηματικά να επανέλθω στις ρίζες μου, δεν κλόνισαν τόσο την απόσταση και τις αμφιβολίες μου για το κόμμα του Φώτη Κουβέλη, όσο ο Γιάννης Μπέζος.             

Ναι, ομολογώ ότι η κάθοδός του στις εκλογές, έστω και στις τελευταίες, τιμητικές θέσεις του ψηφοδελτίου επικρατείας, με συγκίνησε τόσο, που κρατιέμαι με τα δόντια  μην ψηφίσω με καθαρά συναισθηματικά και καλλιτεχνικά κριτήρια. Να μην λησμονήσω, δηλαδή, τη στάση της ΔΗΜΑΡ στα πανεπιστήμια και τις κρίσιμες ψηφοφορίες στη Βουλή για τη δανειακή σύμβαση. Να μην παραβλέψω ότι τα έχει πεισματάρικα στυλώσει σε οποιαδήποτε μελλοντική ευθύνη διαχείρισης της αναλογεί -σαν να μαζεύει πτυχία, αλλά για εξάσκηση επαγγέλματος ούτε λόγος.                  

Εντάξει, το είπε και ο Μπέζος ότι δεν συμφωνεί και 100% μαζί της -βρείτε μου έστω κι έναν έλληνα, που να μην φτάσει στις κάλπες σιχτιρίζοντας το ίδιο του το κόμμα. Πρώτα, όμως, η στράτευσή του στη ΔΗΜΑΡ και τώρα η συμμετοχή του στα ψηφοδέλτιά της συμπληρώνει με τον καλύτερο τρόπο το προφίλ ενός ηθοποιού, που επιμένει εδώ και χρόνια να σπάει το καλούπι του «σταρ» και να ανατρέπει όλα τα κλισέ, στα οποία άλλοι, εξίσου διάσημοι συνάδελφοί του, κολυμπάνε σαν το ψάρι στο νερό.                  

Κατ’ αρχήν, για να πιάσουμε πρώτα τα πιο σημαντικά, η συνεχής έκθεση του Μπέζου σε κωμωδίες και, κυρίως, σήριαλ τεράστιας ακροαματικότητας άφησε ανέγγιχτη την υποκριτική εξέλιξη και τεχνική  του. Τον κοίταζα πέρυσι με ανοιχτό το στόμα από θαυμασμό να παίζει στο Εθνικό τον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου σαν έναν γερασμένο, παραιτημένο επιβήτορα και απορούσα γιατί δεν σφάζονται στη ποδιά του όλοι οι σκηνοθέτες. Θυμήθηκα το 1987, που μού πρωτόκανε «κλικ», πολύ νέος, γοητευτικός και στυλάτα αστείος   πρωταγωνιστώντας σε μιά από τις περίεργες, κουλτουριάρικες κομεντί του Νίκου Παναγιωτόπουλου, τη «Γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα».
                 
Αυτός, όμως, ο ηθοποιός με τα πολλά προσόντα και την μεγάλη γκάμα προτίμησε ακομπλεξάριστα  να ακολουθήσει έναν δρόμο πιο λαϊκό. Καθιερώθηκε σιγά-σιγά και επιβλήθηκε ως θιασάρχης, σκηνοθέτης και, φυσικά, πρώτο τηλεοπτικό κασέ με ρόλους αβανταδόρικους, σαν τον αξιολάτρευτο ομοφυλόφιλο Γιάννη στους «Απαράδεκτους» και τον αχώνευτο καρδιοκατακτητή Δόγκανο στο «Εκείνες κι εγώ». Πάντα, όμως, ακόμα και στις εποχές της μεγαλύτερης δημοφιλίας του, παρέμενε μια αξιοθαύμαστη εξαίρεση στην  ελληνική show business. Και δεν εννοώ ότι πρόσεχε απλώς το ρεπερτόριό του (πολύς Μολιέρος, ας πούμε) και τις παραστάσεις του, ούτε ότι δεν κολάκευσε ποτέ κανέναν, ούτε καν το τηλεοπτικό κοινό, που τόσα του χρωστούσε («Ο κόσμος γελάει ηλιθιωδώς με απίστευτες ανοησίες», έλεγε).                  

Εννοώ ότι διατήρησε την προσωπική του ακεραιότητα, δεν την προσάρμοσε στο λάϊφ στάϊλ του χώρου του. Ήταν πάντα απόμακρος από τους δημοσιογράφους (δεν θυμάμαι να ζήτησε ποτέ ο ίδιος ή οι δημόσιες σχέσεις του συνέντευξη). Ήταν πάντα υπερβολικά αυστηρός και μετρημένος. Αν έπινες έναν καφέ μαζί του, ούτε που σού πέρναγε από το μυαλό ότι την επόμενη φορά θα τόλμαγες να περάσεις στον ενικό και να τον αποκαλέσεις Γιάννη. Τι ανακούφιση και ευλογία να υπάρχει μέσα στο χαζοχαρούμενο και σαχλά αγαπησιάρικο πλήθος του μέιν στριμ θεάματος, ένας τόσο σοβαρός και συντηρητικός άνθρωπος, που ξαφνικά πήδαγε πάνω στη σκηνή και τόριχνε στον χορό και το τραγούδι σαν το πιο μπριλάντε αστέρι του Broadway.                  

Ναι, ταιριάζει πολύ στον Φώτη Κουβέλη ο Γιάννης Μπέζος. Μακάρι να μπορούσε να του δώσει και λίγη από την σκηνική του πείρα και σοφία. Ο καλός πολιτικός, όπως και ο καλός ηθοποιός, δεν πρέπει να φοβάται μήπως κάτι τις το «ταπεινό» αλλοιώσει την καθαρότητά του, την ιδανική εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Εκτός από τον Μολιέρο και τον Αριστοφάνη, υπάρχουν ο Πρετεντέρης και η Δήμητρα Παπαδοπούλου. Εκτός από την συνεχή κριτική σε ένα κράτος υπό διάλυση, υπάρχει και η συμμετοχή στην επανίδρυσή του. Γιατί σ’ αυτές τις εκλογές, μη γελιόμαστε, αυτό είναι το μόνο στοίχημα.                    

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News