1561
|

Ο αστυνομικός

Τζίνα Δαβιλά Τζίνα Δαβιλά 27 Ιουλίου 2014, 00:04

Ο αστυνομικός

Τζίνα Δαβιλά Τζίνα Δαβιλά 27 Ιουλίου 2014, 00:04

«Τον σκότωσα. Σας παρακαλώ, πείτε στα παιδιά μου πως σκοτώθηκα σε τροχαίο».

Οι άνδρες της Ασφάλειας Καλαμάτας βρέθηκαν μπροστά σε μια καλοβαλμένη και ήρεμη γυναίκα που τους ομολογούσε το έγκλημα. «Καθάρισε» τον σύζυγό της. Μόνη της παραδόθηκε. Το μόνο που ζητούσε ήταν να μην πουν κάτι στα παιδιά της. «Δεν θέλω να τους καταστρέψω την ζωή. Αρκετά έχουν νιώσει την ανασφάλεια και την ντροπή», είπε και κάθισε σε μια καρέκλα ζητώντας λίγο νερό.

Ο Αξιωματικός της Ασφάλειας της τράβηξε τα χαρτιά από μπροστά της και τής πρόσφερε νερό. Από ένστικτο δεν μπορούσε να την αντιμετωπίσει ως δολοφόνο. Άλλωστε ποιος είπε ότι δεν είμαστε όλοι δυνάμει δολοφόνοι; Η γυναίκα είχε ψυχραιμία στη συμπεριφορά της, μιλούσε χαμηλόφωνα και με σταθερή φωνή, ήταν αρχοντική και το βλέμμα της δεν θύμιζε βίαιο άνθρωπο. Μόνο πόνο έβλεπε. Απέραντο πόνο.

«Σας παρακαλώ ό,τι γίνει να μείνει κρυφό από τα παιδιά μου. Δεν θέλω να τους πικράνω».

Ο Αλεξόπουλος την ρώτησε, αν θέλει καφέ. Ζήτησε έναν ελληνικό γλυκό με μπόλικο γάλα. Διπλό. Την παρατήρησε απροκάλυπτα. Είχε συναντήσει όλα τα υφάσματα των ανθρώπων. Δεν ήταν δολοφόνος. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν δολοφόνος. Έβλεπε μια πονεμένη, αξιοπρεπή γυναίκα.

«Θέλετε να μου πείτε τι έχει συμβεί;».

«Έχετε χρόνο;», τον ρώτησε η γυναίκα.

«Όσο χρειαστείτε», της απάντησε και εκείνη ξεκίνησε.

***

Γάμος με έρωτα, και κάπως βιαστικός γιατί ένα μωρό επισκέφθηκε το νεαρό ζευγάρι που ένιωθε τόσο ερωτευμένο, αν και ήταν τόσο, μα τόσο διαφορετικό. Εκείνη πολύ ερωτευμένη και πάντοτε με φτερούγες ανοιχτές για να μαζέψει όλα τα ορφανά από αγάπη. Η προίκα αποτέλεσε το νούμερο ένα πρόβλημα για την σχέση. Εκείνη δεν μπορούσε να δεχτεί πως εκείνος ζητούσε προίκα για να την παντρευτεί, αλλιώς «θα την έστελνε ξυλοφορτωμένη στους γονείς της και θα την ανάγκαζε να μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο από το ξύλο». Αυτό έλεγε στους συγγενείς του εκείνος, και ήταν τόσο ερωτευμένη που δεν τον πίστευε. Παρούσα σε όλες τις συζητήσεις για το οικονομικό αλισβερίσι και πάντα με ένα βλέμμα απορίας. Απειλές, σκεπτόταν εκείνη, που πολύ γρήγορα έγιναν πράξη. Και την προίκα την πήρε και εκείνη, κάθε φορά που ένιωθε πως έπρεπε να διαφωνήσει με οτιδήποτε, τη χτυπούσε. Από το φαγητό που δεν ήταν στην ώρα του μέχρι το πουκάμισο που είχε λάθος τσάκιση. Μικρός και ο ίδιος, κάπου στα είκοσι πέντε, αλλά μεγαλωμένος με κακούς τρόπους, με βρισίδια στο σπίτι, με βλαστήμιες και τσαμπουκαλίκια από τον πατέρα και τον περίγυρο, γειτονικό και συγγενικό, στο ίδιο σκηνικό. Τι να σου κάνει ο έρμος; Η εικόνα είναι το πιο δυνατό dna κι άσε τους άλλους να λένε ιστορίες. Δικαιολογίες βρίσκεις πανεύκολα, όταν είσαι ερωτευμένος.

Αγάπη δεν πήρε σαν παιδί, μόνο προσβολές και ξύλο. Ανάθεμα την μάνα που τον γέννησε. Ποτέ του δεν την αγάπησε, αλλά πάντα την άκουγε. Και αυτή ήταν η κλασική Ελληνίδα μάνα. Μητριαρχική και εγωίστρια. Εγωισμός ασύλληπτος. Ταυτίστηκε μαζί του. Συνώνυμες έννοιες έγιναν. Ποτέ δεν σεβάστηκε γονείς και σπίτι πατρικό ο νεαρός. Μόνο κρατούσε το στόμα κλειστό για να μην χάσει την περιουσία. 

Εκείνη πέρασε δύσκολα χρόνια μαζί του. Και μιλιά σε κανένα. Μην το μάθει ο πατέρας και λυπηθεί. Ήταν και άρρωστος. Στο τέλος μετά μια πενταετία πέθανε και είπε μέσα της: «Τώρα μείναμε οι δυο μας. Ο εαυτός μου κι εγώ. Άντε να δούμε πώς θα ξεμπερδέψουμε…».

Εκείνος είχε κακό και κομπλεξικό χαρακτήρα. Πώς λέμε κακή στόφα ανθρώπου; Αυτό. Ήταν κυκλοθυμικός, μίζερος, φιλοχρήματος, απίστευτα ανασφαλής και τη ζήλευε πολύ. Φοβόταν μην τη χάσει. Ήξερε ότι «του έπεφτε πολύ». Ήταν ορόφους ανώτερη σε επίπεδο, χαρακτήρα, συμπεριφορά, κοινωνικότητα, ανατροφή, συναίσθημα, γενναιοδωρία, καλοσύνη, αυτοπεποίθηση, δυναμισμό. Κι όμως έκανε καιρό, χρόνια να βάλει τη συμπεριφορά του σε όριο. Έκαναν τρία παιδιά, που έβλεπαν αρκετά συχνά τα βίαια ξεσπάσματα του πατέρα. Δύο κόρες κι έναν γιο. Κάθε φορά που ανακοίνωνε κόρη στο υπερηχογράφημα ο γιατρός, εκείνος έλεγε: «βλάκας είναι δεν ξέρει τι του γίνεται». Με τις κόρες δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις. Είχε πάντα μακρύ χέρι. Η μεγάλη είχε χάσει ένα ετοιμόρροπο δόντι από ένα χαστούκι κάποια στιγμή και η μικρή όπως την μαλλιοτραβούσε στο πάτωμα, την κλωτσούσε. Ετών εννέα. Η μανούλα του παρούσα. Τι να πει η σιχαμένη; Αυτή του έλεγε «μη σε βάλουν στο βρακί τους». Δικό της αποτέλεσμα.

Στην αρχή ο γιος υποστήριξε εκείνον. Πάντα βρισκόταν κάτι για να κατηγορήσει τη μαμά. Άλλωστε αυτό συνέβαινε και μπροστά σε όποιους είχαν φίλους. Πάντα την κατηγορούσε για κάτι χρησιμοποιώντας ψέματα ή διογκώνοντας μια κατάσταση. Στο τέλος οι άλλοι δεν τον ήθελαν. Τον  απομάκρυναν. Ήταν τόσο κουραστικός και τόσο μόνος. Και ποτέ δεν σκέφτηκε μήπως έπρεπε να αλλάξει κάτι πάνω του. Ίσως τον κακό του χαρακτήρα.

Μεγαλώνοντας, τα παιδιά τον κράτησαν σε απόσταση, τον ακύρωσαν ως πατέρα. Ποτέ δεν πήγαιναν κοντά του για να του ζητήσουν κάτι. Από παπούτσια μέχρι στυλό για το σχολείο. Όλα τα τακτοποιούσε από τη δουλειά της εκείνη. Τον φιλοχρήματο τον βόλευε αυτό, γιατί οι τσέπες του είχαν πάντα καβούρια. Χωρίς να καταλάβει πόσο κακό έκανε στον εαυτό του, συνέχισε να υιοθετεί τη συμπεριφορά του ως απολύτως σωστή. Γκρινιάρης, μίζερος, κακομοίρης, ανικανοποίητος, τσιγκούνης και πάντα με μια δικαιολογία στα χείλη. Η ανασφάλεια και η καχυποψία έκαναν πάρτι. Όλοι ήθελαν να τον ρίξουν, όλοι τον αντιπαθούσαν, όλοι ήταν ύποπτοι. Και εκείνος πάντα το θύμα. Το μόνο που έκοψε ήταν το ξύλο εις άπαντας. Όχι από σεβασμό, αλλά από φόβο. Μεγάλωνε κι ο γιος, που όταν τολμούσε να πουλήσει τσαμπουκάδες στο σπίτι, χωρίς πολλά λόγια του 'λεγε: «Κόφτο τώρα, θα σου σπάσω τα μούτρα. Άλλαξαν οι καιροί. Τώρα θα φοβάσαι εσύ».

Τον τελευταίο χρόνο η κατάσταση είχε φτάσει στο αμήν. Η κρίση τον έκανε να παραληρεί. Όχι ότι είχε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα, αλλά εξ αφορμής της κρίσης, είχε γίνει σπάγκος και στα απαραίτητα. Η δουλειά της δεν ήταν όπως πρώτα. Εκείνος τώρα έβγαζε ακόμα πιο φειδωλό χαρακτήρα. Α, όλα κι όλα ήταν έντιμος. Από χαρακτήρα ή από φόβο, άγνωστο. Τουλάχιστον δεν έριχνε τους έξω. Γιατί τους μέσα… Εκείνη ώρες-ώρες ερχόταν σε απόγνωση. Ποτέ δεν την είχε ρωτήσει αν χρειαζόταν κάτι. Από βενζίνη στο αυτοκίνητό της μέχρι τις ανάγκες των παιδιών τους. Γιατί εξακολουθούσαν όλα τα υπόλοιπα να ακολουθούν την πεπατημένη. «Μαμά, πρέπει να πάρω εκείνο το βοήθημα, μαμά χρειάζομαι παπούτσια, μαμά να πληρώσουμε το τηλέφωνο…». Εκείνη είχε φτάσει σο σημείο να του λέει συχνά: «θα σε κάνω κομμάτια και δε θα βρουν ούτε τη στάχτη σου. Με κούρασες. Πάψε!». Αυτό στοίχειωσε μέσα της. Έφτασε στο σημείο να πιστεύει πως άνθρωποι με τέτοιο χαρακτήρα, κουραστικό, μίζερο, τσιγγούνικο, δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Ήταν καρκινώματα που έτρωγαν τους υγιείς. Δεν ήθελε και πολύ για να στραβώσει ανεπανόρθωτα. Η αιτία ήταν όσα έκρυβε εκείνη η λάθος επιλογή όταν η ίδια ήταν ερωτευμένη πιτσιρίκα στα είκοσι. Η αφορμή ανόητη, ως συνήθως. ‘Ένα κουτάκι με οικογενειακά κειμήλια. Όλων των ειδών.

«Πού είναι;» τον  ρώτησε για πεντηκοστή φορά την τελευταία εβδομάδα.

«Δεν ξέρω, χάθηκε».

«Πώς χάθηκε; Και συ το αντιμετωπίζεις τόσο χαλαρά; Πού το ΄χεις κρυμμένο;».

«Δεν το έχω σου είπα».

«Σιχαμένε προικοθήρα! Ξεπουλημένο τομάρι!».

Το κράτησε μέσα της. Δηλητήριο το μέσα της για κείνον. Το βλέμμα της ήταν τέτοιο που αν η ίδια το έβλεπε θα σωριαζόταν από τον φόβο στο πάτωμα. Εκείνος την είδε. Την κατάλαβε. Τα μάτια του έγιναν θολά και άγρια. Αν μπορούσε, θα την έκανε κομμάτια. Δεν έκανε βήμα.  Δεν τον έπαιρνε. Είχε τα παιδιά εναντίον του. Ο γιος -έφηβο, γεροδεμένο αντράκι- τον είχε απειλήσει άλλωστε. «Αν ξαναγγίξεις την μάνα μου, θα σου σπάσω τα μούτρα».

Μετά από λίγο τον πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Άπαντες κοιμήθηκαν. Θυμήθηκε πόσες φορές κοιμόταν με αναισθησία, όταν εκείνη κλαίγοντας ατελείωτες ώρες προσπαθούσε να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του. Δεν χάθηκε πάλι στις σκληρές αναμνήσεις. Αναισθητικό ισχυρότατο και…

Ένας θεός ξέρει πώς τον κουβάλησε στο αυτοκίνητο και τον πέταξε από τον γκρεμό. Πού θα τον βρουν, δεν την νοιάζει. Εκείνη έκανε το χρέος της. Σαν να ψήλωσε κάπως ο νους της; Μάλλον τα απωθημένα της έβγαλε. Κακό πράγμα τ’ απωθημένα. Πήγε στο Τμήμα και παραδόθηκε.

***

«Δεν θα πείτε τίποτα στα παιδιά μου. Όταν θα χτυπήσει το τηλέφωνο θα απαντήσετε εσείς και θα πείτε πως είχα… είχαμε τροχαίο. Σας παρακαλώ… Αρκετό κακό τους έκανα, τους κάναμε μαζί δηλαδή».

Ο Αλεξόπουλος δεν ήταν μόνος. Μαζί του εκείνο το  βράδυ ήταν και ο βοηθός του. Κοιτάχτηκαν με απορία. Δηλαδή ο Αλεξόπουλος είχε πάρει την απόφασή του, ήθελε μόνο να δει την προθυμία του βοηθού του να συμμετέχει στο «έγκλημα». Σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε προς το παράθυρο. Σκοτάδι. Η ώρα περασμένες τέσσερις. Τι θα έφερνε άραγε η επόμενη μέρα; Ποια απόφαση θα είχε πάρει; Ποιο μυστικό θα αποκάλυπτε ο ήλιος; Το πραγματικό ή το σκηνοθετημένο;

***

Θυμήθηκε τη ζωή του. Μια μάνα ηρωίδα, ένας πατέρας μέθυσος. Άσχημες εικόνες, δύσκολα παιδικά χρόνια. Ζούσαν στην Σπάρτη. Όλοι είχαν τα στόματα κλειστά και τα μάτια ανοιχτά. Ο μικρός είχε αυτιά, μάτια, μυαλό ορθάνοιχτο. «Μάνα θα τον σκοτώσω» της έλεγε κάθε φορά που την έβλεπε με μελανιές. «Όχι γιε μου να σε χαρώ»…

Σκοτώθηκε ο πατέρας του σε τροχαίο. Τον πήρε σβάρνα ένα φορτηγό. «Γλίτωσε η μάνα μου». Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη. Δεν έχυσε δάκρυ πάνω από τον πατέρα του. Μόνο ένας αναστεναγμός του βγήκε φωναχτός κάποια στιγμή. Όταν μπήκε ο πατέρας του στο χώμα.

***

Γύρισε στην γυναίκα.

«Δώσε μου ξανά τα στοιχεία σου, σε παρακαλώ. Παραμιλούσες τόση ώρα, θυμάσαι κάτι; Μπράβο σου, πάντως, που ήσουν μεθυσμένη και προτίμησες να έρθεις ως εδώ από το να γυρνάς στους δρόμους. Ευτυχώς που βγήκες από το αυτοκίνητο. Θα ήσασταν και οι δύο νεκροί τώρα. Κρίμα που δεν πρόφτασες να σώσεις από το τροχαίο και τον άντρα σου. Αν κι εκείνος ήταν περισσότερο συνετός, ίσως να μην έπεφτε με το αυτοκίνητο στον γκρεμό…

Όταν νιώσεις καλύτερα, θα σε συνοδεύσει ο συνάδελφος στο σπίτι σου. Θέλεις μήπως άλλον έναν καφέ;
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News