2262
Ο Μόρις Τσανγκ, απέχει από το μοντέλο του νεαρού προγραμματιστή που ίδρυσε την εταιρεία του σε ένα γκαράζ. Ηταν μεσήλικας όταν αποφάσισε να «κατακτήσει» τον κόσμο | CreativeProtagon / Shutterstock

Μετά τον Μπιλ Γκέιτς, καιρός να μάθουμε και τον Μπόρις Τσανγκ

Protagon Team Protagon Team 4 Απριλίου 2024, 15:31
Ο Μόρις Τσανγκ, απέχει από το μοντέλο του νεαρού προγραμματιστή που ίδρυσε την εταιρεία του σε ένα γκαράζ. Ηταν μεσήλικας όταν αποφάσισε να «κατακτήσει» τον κόσμο
|CreativeProtagon / Shutterstock

Μετά τον Μπιλ Γκέιτς, καιρός να μάθουμε και τον Μπόρις Τσανγκ

Protagon Team Protagon Team 4 Απριλίου 2024, 15:31

Οι πιο μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο ιδρύθηκαν σε κοιτώνες, γκαράζ και εστιατόρια από επιχειρηματίες που ήταν πολύ νέοι. Ο Μπιλ Γκέιτς ήταν 19, ο Στιβ Τζομπς 21, ο Τζεφ Μπέζος και ο Τζένσεν Χουάνγκ 30 όταν δημιούργησαν τους σημερινούς τεχνολογικούς κολοσσούς τους. Αλλά αυτή που μάλλον είναι σήμερα η πιο σημαντική εταιρεία τεχνολογίας στον κόσμο ιδρύθηκε από τον Μόρις Τσανγκ όταν αυτός ήταν ήδη 55 ετών.

Η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company, γνωστή απλώς ως TSMC, είναι ο κατασκευαστής ημιαγωγών που παράγει βασικά εξαρτήματα για υπολογιστές, τηλέφωνα, αυτοκίνητα, συστήματα τεχνητής νοημοσύνης και πολλές από τις συσκευές που έχουν γίνει μέρος της καθημερινότητάς μας.

Ο Τσανγκ είχε ήδη τεράστια καριέρα στον κλάδο των μικροτσίπ και θα ήταν θρύλος στον τομέα του ακόμα κι αν είχε αποσυρθεί το 1985. Ο ίδιος προτίμησε να επανεφεύρει τον εαυτό του και να φέρει επανάσταση στον κλάδο του.

Και το πέτυχε παρά την ηλικία του. Ή μάλλον, λόγω της ηλικίας του. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία επιχειρηματίες είναι πιο παραγωγικοί από τους νεότερους. Και κανείς δεν προσωποποιεί τα εκπληκτικά οφέλη της επιχειρηματικότητας στη μέση ηλικία καλύτερα από τον Τσανγκ, ο οποίος είχε εργαστεί στις ΗΠΑ επί τρεις δεκαετίες όταν μετακόμισε στην Ταϊβάν με μια μοναδική εμμονή. «Ηθελα να φτιάξω μια μεγάλη εταιρεία ημιαγωγών», είπε σε συνέντευξή του στη Wall Street Journal.

Eνας άνδρας ποτίζει τα λουλούδια έξω από τα γραφεία της Taiwan Semiconductor Manufacturing Corp (TSMC) στην παραθαλάσσια πόλη Χσιντσού της δυτικής Ταϊβάν (EPA/DAVID CHANG)

Αυτό που δημιούργησε δεν έμοιαζε με καμία από τις υπάρχουσες εταιρείες ημιαγωγών. Πιθανότατα χρησιμοποιείτε κάθε μέρα μια συσκευή με ένα τσιπ που κατασκευάζει η TSMC, αλλά η TSMC στην πραγματικότητα δεν σχεδιάζει ούτε εμπορεύεται αυτά τα τσιπ. Μέχρι τη δημιουργία της, οι εταιρείες σχεδίαζαν τσιπ που κατασκεύαζαν οι ίδιες. Η ριζοσπαστική ιδέα του Τσανγκ για μια μεγάλη εταιρεία ημιαγωγών ήταν ότι θα κατασκεύαζε αποκλειστικά τσιπ που θα σχεδίαζαν οι πελάτες της. Ετσι, η TSMC δεν ανταγωνίστηκε ποτέ τους δικούς της πελάτες, οι οποίοι παράλληλα δεν θα χρειαζόταν να ασχολούνται πλέον με το λειτουργικό εφιάλτη των δικών τους εργοστασίων κατασκευής, με τις ακριβές και ιλιγγιωδώς εξελιγμένες εγκαταστάσεις.

Το καινοτόμο επιχειρηματικό μοντέλο πίσω από το χυτήριο μικροτσίπ του Τσανγκ, μεταμόρφωσε τη βιομηχανία και έκανε την TSMC απαραίτητη για την παγκόσμια οικονομία. Είναι η εταιρεία στην οποία βασίζονται περισσότερο οι Αμερικανοί, οι οποίοι ωστόσο ελάχιστα γνωρίζουν τον ιδιοκτήτη της.

Ο Τσανγκ, 92 ετών σήμερα, αποσύρθηκε επίσημα από τη θέση του προέδρου της TSMC το 2018, αλλά πηγαίνει κάθε μέρα στο γραφείο του, με κοστούμι και γραβάτα. Διόλου περίεργο για έναν άνθρωπο που αποφάσισε να ξεκινήσει μια νέα εταιρεία ακριβώς τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει σταματήσει να εργάζεται εντελώς. Η ηλικία του, αποδείχθηκε τελικά ένα από τα προτερήματά του: Μόνο κάποιος με την πείρα του θα μπορούσε να είχε εκτελέσει το σχέδιό του για την TSMC.

«Δεν θα μπορούσα να το είχα κάνει νωρίτερα», λέει ο ίδιος στην WSJ. «Δεν νομίζω ότι κάποιος θα μπορούσε να το είχε κάνει νωρίτερα. Γιατί εγώ ήμουν ο πρώτος».

Εργασιομανής και επίμονος

Ο Τσανγκ γεννήθηκε στην ηπειρωτική Κίνα και είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία καθώς η οικογένειά του περιφερόταν στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα. Όταν διέφυγε στις Η.Π.Α. το 1949, η Αμερική του φάνηκε σαν παράδεισος. Αργότερα έγινε πολίτης των ΗΠΑ.

Μεγάλωσε με το όνειρο να γίνει συγγραφέας ή δημοσιογράφος και άρχισε να σπουδάζει αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Αλλά μετά το πρώτο έτος, αποφάσισε ότι αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν μια καλή δουλειά. Μεταγράφηκε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), όπου σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός, πήρε το μεταπτυχιακό του και θα είχε μείνει για το διδακτορικό του αν δεν είχε αποτύχει στις κατατακτήριες εξετάσεις. Οπότε, έπιασε την πρώτη του δουλειά στους ημιαγωγούς στη Texas Instruments το 1958.

Εκείνην την εποχή τα τσιπς (ημιαγωγοί) ήταν γνωστά ως κάτι που φτιαχνόταν από πατάτες. Αυτό άλλαξε μόλις εφευρέθηκε το ολοκληρωμένο κύκλωμα και ο Τσανγκ ανήκε στην πρώτη γενιά των ανθρώπων που ανέπτυξαν τους ημιαγωγούς. Απέκτησε σύντομα φήμη ως επίμονος μάνατζερ που μπορούσε να αποσπάσει τα μέγιστα από τις γραμμές παραγωγής. Τρία χρόνια αφότου μετακόμισε στο Ντάλας, η εταιρεία τον έστειλε στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ για το διδακτορικό του στην ηλεκτρική μηχανική. Αυτή τη φορά, πέρασε τις κατατακτήριες εξετάσεις και επέστρεψε ως δρ. Τσανγκ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, διαχειριζόταν το τμήμα ολοκληρωμένων κυκλωμάτων της Texas Instruments. Λίγο αργότερα, διηύθυνε ολόκληρη την ομάδα ημιαγωγών.

Ο Τσανγκ ήταν τόσο εργασιομανής που δεν σταμάτησε να δουλεύει ούτε στο μήνα του μέλιτος και ήταν πάντα εξαιρετικά ανυπόμονος με όσους δεν μοιράζονταν το όραμά του. Αυτήν την εποχή, η TSMC επενδύει 40 δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή εργοστασίων στην Αριζόνα, αλλά το έργο παρεμποδίζεται από καθυστερήσεις και ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Ο Τσανγκ είπε στην WSJ ότι «ορισμένοι από τους νεαρούς υπαλλήλους της TSMC στις ΗΠΑ έχουν μια στάση απέναντι στη δουλειά που ο ίδιος αγωνίζεται να κατανοήσει».

«Μιλούν για ισορροπία μεταξύ ζωής και εργασίας», λέει. «Είναι ένας όρος που δεν ήξερα καν όταν ήμουν στην ηλικία τους. Την ισορροπία οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Οταν ήμουν στην ηλικία τους, αν δεν υπήρχε δουλειά, δεν υπήρχε ζωή».

Ο Τσανγκ ανέβηκε στις βαθμίδες της ιεραρχίας στην TI, αλλά τον παρέκαμψαν στην επιλογή για τις  κορυφαίες θέσεις. Ο ίδιος ήθελε η TI να επικεντρωθεί στους ημιαγωγούς, αλλά η εταιρεία ήθελε να συνεχίσει να πουλά καταναλωτικά προϊόντα. «Οικιακούς υπολογιστές και τέτοια», λέει. «Αυτό ήταν μια σοβαρή εκτροπή των εταιρικών πόρων». Το 1983, μόλις αποδέχτηκε ότι δεν θα προωθηθεί και η εταιρεία του δεν επρόκειτο να επενδύσει σε μια αγορά που πίστευε ότι ήταν το μέλλον, εγκατέλειψε την Texas Instruments.

Αμέσως, προσελήφθη από την εταιρεία ηλεκτρονικών ειδών General Instrument ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος. Σχεδόν αμέσως, κατάλαβε ότι είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος. «Ημουν αταίριαστος, εντελώς ακατάλληλος», λέει ο ίδιος. Μετά από ένα χρόνο, έφυγε. Εκλεινε τα 54 και δεν είχε ιδέα τι επρόκειτο να κάνει στη συνέχεια. Ηξερε ότι ήθελε να δουλέψει ξανά και είχε προσφορές που θα μπορούσε να αποδεχτεί. Αλλά, είχε και την πολυτέλεια να περιμένει μια καλύτερη ευκαιρία. Ο ίδιος λέει ότι δεν θα είχε πάρει το ρίσκο να μετακομίσει στην Ταϊβάν αν δεν ήταν οικονομικά ασφαλής.

Ο ιδρυτής της TSMC Μόρις Τσανγκ (στο μέσον) το 2019 στην «Ημέρα των Αθλημάτων» που έχει καθιερώσει η εταιρεία για τους υπαλλήλους της, αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή του (Shutterstock)

Μια καινοτόμα ιδέα αλλάζει τον κόσμο της τεχνολογίας

Είχε δεχθεί και στο παρελθόν μια πρόταση να πάει στην Ταϊβάν, το 1982, αλλά τότε -ενώ ήθελε ήδη να φύγει από την Texas Instruments- δεν είχε κατοχυρωθεί ακόμη το δικαίωμά του στην αγορά μετοχών της εταιρείας. «Δεν ήμουν ακόμη οικονομικά ασφαλής», λέει στην WSJ. «Ποτέ δεν κυνηγούσα τα μεγάλα πλούτη. Μόνο την οικονομική ασφάλεια». Για αυτόν, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η οικονομική ασφάλεια ισοδυναμούσε με 200.000 δολάρια ετησίως. «Καθαρά, φυσικά», λέει.

Οταν του τηλεφώνησαν από την Ταϊβάν, τρία χρόνια αργότερα, η κατάστασή του είχε αλλάξει πολύ. Είχε ασκήσει το δικαιώματα αγοράς μετοχών στην ΤΙ και είχε αγοράσει ομόλογα απαλλασσόμενα από φόρους που του απέφεραν αρκετά κέρδη ώστε να αισθάνεται οικονομικά ασφαλής. Μόλις πέτυχε αυτόν τον στόχο, ήταν έτοιμος να ακολουθήσει τον επόμενο.

Αποκαλεί τη μετακόμιση στην Ταϊβάν «το ραντεβού του με το πεπρωμένο». «Δεν υπήρχε καμία βεβαιότητα ότι η Ταϊβάν θα μου έδινε την ευκαιρία να οικοδομήσω μια μεγάλη εταιρεία ημιαγωγών, αλλά η πιθανότητα υπήρχε και ήταν η μόνη δυνατότητα για μένα», λέει. «Γι’ αυτό πήγα».

Πριν από λίγο καιρό, μια ομάδα οικονομολόγων ερεύνησε εάν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία  επιχειρηματίες είναι πιο επιτυχημένοι από τους νεότερους. Εξετάζοντας τα αρχεία του Γραφείου Απογραφής και τα πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Εσόδων, μπόρεσαν να ερευνήσουν 2,7 εκατομμύρια επιχειρηματίες στις ΗΠΑ που ξεκίνησαν εταιρείες μεταξύ 2007 και 2014. Ο μέσος όρος ηλικίας αυτών των επιχειρηματιών κατά την ίδρυση των εταιρειών τους ήταν τα 41,9 έτη. Για τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες εταιρείες, ο αριθμός ήταν 45. Οι οικονομολόγοι προσδιόρισαν επίσης ότι οι ιδρυτές ηλικίας περίπου 50 ετών είχαν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να επιτύχουν από τους ιδρυτές περίπου 30 ετών, ενώ οι ιδρυτές με τις χαμηλότερες πιθανότητες επιτυχίας ήταν αυτοί που είναι περίπου 20 ετών.  «Οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες είναι μεσήλικες, όχι νέοι», έγραψαν στην εργασία τους για το 2020.

Αυτή δεν είναι η εικόνα των ιδρυτών startup που έχουν οι περισσότεροι στο μυαλό τους. Είναι πιο πιθανό να σκέφτονται τον Στιβ Τζομπς σε ένα γκαράζ ή τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ στο δωμάτιο του κοιτώνα του.

Microsoft, Apple, Nvidia, Amazon και Meta, είχαν όλες ιδρυτές ηλικίας 30 ετών και κάτω, και οι επιχειρηματίες κεφαλαίων της Silicon Valley ρίχνουν χρήματα σε ταλαντούχους νέους επιχειρηματίες με την ελπίδα ότι θα ξεκινήσουν την επόμενη εταιρεία τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Εχουν άφθονη ενέργεια, ακόρεστη φιλοδοξία και όραμα για το μέλλον. Αυτό που συνήθως δεν έχουν είναι υποθήκες, οικογενειακές υποχρεώσεις και άλλες ευθύνες ενηλίκων για να τους αποσπάσουν την προσοχή ή να μειώσουν την όρεξή τους για ρίσκο. Ο ίδιος ο Τσανγκ λέει ότι οι νεότεροι είναι πιο καινοτόμοι όταν πρόκειται για επιστημονικά και τεχνικά θέματα.

Αλλά στις επιχειρήσεις, όσο μεγαλύτερος τόσο καλύτερα. Οι επιχειρηματίες στα 40 και στα 50 τους μπορεί να μην έχουν τη φιλοδοξία να πιστεύουν ότι θα αλλάξουν τον κόσμο, αλλά έχουν την εμπειρία να ξέρουν πώς πραγματικά μπορούν να το κάνουν. Κάποιοι χρειάζονται χρόνια εξειδικευμένης εκπαίδευσης για να μπορέσουν να ξεκινήσουν μια εταιρεία. Στη βιοτεχνολογία, για παράδειγμα, οι ιδρυτές είναι πιο πιθανό να είναι καθηγητές πανεπιστημίου παρά όσοι εγκαταλείπουν το κολέγιο.

«Υπάρχουν ιδέες που μπορείς να έχεις μόνο όταν έχεις βρεθεί σε μια πραγματική δουλειά», είπε στη WSJ ο καθηγητής του MIT Sloan School of Management, Πιέρ Αζουλέ, ένας από τους συγγραφείς της εργασίας. «Αυτές δεν είναι προκλήσεις που λύνονται από εικοσάρηδες, γιατί πρέπει να ξέρεις από πρώτο χέρι τα προβλήματα ενός εταιρικού πελάτη για να εφεύρεις μια λύση σε αυτά».

Ο Μόρις Τσανγκ είχε 30 χρόνια εμπειρίας στον κλάδο του όταν αποφάσισε να μετακομίσει σε άλλη ήπειρο. Ηξερε περισσότερα για τους ημιαγωγούςαπό οποιονδήποτε στον κόσμο και σίγουρα περισσότερα από οποιονδήποτε στην Ταϊβάν. Μόλις ξεκίνησε τη δουλειά του στο Ινστιτούτο Ερευνας Βιομηχανικής Τεχνολογίας, ο Τσανγκ παρακινήθηκε από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της χώρας να κάνει και μια δεύτερη δουλειά. «Πίστευαν ότι έπρεπε να ξεκινήσω μια εταιρεία ημιαγωγών στην Ταϊβάν», λέει ο ίδιος. «Αυτή ήταν η αρχή της TSMC».

Αναζητώντας στο μυαλό του το επιχειρηματικό μοντέλο της TSMC, ο Τσανγκ ξεκίνησε ανάποδα: Σκέφτηκε τι δεν θα μπορούσε να είναι: «Αποφάσισα αμέσως ότι δεν θα μπορούσε να είναι το είδος της μεγάλης εταιρείας που ήθελα να δημιουργήσω είτε στην Texas Instruments είτε στην General Instrument», λέει. Η TI χειριζόταν κάθε μέρος της παραγωγής τσιπ, αλλά αυτό που λειτούργησε στο Τέξας δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην Ταϊβάν. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει μια μεγάλη εταιρεία στο νέο του σπίτι ήταν να δημιουργήσει μια νέα εταιρεία συνολικά, με επιχειρηματικό μοντέλο που θα εκμεταλλευόταν τα δυνατά σημεία της χώρας και θα μετρίαζε τις πολλές αδυναμίες της.

Ο Τσανγκ γνώριζε ότι η εταιρεία του δεν θα είχε τους πόρους για να ανταγωνιστεί τη Silicon Valley όσον αφορά το σχεδιασμό, την πώληση ή την εμπορία τσιπ. Αλλά πίστευε ότι υπήρχε ένα πιθανό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που σχεδίαζε: κατασκευή τσιπ και μόνο κατασκευή τσιπ.

Οι σπόροι της ιδέας για μια εταιρεία παραγωγής τσιπ είχαν φυτευτεί στο μυαλό του από τον Γκόρντον Κάμπελ, έναν επιχειρηματία ημιαγωγών που επισκέφτηκε τον Τσανγκ κατά την αποτυχημένη του στη General Instrument. Ο Κάμπελ ήταν εξοικειωμένος με την αναποτελεσματικότητα της κατασκευής και λειτουργίας ενός εργοστασίου. Πίστευε ότι οι νεοφυείς επιχειρήσεις ήταν καλύτερα να σχεδιάζουν τσιπ και να αναθέτουν σε εξωτερικούς συνεργάτες την παραγωγή. Για κάποιους στην επιχείρησή του, αυτό ήταν αδιανόητο.

Η κυβέρνηση της Ταϊβάν μπήκε στο εγχείρημα με μερίδιο 48%, με την υπόλοιπη χρηματοδότηση να προέρχεται από τον ολλανδικό γίγαντα ηλεκτρονικών ειδών Philips και τον ιδιωτικό τομέα της Ταϊβάν, αλλά ο Τσανγκ παρέμεινε η κινητήρια δύναμη πίσω από την εταιρεία. Η γνώση για την οικοδόμηση της TSMC γύρω από ένα τόσο αντισυμβατικό επιχειρηματικό μοντέλο γεννήθηκε από την εμπειρία, τις επαφές και την τεχνογνωσία του. Κατανοούσε τη βιομηχανία του αρκετά βαθιά ώστε να τη διαταράξει.

«Η TSMC ήταν μια επιχειρηματική καινοτομία», λέει ο ίδιος. «Για καινοτομίες αυτού του είδους, νομίζω ότι οι άνθρωποι πιο προχωρημένης ηλικίας είναι πιο ικανοί από τους ανθρώπους μικρότερης ηλικίας».

Οι εκατοντάδες πελάτες της TSMC σήμερα περιλαμβάνουν την Apple και τη Nvidia, τις μόνες εταιρείες που αξίζουν περισσότερο από αυτήν που ίδρυσε ο Τσανγκ. Η TSMC κατασκευάζει τσιπ σε iPhone, iPad και υπολογιστές Mac για την Apple, η οποία παράγει το ένα τέταρτο των καθαρών εσόδων της TSMC. Η Nvidia αποκαλείται συχνά κατασκευαστής τσιπ, κάτι που είναι περίεργο, επειδή δεν παράγει τσιπ. Το κάνει η TSMC.

Σήμερα λειτουργεί σε μια κλίμακα που είναι σχεδόν αδιατανόητη. Ο πρώτος μικροεπεξεργαστής Intel είχε περίπου 2.000 τρανζίστορ, αλλά το τελευταίο τσιπ Nvidia είναι γεμάτο με περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια τρανζίστορ. Η δημιουργία ενός μεμονωμένου τσιπ για ένα iPhone απαιτεί τρισεκατομμύρια τσιπ κάθε λίγους μήνες. Σε ένα χρόνο, ολόκληρη η βιομηχανία ημιαγωγών παράγει «περισσότερα τρανζίστορ από τη συνολική ποσότητα όλων των προϊόντων που παράγονται από όλες τις άλλες εταιρείες, σε όλες τις άλλες βιομηχανίες, σε όλη την ανθρώπινη ιστορία».

Η πείνα για ηλεκτρονικά είδη έχει κάνει την TSMC πιο πολύτιμη από ποτέ. Τα τελευταία πέντε χρόνια, η κεφαλαιοποίηση της εταιρείας έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί και το μερίδιο περίπου 0,5% της TSMC που κατείχε ο Τσανγκ αξίζει τώρα περίπου 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια.

«Σίγουρα δεν κυνήγησα χρήματα όταν ήρθα στην Ταϊβάν», λέει. «Στην πραγματικότητα, η συμμετοχή μου στην εταιρεία που έχτισα ήταν μικρή. Ωστόσο, έγινα αρκετά πλούσιος. Το 1985 ήθελα να χτίσω μια μεγάλη εταιρεία. Ή έστω να κάνω κάτι που μου άρεσε», λέει. «Ετυχε να πετύχω και τα δύο».

Πλέον αισθάνεται ανακουφισμένος που δεν χρειάζεται να σκέφτεται το μέλλον της εταιρείας. «Τελείωσα!» λέει. Και θυμάται την αποχαιρετιστήρια ομιλία του Ντάγκλας ΜακΆρθουρ στο Κογκρέσο το 1951. «Οι παλιοί στρατιώτες δεν πεθαίνουν ποτέ. Απλώς ξεθωριάζουν», είχε πει.

«Είμαι ένας παλιός στρατιώτης», καταλήγει ο Μόρις Τσανγκ. «Δεν πεθαίνω. Αλλά ξεθωριάζω».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...