Υπάρχουν δύο τρόποι για να προσεγγίσεις τα γεγονότα γύρω από την κατάληψη του ΑΠΘ και όσα ακολούθησαν την επιχείρηση εκκένωσης της.
Ο ένας τρόπος έχει να κάνει με τα γεγονότα και τη φύση τους. Οι μισοί από όσους βγήκαν από την κατάληψη δεν έχουν σχέση με το Πανεπιστήμιο. Επίσης αν μπορούσε να ερωτηθεί το σώμα των φοιτητών για την κατάληψη, το πιθανότερο είναι η απάντηση να μην ικανοποιούσε τους καταληψίες. Τώρα οι καταληψίες καταγγέλλουν την Αστυνομία επειδή επενέβη ενώ οι ίδιοι είχαν αποφασίσει τον τερματισμό της -προφανώς επειδή… δεν σεβάστηκε την απόφαση της συνέλευσης. Αξιοσημείωτη θέση σε όλο αυτό έχει και η παρουσία βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που ουσιαστικά περιφρουρούσαν την κατάληψη.
Η δεύτερη προσέγγιση αφορά όσα ακολούθησαν μετά την εκκένωση της κατάληψης. Μία μεγάλη, επεισοδιακή πορεία στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν δα και καμιά λαοθάλασσα, αλλά δεν τη λες και μικρή πορεία. Αντίστοιχες εικόνες έχουμε δει και στην πρωτεύουσα. Ναι, φυσικά, κινητοποιούνται κομματικά επιτελεία, συλλογικότητες και πάει λέγοντας, είναι όμως πασιφανές ότι για ένα κομμάτι της νεολαίας υπάρχει θέμα και διάθεση αντίδρασης σε μία σειρά από μέτρα. Αντίδραση που επενδύεται από δυσφορία για τη στάση της Αστυνομίας.
Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τις κινητοποιήσεις και τα παράπλευρα περιστατικά ανομίας με αποφασιστικό τρόπο. Αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει. Δεν είναι μόνο η προγραμματική ατζέντα για την οποία εξελέγη, είναι και το ακροατήριο της που έχει δυσανεξία σε όλα αυτά. Όταν μία κατάληψη ή μία πορεία αντιμετωπίζονται με δυναμικό τρόπο, πέρα από το αυτονόητο, την επιβολή της νομιμότητας, η κυβέρνηση απαντά και στο θυμικό του πολιτικού της ακροατηρίου. Μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα έλεγε ότι πρέπει να γίνει «δημοκρατικός διάλογος με τους καταληψίες». Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ναύλωνε ταξί για τον Ρουβίκωνα. Διότι είχε ψηφοθηρικές προσδοκίες από το συγκεκριμένο κοινό. Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει να περιμένει κάτι. Για να το πούμε κυνικά, είτε αφήσει, είτε διαλύσει μία διαδήλωση, τα πολιτικά αντανακλαστικά των συμμετεχόντων δεν πρόκειται να αλλάξουν. Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι, όμως, θα δυσφορήσουν αν διακρίνουν ελαστική διάθεση.
Για ποιο λόγο αντιδρά αυτή η μερίδα της νεολαίας; Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μια μεγάλη λίστα. Ας μείνουμε στην κληροδοτημένη κουλτούρα ριζοσπαστικοποίησης, στην ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, στα προβλήματα και στην αγωνία των καιρών, σε ορισμένες κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Το ερώτημα είναι πώς στέκεται η συντεταγμένη Πολιτεία απέναντι σε όλο αυτό.
Μία προφανής απάντηση είναι ότι η Πολιτεία οφείλει να περιφρουρεί τη νομιμότητα. Τελεία. Επίσης είναι υποχρεωμένη να μην κάμπτεται σε εκβιασμούς του τύπου «όσο δεν παίρνετε πίσω τα μέτρα εμείς θα τα σπάμε». Είναι όμως αυτό αρκετό (και αποτελεσματικό) σε αυτήν την περίπτωση; Διότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία συντεχνία, αλλά με αντιλήψεις που διατρέχουν κομμάτι της νεολαίας. Ενα κομμάτι που, όπως φαίνεται, είναι μεγαλύτερο από αυτό που υπολόγιζαν στην κυβέρνηση.
Πώς οφείλει, λοιπόν, να σταθεί η κυβέρνηση μπροστά σε αυτό; Νομίζω δια τη σύνθεσης και όχι δια της απόρριψης. Κοινώς, ενδεχομένως να χρειάζεται να κάνει λίγο πίσω και να ακούσει κάπως καλύτερα. Ναι, μπορεί αυτή η στάση να συνεπάγεται υποχωρήσεις. Όμως όταν κάθεσαι μπροστά στον πάγκο για να μαγειρέψεις, πρώτα κοιτάζεις τα υλικά και μετά σκέφτεσαι το φαγητό που μπορεί να φτιάξεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News