2013
Μονάδα του ισραηλινού πυροβολικού στα Υψίπεδα του Γκολάν, κοντά στα σύνορα Ισραήλ-Συρίας, στις 9 Οκτωβρίου 1973 | Jean-Claude FRANCOLON/Gamma-Rapho via Getty Images

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ και ένας παραλίγο Αρμαγεδδών  

Protagon Team Protagon Team 13 Οκτωβρίου 2023, 11:45
Μονάδα του ισραηλινού πυροβολικού στα Υψίπεδα του Γκολάν, κοντά στα σύνορα Ισραήλ-Συρίας, στις 9 Οκτωβρίου 1973
|Jean-Claude FRANCOLON/Gamma-Rapho via Getty Images

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ και ένας παραλίγο Αρμαγεδδών  

Protagon Team Protagon Team 13 Οκτωβρίου 2023, 11:45

Ο νέος πόλεμος του Ισραήλ με τη Χαμάς, που ξέσπασε τα ξημερώματα της 7ης Οκτωβρίου, συνέπεσε με την 50ή επέτειο του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ, γεγονός που ώθησε πολλούς αναλυτές να προβούν σε μια σύγκριση των δύο συρράξεων, αναδεικνύοντας κοινά στοιχεία και διαφορές.

Καθώς, όμως, όλοι ανησυχούν για το ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης που θα μπορούσε να προκαλέσει γενική ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, λίγοι θυμούνται και λιγότεροι γνωρίζουν πως ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ έφερε τον Κόσμο στα πρόθυρα ενός πυρηνικού πολέμου. Το γεγονός επισημαίνει στην Washington Post ο αμερικανός δημοσιογράφος και ιστορικός Γκόρντον Σάντερ.

Ο πόλεμος του 1973 άρχισε το πρωί της 6ης Οκτωβρίου, όταν η Αίγυπτος και η Συρία εξαπέλυσαν μια συντονισμένη αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Ισραήλ (όπως συντονισμένη και αιφνιδιαστική ήταν και η πολυμετωπική επίθεση της Χαμάς το Σάββατο 7 Οκτωβρίου). Στον ύπνο πιάστηκαν τότε και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

«Η είδηση της επίθεσης στο Ισραήλ μας αιφνιδίασε απολύτως. Μόλις την προηγούμενη μέρα η CIA είχε αναφέρει ότι ένας πόλεμος στη Μέση Ανατολή ήταν απίθανος» παραδέχτηκε αργότερα ο Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος το 1973 είχε ήδη βρει τον μπελά του με το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.

Σύντομα, η τέταρτη αραβοϊσραηλινή σύρραξη μετατράπηκε σε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων μεταξύ της ΕΣΣΔ, του κύριου υποστηρικτή της Αιγύπτου, και των ΗΠΑ, της προστάτιδας υπερδύναμης του Ισραήλ, ενώ κάποια στιγμή η ένταση κλιμακώθηκε τόσο που οι αμερικανικές παγκόσμιες δυνάμεις τέθηκαν σε κατάσταση αμυντικής ετοιμότητας επιπέδου τρία (Defcon 3), που είναι το υψηλότερο εν καιρώ ειρήνης και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αντικατόπτριζε τον κίνδυνο ξεσπάσματος ενός πυρηνικού πολέμου.

Ωστόσο, όπως επισήμανε στην Washington Post ο Τζέιμς Ακτον, συνδιευθυντής του προγράμματος πυρηνικής πολιτικής του Ιδρύματος Κάρνεγκι για τη Διεθνή Ειρήνη, ο πυρηνικός συναγερμός του 1973 είναι μια από τις λιγότερο γνωστές ιστορίες του Ψυχρού Πολέμου.

Σήμερα, μισό αιώνα μετά, παρότι επρόκειτο για «ίσως την πιο επικίνδυνη στιγμή» του δεύτερου μισού του Ψυχρού Πολέμου, όπως τη χαρακτήρισε ο αμερικανός ειδικός, τα γεγονότα και οι πληροφορίες που ώθησαν τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ να απαιτήσει να τεθούν οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις σε πυρηνική ετοιμότητα εξακολουθούν να είναι ασαφή, όπως και οι πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους οι Αμερικανοί, καθώς και το κατά πόσο ήταν δικαιολογημένος, εν τέλει, ο πυρηνικός συναγερμός.

«Πιστεύω ότι η απόφαση του Κίσινγκερ να ζητήσει κήρυξη συναγερμού Defcon 3 ήταν μια πολύ αμφισβητήσιμη κίνηση» δήλωσε ο στρατιωτικός αναλυτής και ιστορικός Μάικλ Ο’ Χάνλον του Ινστιτούτου Brookings. «Ο Κίσινγκερ αντιλήφθηκε λανθασμένα την κατάσταση» συμφώνησε ο Τίμοθι Ναφτάλι, ερευνητής στη Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια. «Νομίζω ότι ο Κίσινγκερ πανικοβλήθηκε. Νόμιζε ότι είχε υπό έλεγχο τους Ισραηλινούς, τους Σοβιετικούς και τους Αιγύπτιους» πρόσθεσε.

Ισραηλινός στρατιώτης οδηγεί τρεις αιγύπτιους αιχμαλώτους με δεμένα μάτια στη δυτική πλευρά της Διώρυγας του Σουέζ, κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ (Daniel Rosenblum/Getty Images)

Το σύστημα συναγερμού Defcon δημιουργήθηκε από το γενικό επιτελείο των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων το 1959 (μετά από ένα σφάλμα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια μιας κοινής αμερικανοκαναδικής άσκησης) με στόχο να αποκτήσει ο αμερικανικός στρατός ένα ενιαίο σύστημα διαδοχικών βαθμίδων αμυντικής/πολεμικής ετοιμότητας.

Δημιουργήθηκαν πέντε επίπεδα, με το Defcon 1 να σημαίνει επικείμενο ή εν εξελίξει πυρηνικό πόλεμο και το Defcon 5 να αντιστοιχεί σε συνθήκες ειρήνης. Οσον αφορά τον συναγερμό Defcon 3 που σημάνθηκε το 1973, θέτει σε αυξημένη ετοιμότητα την πολεμική αεροπορία (περιλαμβανομένων των πληρωμάτων των στρατηγικών βομβαρδιστικών και των χειριστών πυραύλων της Στρατηγικής Αεροπορικής Διοίκησης των ΗΠΑ), ούτως ώστε να είναι σε θέση να κινητοποιηθεί μέσα σε 15 λεπτά για να εξαπολύσει μια πυρηνική επίθεση.

Το σύστημα Defcon πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε τον Μάιο του 1960, όταν οι ΗΠA αναγκάστηκαν να θέσουν τις δυνάμεις τους σε αμυντική ετοιμότητα επιπέδου 3, κατά τη διάρκεια της κρίσης του κατασκοπευτικού αεροπλάνου U-2, αφού ο Νικίτα Χρουστσόφ έφυγε οργισμένος από μια σύνοδο κορυφής στο Παρίσι με τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, γεννώντας φόβους για επίθεση κατά των ΗΠΑ ή της Ευρώπης.

Κατά την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας, το 1962, οι αμερικανικές δυνάμεις τέθηκαν σε κατάσταση αμυντικής ετοιμότητας επιπέδου δύο (Defcon 2). Στην πολύ πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ, το γενικό επιτελείο των ΗΠΑ σήμανε Defcon 3 μόνο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Αλλά τι ακριβώς σχεδίαζαν οι Σοβιετικοί τον Οκτώβριο του 1973, ώστε να θορυβηθεί ο Χένρι Κίσινγκερ, εξακολουθεί να μην είναι ξεκάθαρο.

Λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα του πολέμου, ο Κίσινγκερ –ο οποίος είχε αναλάβει χρέη υπουργού Εξωτερικών λίγες εβδομάδες νωρίτερα– πρότεινε οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ να απευθύνουν από κοινού έκκληση για τερματισμό του πολέμου και επιστροφή στις γραμμές κατάπαυσης του πυρός που καθορίστηκαν μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών, το 1967.

Ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ συμφώνησε, αλλά ο αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ απέρριψε την πρόταση. Σε αυτό το πλαίσιο, επιδιώκοντας την αποφυγή μιας αραβικής ήττας, η Μόσχα άρχισε να εξοπλίζει την Αίγυπτο και τη Συρία, ενώ οι ΗΠΑ αντέδρασαν αποστέλλοντας στο Ισραήλ τεθωρακισμένα, βόμβες και πολεμικό υλικό.

«Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ είχε πλέον λάβει την πρόσθετη διάσταση ενός πολέμου δι’ αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης, διαλύοντας την ύφεση, που ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της εξωτερικής πολιτικής του Νίξον» συνοψίζει ο Γκόρντον Σάντερ στο κείμενό του.

Εν τω μεταξύ, στο πεδίο η πλάστιγγα είχε γείρει αμετάκλητα προς την πλευρά των Ισραηλινών. Τη 16η Οκτωβρίου οι ισραηλινές δυνάμεις υπό τη διοίκηση του στρατηγού Αριέλ Σαρόν διέσχισαν τη Διώρυγα του Σουέζ και προχωρούσαν προς το Κάιρο. Σε εξαιρετικά επισφαλή θέση βρίσκονταν και οι σύροι σύμμαχοι της Αιγύπτου, καθώς τα ισραηλινά στρατεύματα είχαν φθάσει στα περίχωρα της Δαμασκού.

Ο ισραηλινός στρατηγός Αριέλ Σαρόν (δεξιά) διαβουλεύεται με τον φίλο του, επίσης στρατηγό Χαΐμ Μπαρ-Λεβ, τον Οκτώβριο του 1973, πάνω σε έναν χάρτη της ερήμου του Σινά (Yossi Greenberg/GPO/Getty Images)

Αναπόφευκτα, ο Σαντάτ άρχισε ξαφνικά να ενδιαφέρεται για μια κατάπαυση του πυρός, με αποτέλεσμα ο Μπρέζνιεφ να προσκαλέσει τον Κίσινγκερ στη Μόσχα, όπου γρήγορα συνέταξαν ένα πλαίσιο για την παύση των εχθροπραξιών. Στη συνέχεια ο Κίσινγκερ μετέβη στο Τελ Αβίβ, όπου η ισραηλινή κυβέρνηση συμφώνησε με τους όρους. Οταν, όμως, επέστρεψε στην Ουάσινγκτον, στις 23 Οκτωβρίου, έμαθε ότι η κατάπαυση του πυρός είχε ήδη παραβιαστεί και οι ισραηλινές δυνάμεις απειλούσαν να καταστρέψουν τον υπό πολιορκία στρατό της Αιγύπτου.

Ωστόσο, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών δεν θορυβήθηκε ιδιαιτέρως. «Σήμερα υπάρχει μια μικρή ανατροπή» είπε απευθυνόμενος στο προσωπικό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ το βράδυ της ίδιας μέρας. Επισήμανε πως «το σημαντικότερο πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι τα γεγονότα των δύο τελευταίων εβδομάδων ήταν, συνολικά, μια μεγάλη επιτυχία για τις ΗΠΑ (και) για την πολιτική που προηγήθηκε, γιατί χωρίς τη στενή επαφή με τη Σοβιετική Ενωση αυτή η κατάσταση θα μπορούσε εύκολα να κλιμακωθεί». Πολύ σύντομα, όμως, η κατάσταση κλιμακώθηκε επικίνδυνα.

Καθώς οι ισραηλινές δυνάμεις συνέχιζαν να προελαύνουν στην αιγυπτιακή επικράτεια, οι Σοβιετικοί ενημέρωσαν τον Λευκό Οίκο ότι σκόπευαν να παρουσιάσουν ένα σχέδιο ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που καλούσε τόσο τις ΗΠΑ όσο και την ΕΣΣΔ να στείλουν στρατιωτικές μονάδες στα πεδία των μαχών της Μέσης Ανατολής για να επιβάλουν την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Ο Κίσινγκερ ξεκαθάρισε αμέσως ότι οι ΗΠΑ θα προέβαλλαν βέτο σε ένα τέτοιο ψήφισμα και σε καμία περίπτωση δεν θα ανέχονταν την παρουσία τρίτων στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή.

Οπως εξηγεί ο Γκόρντον Σάντερ στο κείμενό του, ο Κίσινγκερ ερμήνευσε τη σοβιετική πρόταση ως μέρος μιας στρατηγικής για την τόνωση της φθίνουσας επιρροής του Κρεμλίνου στη Μέση Ανατολή, την ώρα που ο πρόεδρος Νίξον είχε στραμμένη την προσοχή του στο Γουότεργκεϊτ.

Το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου ο σοβιετικός πρέσβης στις ΗΠΑ, Ανατόλι Ντομπρίνιν, τηλεφώνησε στον Κίσινγκερ για να του πει ότι είχε μια επείγουσα επιστολή από τον Μπρέζνιεφ. Ομως «στην πραγματικότητα ήταν ένα τελεσίγραφο» έγραψε αργότερα ο Κίσινγκερ, μέσω του οποίου η Μόσχα ζητούσε μεν την από κοινού επιβολή της κατάπαυσης του πυρός από τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση, αλλά συγχρόνως απειλούσε ότι αν οι ΗΠΑ δεν συνεργάζονταν, η ΕΣΣΔ θα δρούσε μονομερώς.

Επιπλέον, υπήρχαν στοιχεία που έδειχναν ότι η Μόσχα είχε ήδη αρχίσει να θέτει σε εφαρμογή τα όποια σχέδιά της, με τη CIA να αναφέρει σχετικά ότι το πρωί της ίδιας ημέρας είχε σταματήσει η αερομεταφορά εξοπλισμού προς τη Μέση Ανατολή και πως τα σοβιετικά μεταγωγικά αεροσκάφη προετοιμάζονταν για τη μεταφορά αλεξιπτωτιστών που θα επέβαλλαν την κατάπαυση του πυρός και την ειρήνη του Μπρέζνιεφ.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ (αριστερά) συζητά στην Αλεξάνδρεια με τον πρόεδρο της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ στο πλαίσιο των  διαπραγματεύσεων του 1975 για το Σινά (David Hume Kennerly/Getty Images)

«Δεν υπήρχε αμφιβολία στο μυαλό μου», έγραψε αργότερα ο Κίσινγκερ, «ότι θα έπρεπε να απορρίψουμε τη σοβιετική πρόταση με τρόπο που θα συγκλόνιζε τους Σοβιετικούς, ούτως ώστε να ξεχάσουν τη μονομερή κίνηση με την οποία απειλούσαν». Στη συνέχεια, και ο Ρίτσαρντ Νίξον έγραψε πως «τα λόγια δεν εξέφραζαν τη θέση μας. Χρειαζόμασταν δράση, ακόμη και την κήρυξη στρατιωτικού συναγερμού».

«Τι ακριβώς, όμως, σχεδίαζε ο Μπρέζνιεφ;» διερωτάται ο Γκόρντον Σάντερ, θυμίζοντας πως οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών είχαν καταλήξει σε λάθος συμπεράσματα για τις προθέσεις του Κρεμλίνου στο παρελθόν, κυρίως κατά την κρίση των πυραύλων της Κούβας, ενώ είχαν επίσης αποτύχει να προβλέψουν την αιγυπτιοσυριακή επίθεση εναντίον του Ισραήλ.

Ο Κίσινγκερ είχε επικαλεστεί τότε «δυσοίωνες αναφορές», οι οποίες εμπεριείχαν πληροφορίες (όπως είναι γνωστό, πλέον, μετά τον πρόσφατο αποχαρακτηρισμό τους) ότι η Μόσχα μετέφερε πυρηνικές κεφαλές στην Αίγυπτο δια θαλάσσης. Αναπόφευκτα, λοιπόν, άρχισε να ανησυχεί ότι η ολοένα κλιμακούμενη κρίση επρόκειτο να καταστεί πυρηνική.

Ωστόσο, ο Τόμας Μούρερ, αρχηγός τότε του γενικού επιτελείου των ΗΠΑ, ο οποίος μετείχε στη σύσκεψη όπου αποφασίστηκε να τεθούν σε πυρηνική ετοιμότητα οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, δεν ήταν σίγουρος. «Επισήμανα ότι οι στρατιωτικοί δείκτες θα μπορούσαν να κάνουν κάποιον να πιστέψει ότι αυτή ήταν μια προμελετημένη ενέργεια από την πλευρά των Σοβιετικών» έγραψε αργότερα.

«Επειδή ο πρόεδρος Νίξον ανησυχούσε με το Γουότεργκεϊτ, ο Κίσινγκερ είχε μεγαλύτερη ελευθερία να δρα μόνος του σε σχέση με προηγούμενες κρίσεις» σημείωσε από την πλευρά του ο ιστορικός του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Φρέντρικ Λόγκεβoλ. «Πράγματι, σε αρκετές περιπτώσεις αυτός και ο προσωπάρχης (του Λευκού Οίκου) Αλεξάντερ Χέιγκ ενήργησαν χωρίς καν να συμβουλευτούν τον Νίξον».

«Το φάσμα του Αρμαγεδδώνα, μαζί με την ακόμα ζωντανή ανάμνηση της κρίσης των πυραύλων της Κούβας, πλανιόταν πάνω από τον Λευκό Οίκο τη νύχτα της 24ης Οκτωβρίου. Ο Κίσινγκερ ήθελε μια δραματική χειρονομία που θα υποδήλωνε ότι οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να φτάσουν στο χείλος του παγκόσμιου πολέμου, ούτως ώστε να εμποδίσουν τους Σοβιετικούς να κάνουν ό,τι σχεδίαζαν να κάνουν» γράφει ο Γκόρντον Σάντερ, εξηγώντας πώς κατέληξαν οι ΗΠΑ να θέσουν το σύνολο των ενόπλων δυνάμεών τους σε πολεμική/πυρηνική ετοιμότητα.

Θέλοντας να είναι σίγουρος ότι η Μόσχα θα λάμβανε το μήνυμα, ο Κίσινγκερ αποφάσισε να στείλει δύο αεροπλανοφόρα στη Μεσόγειο και να διατάξει την επιστροφή 75 βομβαρδιστικών Β-52 οπλισμένων με πυρηνικά, από τη νήσο Γκουάμ, στον Ειρηνικό, στις ηπειρωτικές ΗΠΑ.

«Πιστεύω ότι ο Κίσινγκερ πανικοβλήθηκε, κατηγορώντας τα προβλήματα του Νίξον λόγω Γουότεργκεϊτ – και όχι το πώς ο ίδιος διαχειρίστηκε τους Ισραηλινούς, οι οποίοι είχαν ξεκάθαρα παραβιάσει την κατάπαυση του πυρός», εκτιμά ο Τίμοθι Ναφτάλι από τη Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια.

«Σκέφτηκε ότι ο μόνος τρόπος για να δείξει σκληρότητα ήταν να στείλει ένα μήνυμα τόσο ισχυρό όσο το μήνυμα που είχε στείλει ο πρόεδρος Κένεντι κατά την κρίση των πυραύλων της Κούβας – αν και οι γεωπολιτικές συνθήκες δεν ήταν παρόμοιες», πρόσθεσε ο αμερικανός ειδικός.

Οσον αφορά την κατάληξη, «όλες αυτές οι ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα την πιο επιθυμητή δυνατή εξέλιξη από τη σκοπιά των ΗΠΑ», όπως αποφάνθηκε κατόπιν εορτής το Ιδρυμα Νίξον. «Οι Σοβιετικοί είχαν σοκαριστεί εντελώς από την κλιμακούμενη αλλά υπολογισμένη απάντηση των ΗΠΑ και ο Σαντάτ όντως ακύρωσε το αίτημά του για συνδρομή σοβιετικών στρατευμάτων. Την ίδια μέρα, 25 Οκτωβρίου, εγκρίθηκε το ψήφισμα 340 του ΟΗΕ που τερμάτισε τον πόλεμο».

«Πενήντα χρόνια μετά, ο κόσμος παρακολουθεί με τρόμο τη συνέχεια του πρώτου πολέμου του Γιομ Κιπούρ. Αν και οι εντάσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας αυξήθηκαν εκ νέου τα τελευταία χρόνια, οι πιθανότητες οι πυρηνικές δυνάμεις τους να φθάσουν ξανά στο χείλος του γκρεμού είναι λίγες — τουλάχιστον σε σχέση με το Ισραήλ. Αλλά, φυσικά, υπάρχει πάντα η πιθανότητα οι δυο υπερδυνάμεις να ερμηνεύσουν λανθασμένα τα σήματά τους, όπως συνέβη το 1973» σημειώνει ο Γκόρντον Σάντερ ολοκληρώνοντας το άρθρο του.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...